Ταμπού και δόγμα: ο αριστερός συντηρητισμός απέναντι στον ομόφυλο γάμο και την τεκνοθεσία

*Το παρακάτω κείμενο των συντρόφων Χρήστου Ανδρικόπουλου και Μάνου Σκούφογλου βρίσκεται δημοσιευμένο στο περιοδικό «Σπάρτακος» Νο 140 (Μάης – Σεπτέμβρης 2024) και αποτελεί την απάντηση της ΟΚΔΕ – Σπάρτακος στην ομοτρανσφοβική ρητορική τόσο του ΚΚΕ και του Ριζοσπάστη, όσο και της οργάνωσης ΟΚΔΕ – Εργατική Πάλη.

Το κείμενο το αναδημοσιεύουμε στην ιστοσελίδα της «Κόκκινης» με την άδεια των συντροφ(ισσ)ων της ΟΚΔΕ – Σπάρτακος.

Η θέσπιση του γάμου και της τεκνοθεσίας των ομόφυλων ζευγαριών πρέπει να αναγνωριστεί ανεπιφύλακτα ως κατάκτηση του κινήματος των ΛΟΑΤΚΙΑ+ ατόμων ειδικότερα, αλλά και του εργατικού κινήματος γενικότερα, με την έννοια του συνολικού κινήματος της απελευθέρωσης της εργατικής τάξης. Το ότι το δικαίωμα αυτό παραχωρήθηκε από μια δεξιά κυβέρνηση, στη γλώσσα της αστικής τάξης και στο πλαίσιο της δικής της ατζέντας, με περικοπές και μεροληψίες, είναι στην καλύτερη περίπτωση ταυτολογία, διότι από ποιον κερδίζει η εργατική τάξη παραχωρήσεις, όσο δεν βρίσκεται η ίδια στην εξουσία, αν όχι από αστικές κυβερνήσεις;

Η ΝΔ αποφάσισε να προχωρήσει σε αυτή την κίνηση εκσυγχρονισμού, στη συγκεκριμένη περίοδο, για διάφορους λόγους. Για την ίδια, ωστόσο, όπως και για τα περισσότερα αστικά κόμματα του κοινοβουλίου, δεν ήταν μια κίνηση χωρίς κόστος: στην ψηφοφορία παρουσιάστηκαν οι περισσότερες αποστοιχίσεις βουλευτών, τουλάχιστον από τα μνημόνια και μετά. Η επίσημη φιλελεύθερη ρητορική μιας κυβέρνησης φαινομενικά τόσο ισχυρής ήρθε σε χτυπητή αντίφαση με τις συντηρητικές αντιλήψεις στελεχών, μελών και ψηφοφόρων της δεξιάς, με τις ακροδεξιές της εφεδρείες και με θεσμούς κρίσιμους για την κυριαρχία της αστικής τάξης, όπως η εκκλησία. Το ρήγμα αυτό είναι ευκαιρία για την αριστερά, να πάρει την πρωτοβουλία των κινήσεων και να ζητήσει περισσότερες και πιο ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις. Εάν η κυβέρνηση υποκύψει, τόσο το καλύτερο για το κίνημα γιατί θα έχει κατακτήσει επιπλέον ελευθερίες. Εάν τις αρνηθεί -και σε ένα ορισμένο σημείο, οπωσδήποτε θα το κάνει- τόσο το χειρότερο για την ίδια, καθώς θα δείξει πόσο υποκριτικός και κίβδηλος είναι ο φιλελευθερισμός της, πόσο ανίκανη και απρόθυμη είναι η αστική τάξη τελικά να εξασφαλίσει ακόμα κι αυτά που αποκαλούμε αστικές ελευθερίες.

