Γαλλία: από το «ακραίο κέντρο» στη νεοναζιστική άκρα δεξιά;

Γράφει ο Σταύρος Τομπάζος

Στις πρόσφατες ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου, το κόμμα που ίδρυσε ο Λε Πεν (Jean Marie Le Pen), βασανιστής στην Αλγερία και περιβόητος νεοναζιστής, εξασφάλισε με 31% των ψήφων την πρωτιά στη Γαλλία. H Renaissance, το κόμμα του προέδρου της Γαλλίας Εμμανουέλ Μακρόν (Emmanuel Macron) κατέρρευσε στο 15%, παραμένοντας ωστόσο το δεύτερο κόμμα. Τα κόμματα της αριστεράς, τα οποία κατέβηκαν συντεταγμένα σε ένα ενιαίο σχήμα στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, παρουσιάζοντας ξεχωριστά ψηφοδέλτια στις ευρωεκλογές εξασφάλισαν και αυτά (προσθέτοντας τα ποσοστά τους) ένα ποσοστό όμοιο με αυτό της άκρας δεξιάς.

Εκλογική κατάρρευση Μακρόν

Η κατάρρευση του κόμματος του Μακρόν δεν αποτελεί έκπληξη για κανένα στη Γαλλία, εκτός, ίσως, για τον ίδιο. Από τo ύψος της προσωπικής αλαζονείας και αμετροέπειάς του, δύσκολα διακρίνει κανείς τις διαθέσεις της κοινωνίας των θνητών. Η επιβολή του νόμου για αύξηση της ηλικιακού ορίου συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 χρόνια, παρά τις εντυπωσιακές κινητοποιήσεις και απεργίες του εργατικού κινήματος και παρά μια κοινή γνώμη που με συντριπτικό ποσοστό ήταν και παραμένει αντίθετη στην αντιμεταρρύθμιση, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην κατάρρευση της δημοτικότητας του Μακρόν και της κυβέρνησής του.

Η συνταξιοδοτική αντιμεταρρύθμιση είναι βέβαια μόνο ένας από τους παράγοντες που εξηγούν την μεγάλη αντιδημοτικότητα του Μακρόν. Τα δύο χρόνια της νέας του θητείας ήταν κυριολεκτικά καταστροφικά. Η συνεχιζόμενη αποδόμηση των δημόσιων υπηρεσιών (περιλαμβανομένων της υγείας, της παιδείας και των σιδηροδρομικών συγκοινωνιών), τα φορολογικά δώρα στο μεγάλο κεφάλαιο, η διάβρωση της αγοραστικής δύναμης του μισθού, το κατασταλτικό κράτος, η αλλοπρόσαλλη εξωτερική πολιτική και οι μνημειώδεις γκάφες που κάθε φορά το υπουργείο Εξωτερικών κινητοποιείται για να διορθώσει όσο μπορεί, η συστηματική παράκαμψη του κοινοβουλευτισμού με την επίκληση του άρθρου του Συντάγματος 49.3 (το αντίστοιχο του Προεδρικού Διατάγματος στην Ελλάδα), σε συντομία η αντικοινωνική, αυταρχική και αντιδημοκρατική πολιτική του Μακρόν οδήγησαν στην εκλογική κατάρρευση του κόμματός του. 

Κάποιες από τις δημαγωγικές τοποθετήσεις και δηλώσεις του Μακρόν, όπως π.χ. η αποστολή χερσαίων δυνάμεων στην Ουκρανία, συνέβαλαν σε μια πολύπλευρη διαδικασία κανονικοποίησης της άκρας δεξιάς. Αν ο «κεντρώος» και «σοβαρός» πρόεδρος της Γαλλίας καλεί σε κλιμάκωση του ρωσο-ουκρανικού πολέμου με τρόπο που να καθιστά πιθανότερο το ενδεχόμενο τρίτου παγκοσμίου πολέμου και πυρηνικού ολοκαυτώματος, τότε πώς η άκρα δεξιά μπορεί να θεωρηθεί ακραία; Όταν η Λε Πεν (Marine Le Pen) υπενθυμίζει στον Μακρόν ότι ο γαλλικός στρατός υπερασπίζεται τα γαλλικά σύνορα και τιμά τις διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας – τίποτα περισσότερο, ποιος είναι ο ακραίος: ο Μακρόν ή η Λε Πεν;
Με την αντικοινωνική και αντιδημοκρατική πολιτική του, με το κατασταλτικό κράτος, με ένα αντιμεταναστευτικό νομοσχέδιο που αμφισβητεί κεκτημένα της Γαλλικής Επανάστασης (όπως το δικαίωμα υπηκοότητας βασισμένο στην έννοια του εδάφους και όχι της καταγωγής), και που συντάχθηκε με τη μέθοδο «αποκοπή-επικόλληση» (κυριολεκτικά σε κάποια άρθρα του) από το πρόγραμμα της Λε Πεν, πώς να μην κανονικοποιηθεί η άκρα δεξιά; 

Κάποιος υποψήφιος της Αριστεράς ανέφερε σε τηλεοπτικό κανάλι ότι η άκρα δεξιά δεν είναι παρά η πολιτική Μακρόν σε εντελώς ξεδιάντροπο ρατσιστικό περίβλημα. Η διαπίστωση αυτή, αν και κάπως υπεραπλουστευμένη, δεν στερείται εγκυρότητας. Ο Μακρόν άνοιξε το δρόμο σε ένα αυταρχικό κατασταλτικό ρατσιστικό, αντικοινωνικό και αντιδημοκρατικό κράτος. Δεν τον ολοκλήρωσε όμως. 

Η άκρα δεξιά

Βέβαια, οι ψηφοφόροι της άκρας δεξιάς δεν είναι όλοι ούτε οι πιο πολλοί συνειδητοί φασίστες. Βλέπουν στην άκρα δεξιά μια ελπίδα διαφυγής από τη μιζέρια, την εξαθλίωση και την κοινωνική ματαίωση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και των κυβερνήσεων Μακρόν. Η άκρα δεξιά ανήγαγε τη δημαγωγία σε επιστήμη: Υπερασπίζεται, υποτίθεται, τη σύνταξη στα 62, αλλά δεν παίρνει μέρος σε καμιά κινητοποίηση ενάντια στο νομοσχέδιο για αύξηση του ηλικιακού ορίου. Αγωνίζεται, δήθεν, για την αύξηση του μισθού και της αγοραστικής δύναμης, αλλά καταψηφίζει στο Κοινοβούλιο την πρόταση της αριστεράς για αύξηση του θεσμοθετημένου κατώτατου μισθού. Παλεύει, δήθεν, για το λαϊκό συμφέρον, αλλά θέλει να περιορίσει (σε πρώτο στάδιο, πριν την ολική κατάργηση) το δικαίωμα της απεργίας. Απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου σχετικά με την πρόθεση ψήφου, μια υπερήλικας νέα ψηφοφόρος της άκρας δεξιάς συνοψίζει με «αφοπλιστική» αφέλεια αλλά και ακρίβεια τη συνήθως ανομολόγητη στάση πολλών ψηφοφόρων της Λε Πεν:
«Δεν μπορώ να ζήσω με τη σύνταξή μου. Δοκιμάσαμε όλους τους άλλους. Είναι ώρα να δοκιμάσουμε και τη Λε Πεν. Τι θα μου κάνει δηλαδή; Εγώ δεν είμαι μετανάστρια, ούτε έχω μετανάστες στην οικογένειά μου».

Η προκήρυξη εκλογών, το plan A και το plan B

Με την κατάρρευση του εκλογικού ποσοστού του και τον θρίαμβο της ακροδεξιάς, ο Μακρόν θεώρησε αναγκαίο, χωρίς να ρωτήσει ούτε καν τον πρωθυπουργό του, να διαλύσει το Κοινοβούλιο και να προκηρύξει βουλευτικές εκλογές στις 30 Ιουνίου (πρώτος γύρος) και 7 Ιουλίου (δεύτερος γύρος). Είναι βέβαια συνταγματικό δικαίωμα του προέδρου. Τίποτα όμως δεν τον υποχρέωνε να το κάνει σε μια τόσο δυσμενή εκλογική συγκυρία για τον ίδιο. Ριψοκίνδυνος πολιτικός υπολογισμός; Πολιτική ανευθυνότητα, όπως ισχυρίζεται ο σοσιαλιστής πρώην πρωθυπουργός της Γαλλίας Λιονέλ Ζοσπέν (Lionel Jospin); Πολιτική ηλιθιότητα, όπως ισχυρίζονται πολλοί αριστεροί που προσέχουν λιγότερο τα λόγια τους από τον Ζοσπέν; Όλα αυτά ισχύουν. Κατ’ ακρίβεια βασίζονται στην ίδια ανάλυση που διατυπώνεται σε κάθε περίπτωση με διαφορετικής έντασης λεκτικό. Δυστυχώς, όμως, η «στρατηγική» του Μακρόν περιλαμβάνει και το «σχέδιο Β»: την κυνική καταφυγή στην συγκυβέρνηση με την άκρα δεξιά. 