Με όλες τις διαφοροποιήσεις και τις ιδιαίτερες εμφάσεις, η πλειοψηφία των οργανώσεων της αριστεράς, ιδίως της αντικαπιταλιστικής, τήρησε όντως σωστή στάση αρχών. Το γεγονός αυτό, που δεν θα ήταν καθόλου δεδομένο μόλις λίγα χρόνια πριν, απηχεί σημαντική πολιτική ωρίμανση και απομάκρυνση από αγκυλώσεις σε θέματα φύλου. Τη σημαία του γραφειοκρατικού αναχρονισμού, όμως, ανέλαβε και πάλι να σηκώσει το ΚΚΕ, με την αναμενόμενη κάθετη εναντίωσή του στο δικαίωμα των ομόφυλων ζευγαριών στο γάμο και την τεκνοθεσία. Τη στάση αυτή ακολούθησαν και (ευτυχώς λίγες) δυνάμεις προερχόμενες από τον χώρο της επαναστατικής αριστεράς, με αναμφίβολα χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την ΟΚΔΕ-Εργατική Πάλη. Εάν χρειάζεται να αντιπαρατεθούμε συγκεκριμένα με τα κείμενα και τις απόψεις που διατύπωσαν οι δύο αυτές οργανώσεις, με δεδομένη την εντελώς διαφορετική τους εμβέλεια, είναι γιατί η λογική τους απηχεί σοβαρότατα συντηρητικά ταμπού σχετικά με τα ζητήματα σεξουαλικότητας και φύλου, τα οποία επηρεάζουν και διαβρώνουν τη συνείδηση μερίδων της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Εξάλλου, πρέπει να παραδεχτούμε ότι μας προκαλεί αμηχανία, ως ΟΚΔΕ-Σπάρτακος, η συνωνυμία με μια οργάνωση με εντελώς αντιδιαμετρικές απόψεις σε αυτά τα θέματα. Τα παραθέματα που θα σχολιάσουμε προέρχονται κυρίως από την απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ στις 26/1/2024 με τίτλο «Οι θέσεις του ΚΚΕ για τον πολιτικό γάμο των ομόφυλων ζευγαριών και τις επιπτώσεις του στα δικαιώματα των παιδιών», και από την επίσημη τοποθέτηση της ΟΚΔΕ-Εργατική Πάλη με τίτλο «Όχι: στον ομόφυλο γάμο – στην εμπορευματοποίηση παιδιού-γυναίκας-τεκνοποίησης», η οποία δημοσιεύτηκε στην Εργατική Πάλη του Φεβρουαρίου.

Η εμπορευματοποίηση και τα κοινωνικά δικαιώματα του παιδιού

Με πανομοιότυπο τρόπο, οι τοποθετήσεις του ΚΚΕ και της ΟΚΔΕ-Εργατική Πάλη επικαλούνται δύο βασικά επιχειρήματα ενάντια στον γάμο και την τεκνοθεσία των ομόφυλων ζευγαριών: την εμπορευματοποίηση του γυναικείου σώματος και της αναπαραγωγής, και το δικαίωμα του παιδιού στην «πατρότητα και τη μητρότητα».

Ο κίνδυνος της εμπορευματοποίησης αναφέρεται πρώτα και κύρια στην επέκταση της πρακτικής της παρένθετης κύησης σε ομόφυλα ζευγάρια, με την οποία ζευγάρια ανδρών θα είναι σε θέση να μισθώνουν γυναίκες για να κυοφορήσουν παιδιά για λογαριασμό τους. Βεβαίως, ο νόμος που ψηφίστηκε δεν επιτρέπει την παρένθετη κύηση για τα ομόφυλα ζευγάρια, αλλά για τους εμπνευστές του επιχειρήματος κατά βάθος ανοίγει τον δρόμο γι’ αυτό. Με τη ρητορική του, το ΚΚΕ άφηνε να εννοηθεί στη λαϊκή συνείδηση ότι «οι γκέι» είναι εγωκεντρικοί, γι’ αυτό και θα χρησιμοποιούν τις γυναίκες ως μήτρες αναπαραγωγής για να αποκτήσουν παιδιά (η ΟΚΔΕ-Εργατική Πάλη, από την άλλη, δεν δίστασε να τα γράψει αυτά επί λέξει). Με τον ίδιο τρόπο, λίγες μέρες μετά, στο ζήτημα της «σεξεργασίας», το ΚΚΕ αντί να κάνει τεκμηριωμένη κριτική γιατί αυτή δεν αποτελεί μια εργασία σαν όλες τις άλλες, κατέφυγε στον ηθικό πουριτανισμό και στο κοινοβουλευτικό παιχνίδι εντυπώσεων, με εκφράσεις καφενείου, που έδωσαν τη δυνατότητα στον ταξικό αντίπαλο να αλλάξει εργαλειακά την ατζέντα στον δημόσιο διάλογο γύρω από την ιδιωτικοποίηση των πανεπιστημίων.