Το «σχέδιο Α» βασίζεται στο εξής σκεπτικό του προέδρου της Γαλλίας: Η ενωμένη αριστερά, που κατάφερε να πάρει την πρωτιά στις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές, κατέβηκε διασπασμένη με διαφορετικά ψηφοδέλτια στις ευρωεκλογές. Οι κομματικοί πατριωτισμοί και οι διαφωνίες των αριστερών κομμάτων δεν είναι δυνατό να γεφυρωθούν σε περίπτωση άμεσης προκήρυξης βουλευτικών εκλογών. Το χρονικό διάστημα είναι πολύ βραχύ για κάτι τέτοιο. Συνεπώς, οι αριστεροί ηγέτες, που είναι υπεύθυνοι άνθρωποι (ασχέτως του τι λέει δημόσια το κυβερνητικό στρατόπεδο δημαγωγώντας), θα καλέσουν τους ψηφοφόρους τους να καταψηφίσουν την άκρα δεξιά στο δεύτερο γύρο των βουλευτικών εκλογών, όπως έκαναν και στις προεδρικές εκλογές. H Renaissance με τις αριστερές ψήφους μπορεί να συνεχίσει να κυβερνά κατά της αριστεράς και των λαϊκών συμφερόντων. Génial (ιδιοφυές), κατά πως λεν οι Γάλλοι.
Βέβαια, ως συνήθως, ο Μακρόν έπεσε έξω. Η αριστερά, κάτω και από την πίεση των ψηφοφόρων της και ενόψει του φασιστικού κινδύνου, κατάφερε όχι μόνο να ενωθεί ξανά σε λίγες μέρες, συγκροτώντας το Νέο Λαϊκό Μέτωπο, αλλά και να διατυπώσει πρόγραμμα και μάλιστα κοστολογημένο. Αν βασιστεί κανείς στις δημοσκοπήσεις που δίνουν στο Λαϊκό Μέτωπο 27 με 29,5%, ενώ στη Renaissance 19 με 22%, το «σχέδιο Α» του Μακρόν έχει ελάχιστες αν όχι μηδαμινές πιθανότητες επιτυχίας. 

Δεν θα μπορούσαμε όμως να πούμε το ίδιο για το «σχέδιο Β», που είναι και το επικρατέστερο δημοσκοπικό σενάριο αυτή τη στιγμή, αφού με βάση τα δημοσκοπικά ποσοστά του Rassemblement National της Μαρίν Λε Πεν, το νέο όνομα του Front National που ίδρυσε ο πατέρας της, αναρριχάται στο 33 με 35%. Αυτή η αύξηση των ποσοστών της Λε Πεν και του πρωτοπαλίκαρού της, Τζιόρταν Μπαρντέλα (Jordan Bardella), οφείλονται και στο γεγονός ότι ο μέχρι χθες επικεφαλής των Ρεπουπλικανών (Éric Ciotti), του κόμματος της παραδοσιακής δεξιάς και βασικό δεκανίκι της διακυβέρνησης Μακρόν, εγκατέλειψε το καράβι που βουλιάζει για να επιβιβαστεί σε αυτό της Λε Πεν. Επιπλέον, με τον αέρα και της συντριπτικής νίκης στις ευρωεκλογές, η Λε Πεν αντλεί και από τις άλλες φασιστικές δυνάμεις, του Ζεμούρ (Éric Zemmour).

Το Νέο Λαϊκό Μέτωπο

Το Λαϊκό Μέτωπο δεν είναι αμελητέα δύναμη και θα δώσει τη μάχη με όλες του τις δυνάμεις. Συγκεντρώνει όλα τα κόμματα της ενωμένης αριστεράς των προηγούμενων βουλευτικών εκλογών: Την Ανυπότακτη Γαλλία, το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το Κομμουνιστικό Κόμμα και τους Οικολόγους. Τώρα προστίθεται και το Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Με το Λαϊκό Μέτωπο θέτει την υποψηφιότητά του και ο σοσιαλιστής πρώην πρόεδρος της Γαλλίας François Holland, ο οποίος στις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές τάχθηκε κατά της συγκρότησης ενιαίας αριστερής συμμαχίας. Τα μεγάλα συνδικάτα τοποθετήθηκαν ανοικτά υπέρ του Λαϊκού Μετώπου, όπως και ο πρώην σοσιαλιστής πρωθυπουργός Λιονέλ Ζοσπέν. Ιδιαίτερα η CGT, με τη νέα της επικεφαλής Σοφί Μπινέ (Sophie Binet: μια λεπτοκαμωμένη νέα γυναίκα της οποίας η καθαρή σκέψη, το θάρρος και η δέσμευση θυμίζουν την ηρωίδα της Παρισινής Κομμούνας Louise Michelle), δηλώνει την πρόθεση και την ετοιμότητά της να παλέψει με κάθε τρόπο, στην εκλογική διαδικασία και στο δρόμο, κατά του φασιστικού κινδύνου και υπέρ του Λαϊκού Μετώπου.

Η εκλογική μάχη

Η εκλογική μάχη δεν κρίθηκε ακόμη. Οι δημοσκοπήσεις δεν μπορούν να είναι ακριβείς, και για τεχνικούς λόγους, όπως παραδέχονται οι δημοσκοπικές εταιρίες: Οι δημοσκοπήσεις επικεντρώνονται σε εθνικά ποσοστά αλλά η εκλογή κάποιου υποψηφίου εξαρτάται από τους συσχετισμούς δύναμης σε κάθε εκλογική περιφέρεια ξεχωριστά, καθώς και από τη μετακίνηση ψήφων στο δεύτερο γύρο των εκλογών. Σε αυτόν το γύρο περνούν οι δύο υποψήφιοι κάθε εκλογικής περιφέρειας με τις περισσότερες ψήφους, εκτός κι αν κάποιος υποψήφιος εκλεγεί από τον πρώτο γύρο εξασφαλίζοντας πάνω από το 50%. Σε κάποιες από τις 577 εκλογικές περιφέρειες, θα περάσει στο δεύτερο γύρο και κάποιος τρίτος υποψήφιος αν εξασφαλίσει πέραν του 12,5% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων. 

Ωστόσο, πέρα από τις δημοσκοπήσεις, έχουμε, δυστυχώς, σοβαρούς λόγους να πιστεύουμε ότι το «σχέδιο Β» του Μακρόν, η φασιστική νίκη στις εκλογές και η συγκυβέρνηση, είναι το πιθανότερο ενδεχόμενο.

Ποιοι είναι αυτοί οι λόγοι; Η στάση του κεφαλαίου (1), η χυδαιότητα των κυρίαρχων ΜΜΕ (2) και η αδυναμία επαρκούς κατανόησης της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας από πολλά ηγετικά στελέχη των λιγότερο ριζοσπαστικών συνιστωσών του Λαϊκού Μετώπου (3). 

Η στάση του κεφαλαίου 

Η νεοφιλελεύθερη πολιτική του Μακρόν απέτυχε παταγωδώς ακόμη και ως προς τους δεδηλωμένους στόχους της. Αντί να μειώσει το δημόσιο χρέος, το αύξησε από δύο σε τρία τρισεκατομμύρια ευρώ τα επτά τελευταία χρόνια. Η ανάλυση ότι το κέρδος φέρνει την επένδυση έχει αποδειχθεί λανθασμένη όχι μόνο στη Γαλλία αλλά παντού στις ανεπτυγμένες οικονομίες. Ακόμη και όταν το κέρδος ανακάμπτει, οι παραγωγικές επενδύσεις δεν ακολουθούν πιστά το κέρδος. Ακριβώς λόγω αυτής της απο-ευαισθητοποίησης της επένδυσης ως προς το κέρδος, οι φοροαπαλλαγές του κεφαλαίου και γενικότερα κάθε μέτρο που το ευνοεί, δεν οδηγούν σε αύξηση των δημόσιων εσόδων του κράτους. Η μόνη αύξηση στην οποία οδηγούν είναι η αύξηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και κατά συνέπεια του δημόσιου χρέους. 

Το κεφάλαιο, ωστόσο, δεν θέλει να θυσιάσει τίποτα από το κέρδος. Απαντά στη μισθολογική λιτότητα και την αδιάκοπη υπονόμευση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων με μεγαλύτερη λιτότητα, σε έναν φαύλο κύκλο που εξάντλησε τις «καθώς πρέπει» πολιτικές εφεδρείες του. Το μόνο πολιτικό χαρτί που του μένει είναι το φασιστικό δηλητήριο, το οποίο στη νέα «μεταναζιστική» εκδοχή του εμφανίζεται σε λιγότερο προκλητικό περιτύλιγμα. 

Άλλωστε, αυτό λένε οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου (μεγαλοβιομήχανοι, μεγαλομέτοχοι κ.λπ.) στις διάφορες τηλεοπτικές εκπομπές χωρίς να ντρέπονται. Αρκεί να τους ακούσει κανείς με τη δέουσα προσοχή: «Η Λε Πεν άλλαξε, δεν είναι πια και τόσο ακραία», αλλά το «οικονομικό πρόγραμμα του Λαϊκού Μετώπου είναι καταστροφικό». Το ίδιο και ο ίδιος ο Μακρόν, ως γνήσιο φερέφωνο του κεφαλαίου: «Το πρόγραμμα της άκρας δεξιάς είναι δημαγωγικό. Αυτό δε της άκρας αριστεράς, ιδιαίτερα το οικονομικό πρόγραμμά της, είναι κατά πολύ χειρότερο». (επαναλαμβάνω από μνήμης δηλώσεις που άκουσα σε τηλεοπτικές εκπομπές) 

Η «θεωρία των δύο άκρων», που καλλιεργείται συστηματικά εδώ και χρόνια από τη δεξιά, αξιοποιείται τώρα για να υπηρετήσει τον εκφασισμό της Γαλλίας. Για όσους ακόμη αμφιβάλλουν, ας το πούμε καθαρά: ο Μακρόν δεν θα ζητήσει από τους ψηφοφόρους του να καταψηφίσουν την άκρα δεξιά εκεί που στο δεύτερο γύρο των εκλογών η επιλογή θα περιορίζεται σε ακροδεξιό και αριστερό υποψήφιο. Κάποιοι δεξιοί πολιτικοί και εκπρόσωποι του κεφαλαίου, αφού χρησιμοποίησαν κατά κόρο τη «θεωρία των δύο άκρων» για να ξεπλύνουν την άκρα δεξιά τα τελευταία χρόνια, ανεβάζουν τώρα ταχύτητα: Σύμφωνα με αυτούς, μόνο η αριστερά είναι πλέον ακραία.