Τα ηθικά και πολιτικά ερωτήματα που θέτει η πρακτική της παρένθετης κύησης και της άγριας εκμετάλλευσης του γυναικείου σώματος που αυτή μπορεί να επιφέρει είναι υπαρκτά, όμως εδώ είναι σαφές ότι χρησιμοποιούνται ως αντιπερισπασμός και άλλοθι για να δικαιολογήσουν μια διάκριση μεταξύ ομόφυλων και ετερόφυλων ζευγαριών. Διότι αν κάτι ανοίγει τον δρόμο στην παρένθετη κύηση για ομόφυλα ζευγάρια, είναι ότι η πρακτική αυτή ήδη επιτρέπεται εδώ και 20 χρόνια για τα ετερόφυλα ζευγάρια, κάτι στο οποίο το ΚΚΕ δεν εναντιώθηκε, ούτε εναντιώνεται: «Θεωρούμε ότι η «παρένθετη μητρότητα», μόνο ως εξαίρεση μπορεί να ακολουθείται, με ένα σύνολο πολύ αυστηρών προϋποθέσεων και προδιαγραφών (ιατρικοί λόγοι, οικογενειακοί δεσμοί με τη γυναίκα που κυοφορεί το τέκνο, δικαστική άδεια, προστασία της υγείας της παρένθετης γυναίκας και του παιδιού, επιστημονική, κοινωνική έρευνα για την πορεία της συναισθηματικής, κοινωνικής ανάπτυξης του παιδιού, αλλά και της παρένθετης γυναίκας)».

Εάν το ΚΚΕ είναι τόσο αφοσιωμένο στην επιστήμη, όσο θα δούμε ότι διατείνεται, θα έπρεπε να γνωρίζει αφενός ότι, στην περίπτωση των ομόφυλων ζευγαριών ανδρών, συντρέχουν σαφέστατα ιατρικοί λόγοι για την «παρένθετη μητρότητα», και συγκεκριμένα ότι οι άντρες δεν έχουν μήτρα, αφετέρου ότι στη σύγχρονη εποχή δεν θεωρείται απαραίτητα καλή πρακτική να κυοφορούν τα τέκνα μας γυναίκες με τις οποίες έχουμε οικογενειακούς δεσμούς, διότι συνήθως δεν κάνουμε παιδιά με τους συγγενείς μας. Μιλώντας σοβαρά, όμως, για ποιο λόγο θεωρείται ότι αυτές «οι αυστηρές προϋποθέσεις και προδιαγραφές» είναι εφαρμόσιμες στα ετερόφυλα ζευγάρια, αλλά όχι στα ομόφυλα; Η ίδια η απόφαση της ΚΕ, εξάλλου, γράφει παρακάτω ότι «όσο κυριαρχεί η εμπορευματοποίηση στην Υγεία και την ΙΥΑ αυτές οι προϋποθέσεις, δυστυχώς, δεν μπορούν να διασφαλιστούν». Τότε γιατί το ΚΚΕ δεν είναι γενικά κατά της παρένθετης κύησης, αλλά ειδικά κατά της παρένθετης κύησης για ομόφυλα ζευγάρια; Αυτό που κρύβει το επιχείρημα της παρένθετης κύησης είναι η αποστροφή του κόμματος στην ιδέα να μεγαλώνουν παιδιά με ομοφυλόφιλους γονείς. Γι’ αυτό, εξάλλου, η απόφαση της ΚΕ τοποθετείται παρακάτω και εναντίον της «εξωσωματικής γονιμοποίησης μέσω τράπεζας σπέρματος για ομόφυλα ζευγάρια γυναικών», περίπτωση κατά την οποία δεν τίθεται κανένα θέμα παρένθετης κύησης και εκμετάλλευσης του γυναικείου σώματος. Φανταζόμαστε ότι το ΚΚΕ δεν αντιτίθεται στο δικαίωμα μιας γυναίκας να μείνει έγκυος με όποιον τρόπο θέλει -αρκεί να μην είναι λεσβία.

Το επιχείρημα της εμπορευματοποίησης, άλλωστε, δεν εξαντλείται στο θέμα της εκμετάλλευσης του γυναικείου σώματος μέσω της παρένθετης κύησης, αλλά επεκτείνεται και στην τεκνοθεσία, η οποία όντως πλέον επιτρέπεται. Εδώ επιστρατεύονται οι γνώσεις του κόμματος στην κλασική οικονομική θεωρία, συγκεκριμένα στη σχέση μεταξύ προσφοράς και ζήτησης. Αφού η ζήτηση για παιδιά είναι ήδη μεγαλύτερη από την προσφορά, μια περαιτέρω αύξηση της ζήτησης θα οδηγήσει στην «εμπορία παιδιών». Τα ομόφυλα ζευγάρια γίνονται ξαφνικά συλλήβδην συνένοχοι κυκλωμάτων σωματεμπορίας.