Η χυδαιότητα των καθεστωτικών ΜΜΕ

Το πρώτο πράγμα που προσέχει κανείς παρακολουθώντας τα κραταιά ΜΜΕ, είναι η απουσία οποιουδήποτε ουσιαστικού διαλόγου ανάμεσα στους εκπροσώπους του Λαϊκού Μετώπου και των δημοσιογράφων. Οι τελευταίοι εμμένουν στη μηχανική επανάληψη στερεοτύπων, ρουτινιάρικων σκεπτικών και προσβλητικών δηλώσεων για κάποια τουλάχιστον ηγετικά στελέχη του Λαϊκού Μετώπου. Ειδικά όσον αφορά την αντιμετώπιση των στελεχών της Ανυπόταχτης Γαλλίας, οι καθεστωτικοί δημοσιογράφοι υιοθετούν ύφος ιεροεξεταστή και μετατρέπουν την όλη συζήτηση σε δικαστήριο, στο οποίο οι κατηγορούμενες μάγισσες οφείλουν να ομολογήσουν τα υποτιθέμενα εγκλήματά τους. Εν ολίγοις, η υπηρεσία τους στο καθεστώς συνίσταται στη μετάδοση μιας στρεβλούς και παραπλανητικής εικόνας σχετικά με το τι πραγματικά πρεσβεύουν οι «αιρετικοί» συνομιλητές τους.

Η κατηγορία για αντισημιτισμό είναι η πιο κοινή κατηγορία για τον ηγέτη της Ανυπόταχτης Γαλλίας Ζαν-Λουκ Μελανσόν (Jean-Luk Mélanchon) και για άλλα στελέχη της Ανυπόταχτης Γαλλίας, καθώς και για τον ηγέτη του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος Φιλιπ Πουτού (Philippe Poutou). Όλους αυτούς που το πολιτικό παζάρι της ακροδεξιάς χαρακτήριζε υποτιμητικά, μέχρι χθες ακόμη, «Εβραιομπολσεβίκους» (τον όρο «ανακάλυψε» ο ίδιος ο Χίτλερ), τυγχάνουν σήμερα μεταχείρισης σαν «αντισημίτες ισλαμο-αριστεριστές». Γιατί άραγε; Γιατί «αντισημίτες»; Επειδή αρνήθηκαν να χαρακτηρίσουν τη Χαμάς τρομοκρατική οργάνωση, περιοριζόμενοι στη καταδίκη της μορφής που πήρε η επίθεση της 7ης Οκτωβρίου. 

Τίποτα δεν δικαιολογεί την επίθεση σε άμαχους ούτε την απαγωγή τους για να χρησιμοποιηθούν ως όμηροι. Ωστόσο, αυτή η επίθεση δεν έγινε σε πολιτικό κενό, όπως σωστά διαπίστωσε ο γ.γ. του ΟΗΕ. Υπάρχουν, επίσης, πολύ σοβαροί λόγοι για να αποφύγει κανείς τον χαρακτηρισμό της Χαμάς ως τρομοκρατικής οργάνωσης. Καταρχήν στο διεθνές δίκαιο δεν καθορίζεται τι είναι «τρομοκρατία». Έπειτα, σε τι πραγματικά στοχεύει αυτή η εμμονή να χαρακτηριστεί η Χαμάς τρομοκρατική; Μήπως στη έμμεση νομιμοποίηση του επίσημου ισραηλινού αφηγήματος: Ισοπεδώνουμε τη Γάζα και σκοτώνουμε ό,τι ζωντανό κινείται, παιδιά, γυναίκες, άμαχους, γιατρούς των νοσοκομείων, υπαλλήλους του ΟΗΕ, μέλη ξένων ΜΚΟ γιατί η Χαμάς κρύβεται σε όλους αυτούς και τους χρησιμοποιεί σαν ανθρώπινη ασπίδα; 

Το «αντισημιτικό έγκλημα», που οι δημοσιογράφοι προσάπτουν σε αυτούς τους αριστερούς, εύκολα αντιστρέφεται. Γιατί άραγε εστιάζουν εμμονικά στο προγενέστερο γεγονός της 7ης Οκτωβρίου και όχι στο πολλαπλάσιο έγκλημα ή μάλλον το μεγαλύτερο έγκλημα πολέμου, το έγκλημα της γενοκτονίας, που ακολούθησε; Αν πάλι πάσχουν από παρελθοντολαγνεία, γιατί εστιάζουν στο έγκλημα της 7ης Οκτωβρίου, και όχι στα αναρίθμητα προηγούμενα εγκλήματα του ισραηλινού αποικιακού καθεστώτος-απαρτχάιντ; Μήπως οι ισραηλινές ζωές αξίζουν περισσότερο από τις παλαιστινιακές; Πόσες παλαιστινιακές ζωές αξίζουν μία ισραηλινή; Πόσο πάνω από 40 (μια ισραηλινή ζωή προς 40 παλαιστινιακές είναι ο σημερινός απολογισμός της σύγκρουσης); Μήπως λοιπόν είναι οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι ρατσιστές; 

Σε αυτή την ανήθικη κατηγορία για αντισημιτισμό ενάντια σε αριστερά στελέχη συμμετέχουν και κάποιοι εκπρόσωποι εβραϊκών οργανώσεων των οποίων το κίνητρο είναι προφανές: Η στήριξη του καθεστώτος ενός εγκληματία πολέμου, που τυγχάνει να είναι και ο ίδιος νεοναζιστής. Υπενθυμίζω ότι με δημόσιες δηλώσεις του, ο Νετανιάχου απάλλαξε τον Χίτλερ από το έγκλημα των στρατοπέδων εξόντωσης, αποδίδοντάς το στον… Ραβίνο του Βερολίνου! 

Πάσχοντας από επιλεκτική αμνησία, τα ίδια ΜΜΕ ξέχασαν ότι ο ίδιος ο Μακρόν πριν λίγους μήνες χαρακτήρισε τον στρατάρχη Φιλίπ Πετέν (Philippe Pétain: Υπήρξε επικεφαλής του κατοχικού καθεστώτος στη Γαλλία και υπεύθυνος για την παράδοση εκατοντάδων χιλιάδων Εβραίων της Γαλλίας στους Γερμανούς για να τους οδηγήσουν απευθείας στα στρατόπεδα εξόντωσης), «μεγάλο στρατιώτη της Γαλλίας του 1ου Παγκοσμίου πολέμου», και επιχείρησε να διοργανώσει επίσημη τελετή προς τιμή του. Ξέχασαν ότι ο ιδρυτής του κόμματος της Λε Πεν και πατέρας της χαρακτήρισε τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Γερμανών «μια λεπτομέρεια της Ιστορίας», θέση που υποστήριζε, ευκαιρίας δοθείσης, ξανά και ξανά με τη ίδια αρχική σιγουριά σε όλη του τη ζωή. Ξέχασαν ότι για την ίδρυση του κόμματός του υπέγραψαν μεγάλα και γνωστά ονόματα δωσίλογων και συνεργατών του καθεστώτος Πετέν. Ξέχασαν επίσης ότι πολλά ενεργά στελέχη του κόμματος της Λε Πεν καταδικάστηκαν από δικαστήριο για αντισημιτική ρητορική και άλλες αντισημιτικές πράξεις. Ξέχασαν ότι ο υπουργός Εσωτερικών του Μακρόν, Gérald Darmanin, δεν κατηγορείται επώνυμα μόνο για το βιασμό δύο γυναικών: Γράφει σε βιβλίο του, στο οποίο εκφράζει το θαυμασμό του στον Ναπολέοντα, ότι ο τελευταίος ξεφορτώθηκε τους Εβραίους, που στη Γαλλία «αποτελούσαν πρόβλημα». Καταπίνουν την γκαμήλα, αλλά πνίγονται από ανύπαρκτους κώνωπες. 

Βέβαια, απέναντι στη κατηγορία του αντισημιτισμού, την Ανυπόταχτη Γαλλία υπερασπίζονται και πολλοί Γάλλοι Εβραίοι. Ο εβραϊκής καταγωγής κοινωνικός ανθρωπολόγος Emmanuel Todd π.χ. αναφέρει χαρακτηριστικά: «Σε περίπτωση έξαρσης του αντισημιτικού μένους, θα έβρισκα καταφύγιο σε κάποιο μέλος της Ανυπόταχτης Γαλλίας πάρα σε κάποιο μέλος οποιουδήποτε άλλου κόμματος». Αυτοί οι Εβραίοι, όμως, ελάχιστα ενδιαφέρουν τα καθεστωτικά ΜΜΕ. 

Η δεύτερη πιο κοινή κατηγορία εδώ και μερικές μέρες τιτλοφορείται «εκκαθαρίσεις» («purges»). Κάποιοι μάλιστα προσθέτουν και το επίθετο «σταλινικές» εκκαθαρίσεις, άλλοι πάλι, οι πιο «μυημένοι», προτιμούν το επίθετο «τροτσκιστικές» εκκαθαρίσεις. Ο περί «εκκαθαρίσεων» λόγος διαστρεβλώνει συνειδητά τη διαδικασία επιλογής υποψηφίων της Ανυπόταχτης Γαλλίας. Η συμφωνία των κομμάτων του Λαϊκού Μετώπου προβλέπει ότι κάθε κόμμα ορίζει ελεύθερα τους υποψήφιους του στις περιφέρειες που του αναλογούν. Σε αυτό το πλαίσιο, η Ανυπόταχτη Γαλλία αποφάσισε σε 5 μόνο περιπτώσεις να ορίσει άλλους υποψήφιους από τους εκλεγέντες στις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές. Απέφυγε τους βουλευτές που απέκλιναν από τη γραμμή της για να συμπορευτούν με τη γραμμή κάποιου άλλου κόμματος της ενωμένης αριστεράς, εκφράζοντας στους διαδρόμους και ρητά την επιθυμία «μετεγκατάστασής» τους. Η Ανυπόταχτη Γαλλία επέλεξε να τους αντικαταστήσει με σημαντικές προσωπικότητες του συνδικαλιστικού και του κοινωνικού κινήματος. Αν ένα κόμμα δεν μπορεί, μέσα από τις δημοκρατικές και καταστατικά προβλεπόμενες διαδικασίες του, να ορίσει τους υποψήφιους του, ποιος θα το κάνει στη θέση του;

Ας μην επεκταθούμε περισσότερο στην εργολαβική συκοφαντία των καθεστωτικών ΜΜΕ και πολιτικών προσωπικοτήτων της δεξιάς, που αποτελούν κρίσιμο εργαλείο σε μια διαδικασία κανονικοποίησης της άκρας δεξιάς. Η γαλλική εμπειρία των τελευταίων δύο χρόνων θα μπορούσε να αποτελέσει ερευνητικό αντικείμενο διδακτορικής διατριβής. Άλλωστε, χωρίς ψέμα, διαστρέβλωση, διασυρμό, κατασκευή αποδιοπομπαίων τράγων και κυνήγι μαγισσών, δεν είναι δυνατός ο εκφασισμός μιας κοινωνίας. 

Οι αδυναμίες στο Αριστερό Ημισφαίριο

Γιατί άραγε διαλύθηκε η ενωμένη αριστερά; Γιατί κατέβασε ξεχωριστά κομματικά ψηφοδέλτια στις ευρωεκλογές; Λόγω της άρνησης της Ανυπόταχτης Γαλλίας να σεβαστεί τον «καθωσπρεπισμό» που επιχειρούν να της επιβάλουν τα καθεστωτικά ΜΜΕ. Η περίπτωση της νεανικής εξέγερσης, του γαλλικού «Δεκέμβρη του 2008», που ακολούθησε την εν ψυχρώ δολοφονία του ανήλικου μεταναστευτικής καταγωγής Nahel Merzouk από αστυνομικό στις 27/06/2023, είναι χαρακτηριστική: Ο Μελανσόν σε διάγγελμά του αρνήθηκε να καταδικάσει την εξέγερση του νεανικού πρεκαριάτου παρά κάποιες εξάρσεις βίας που παρατηρήθηκαν. Περιορίστηκε να καλέσει τους νέους να μην στρέφουν τα πυρά τους ενάντια στον ίδιο τον εαυτό τους καίγοντας τα σχολεία τους ή τα κτήρια των δημοτικών αρχών τους. Τα καθεστωτικά ΜΜΕ «συμπέραναν» ότι ο Μελανσόν εγκωμιάζει τη βία καλώντας τους νέους να κάψουν τις τράπεζες και τα αστυνομικά τμήματα. Το όλο επιχείρημα βασίστηκε όχι σε κάτι που είπε ο Μελανσόν, αλλά σε κάτι που δεν είπε. Δεν είπε «μην καίτε τις τράπεζες». 

Μαζί με τα κροκοδείλια δάκρυα για τους «έντιμους τραπεζίτες» και τους «ανθρωπιστές αστυνομικούς», η επιχείρηση δαιμονοποίησης του Μελανσόν συστηματοποιήθηκε, διευρύνθηκε και κλιμακώθηκε. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες κάποια στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος (ιδιαίτερα ο επικεφαλής του), του Σοσιαλιστικού Κόμματος, του κόμματος των Οικολόγων, ακόμη και κάποια στελέχη από τις γραμμές του ίδιου του Μελανσόν, θεώρησαν τον ριζοσπαστισμό του εμπόδιο στην προσπάθειά τους να διευρύνουν το εκλογικό τους εκτόπισμα για να διεκδικήσουν με αξιώσεις τις προεδρικές εκλογές του 2027. 

Η ανάλυση πίσω από αυτή τη στάση είναι ότι η διεύρυνση του εκλογικού εκτοπίσματος εξαρτάται από την προσπάθεια προσέλκυσης μιας πιο μετριοπαθούς μερίδας του εκλογικού σώματος. Όπως δείχνει και η ελληνική εμπειρία, αυτή η ανάλυση είναι παντελώς λανθασμένη. Σε συνθήκες όξυνσης της ταξικής πάλης, μόνο ο ριζοσπαστικός λόγος και η κινηματική δράση μπορούν να εξασφαλίσουν εκλογική άνοδο, γιατί είναι δυνατό να ξυπνήσουν κάποιους από το τμήμα της υποτελούς τάξης που βυθίστηκαν σε λήθαργο και παθητικότητα. Όσο ο ΣΥΡΙΖΑ διατύπωνε ριζοσπαστικό λόγο και συντονιζόταν με το κοινωνικό κίνημα, μεγάλωνε. Μετά τη συνθηκολόγηση του 2015, και την όλο και πιο δεξιά στροφή του από τότε, συρρικνωνόταν μέχρι να τον καταλάβει, για να τελέσει και την κηδεία του, ένας τζιτζιφιόγκος τουρίστας από το Μαϊάμι. 

Γιατί άραγε τα ΜΜΕ και το πολιτικό κατεστημένο της δεξιάς επέλεξαν τον Μελανσόν για κατεξοχήν αποδιοπομπαίο τράγο; Διότι έχουν σοβαρούς λόγους να τον φοβούνται. Η συμβολή του Μελανσόν στην ανασυγκρότηση της γαλλικής αριστεράς ήταν και παραμένει καθοριστικής σημασίας. Διέψευσε τις δημοσκοπήσεις και κατάφερε να εξασφαλίσει 22% στις προηγούμενες προεδρικές εκλογές. Πλησίασε σε απόσταση αναπνοής τον Μακρόν και παραλίγο να περάσει στον δεύτερο γύρο. Αμέσως μετά τις προεδρικές, κατάφερε να ενώσει (σχεδόν) όλη την αριστερά κάτω από ένα κοινό ριζοσπαστικό μεταβατικό πρόγραμμα με σημαία την ανυπακοή στις νεοφιλελεύθερες επιταγές της Ευρώπης. Αυτή η ενωμένη αριστερά κατάφερε, έστω και οριακά, να βγει πρώτη δύναμη στις περασμένες εκλογές με ένα ποσοστό πέραν του 25%. Ο Μελανσόν μόχθησε να κρατήσει ενωμένη την αριστερά για τις ευρωεκλογές, παρά τις φυγόκεντρες τάσεις που κάθε άλλο παρά αναγνώριζαν τη συμβολή του. Κατάπιε κάθε δικαιολογημένη προσωπική πικρία και δούλεψε όσο κανένας άλλος για τη συγκρότηση του Νέου Λαϊκού Μετώπου. Χωρίς καμιά προγραμματική παραχώρηση συνέβαλε καθοριστικά στη γένεσή του. Αυτά είναι τα σκληρά δεδομένα. Οτιδήποτε άλλο, όταν δεν είναι ανούσιο κουτσομπολιό, προκύπτει από μια λανθασμένη ανάγνωση των πραγμάτων. 

Σε μια κοινωνία σε διαδικασία εκφασισμού, στην οποία το κεφάλαιο έκαψε τις πολιτικές δεξιές εφεδρείες του σε βαθμό που επιλέγει τώρα να καταφύγει στη νεοναζιστική δεξιά, η διαχωριστική γραμμή που χωρίζει το «επιτρεπτό» από το «ανεπίτρεπτο», το «έξαλλο» από το «σοβαρό», το «ακραίο» από το «μετριοπαθές» μετακινείται κάθε μέρα όλο και δεξιότερα. Σήμερα «ακραίες οργανώσεις» είναι η εξωκοινοβουλευτική αριστερά και η Ανυπότακτη Γαλλία, αύριο θα είναι το (Ευρω)Κομμουνιστικό Κόμμα και οι Οικολόγοι, μεθαύριο το Σοσιαλιστικό Κόμμα, ενώ οι δωσίλογοι και οι συνεργάτες θα είναι οι «μεγάλοι στρατιώτες» της Γαλλίας.

Ποια απάντηση

Ένας τρόπος υπάρχει να ανατραπεί αυτή η πορεία: ένα αξιόμαχο Λαϊκό Μέτωπο με δημιουργική εσωτερική συζήτηση, αλλά και με μια ενιαία ριζοσπαστική φωνή προς τα έξω, ένα μέτωπο όχι μόνο εκλογικό αλλά και κινηματικό. Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των εκλογών, η μάχη δεν τελειώνει στις 7 Ιουλίου. Αν κερδίσουν η Λε Πεν και ο Μπαρτέλα, θα επιχειρήσουν άμεσα να εξουδετερώσουν κάθε αντίβαρο στην εξουσία, αρχής γενομένης από τα συνδικάτα και το δικαίωμα της απεργίας. Αν κερδίσει το Λαϊκό Μέτωπο, θα έχει να αντιμετωπίσει μια κατά μέτωπο επίθεση του κεφαλαίου και της άκρας δεξιάς και θα υποχρεωθεί να προχωρήσει πολύ πέραν από τον ορίζοντα που ορίζει το μεταβατικό πρόγραμμά του. Βρισκόμαστε σε μια συγκυρία πρωτοφανούς για τα μεταπολεμικά δεδομένα έξαρσης της πολιτικής και κοινωνικής αντιπαράθεσης: από τη μια το κεφάλαιο και η νεοναζιστική συμμαχία και από την άλλη η εργασία με τα κινήματα βάσης, τα συνδικάτα και το Λαϊκό Μέτωπό της. Σε αυτή την αντιπαράθεση δεν υπάρχουν «ναι μεν αλλά…». Υπάρχουν μόνο δύο στρατόπεδα. Η αριστερά δεν παρουσιάζει μόνο ένα μεταβατικό πρόγραμμα. Το Νέο Λαϊκό Μέτωπο είναι και το ίδιο μια μεταβατική οργανωτική μορφή. Η επιτυχία του θα εξαρτηθεί και από την ικανότητά του να εξελίσσεται προγραμματικά και οργανωτικά προσαρμοζόμενο στις ανάγκες της ταξικής πάλης σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο.

*Το κείμενο του συντρόφου Σταύρου Τομπάζου δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα Commune, στις 27 Ιούνη 2024, από όπου και το αναπαράγουμε σήμερα, στην ιστοσελίδα της «Κόκκινης«.

Σχολιάστε