«Με δεδομένο ότι οι αιτήσεις για υιοθεσία από ζευγάρια ή μεμονωμένα άτομα είναι πολλαπλάσιες των παιδιών που είναι προς υιοθεσία σε δομές παιδικής προστασίας, ανοίγει ο δρόμος ουσιαστικά για εμπορία παιδιών προσφύγων, αλλά και από χώρες που λιμοκτονούν, που δεν υπάρχουν ή δεν εφαρμόζονται μέτρα αντισύλληψης και γενικότερα η ανθρώπινη ζωή, ειδικότερα η βρεφική, παιδική, είναι ευτελισμένη».

Πρώτα απ’ όλα, εάν οι αιτήσεις για τεκνοθεσία είναι ήδη «πολλαπλάσιες» των διαθέσιμων παιδιών, ανακύπτει το ερώτημα γιατί το ΚΚΕ δεν προτρέπει και τα ετερόφυλα ζευγάρια να σταματήσουν τις αιτήσεις, για να αποτρέψουν το εμπόριο παιδιών. Το δεύτερο μισό της παραπάνω πρότασης, ωστόσο, δείχνει ακριβώς την τρύπα της συλλογιστικής της ΚΕ. Εάν η ζήτηση παιδιών είναι μεταβλητό μέγεθος, το ίδιο ισχύει και για την προσφορά. Εφόσον υπάρχουν τόσα παιδιά προσφύγων που ζουν σε συνθήκες ευτελισμένης ζωής, γιατί το δημόσιο σύστημα τεκνοθεσίας θα έπρεπε να τα αποκλείει;

Εάν το επιχείρημα περί εμπορευματοποίησης είναι υποκριτικό, το δεύτερο επιχείρημα είναι απροκάλυπτα υπερσυντηρητικό. Η ΚΕ του ΚΚΕ υπερασπίζεται «το κοινωνικό δικαίωμα του παιδιού στη σχέση μητρότητας – πατρότητας», επενδύοντας τις αφηρημένες έννοιες της μητρότητας και της πατρότητας με ένα υπεριστορικό μεταφυσικό φωτοστέφανο, την ίδια στιγμή που τις αντιλαμβάνεται με τη στενότερη ιστορική έννοια, στο πλαίσιο του υπάρχοντος προτύπου της περίκλειστης στην κοινωνία πυρηνικής οικογένειας.

Εάν από την πλευρά του παιδιού η πατρότητα και η μητρότητα είναι «κοινωνικό» δικαίωμα, από την πλευρά των γονιών είναι για το ΚΚΕ ατομική υποχρέωση: «όσο ο άνθρωπος εξελίσσεται κοινωνικά, τόσο πιο συνειδητά πρέπει να αντιμετωπίζει και την ατομική ευθύνη στην τεκνοποίηση, να συνειδητοποιεί την ευθύνη του για τη νέα ζωή, που αντικειμενικά είναι εξαρτημένη από τους γονείς και ιδιαίτερα από τη μητέρα για σημαντικό χρονικό διάστημα». Κανονικά, οι τοποθετήσεις του κόμματος για ό,τι έχει σχέση με το φύλο και τον σεξουαλικό προσανατολισμό περιστρέφονται γύρω από το επαναλαμβανόμενο μοτίβο της κρατικής παροχής και μέριμνας. Η άρνηση του κράτους να στηρίξει οικονομικά και κοινωνικά τις γυναίκες και τους ομοφυλόφιλους των λαϊκών στρωμάτων ήταν κεντρική στη, συχνά εκτός θέματος, ρητορική του εναντίον του συμφώνου συμβίωσης, του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών, ακόμα και της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας, την οποία το ΚΚΕ καταψήφισε με τέτοιου είδους επιχειρήματα και όχι γιατί αφαιρούσε μια θετική διάκριση υπέρ των γυναικών, υπό την πίεση του λόμπι των «ενεργών μπαμπάδων». Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, το θέμα δεν ήταν απλώς μια νομική ρύθμιση των ατομικών σχέσεων, το θέμα ήταν κοινωνικό· η μητρότητα και η πατρότητα, ωστόσο, είναι «ατομική ευθύνη» των μαμάδων και των μπαμπάδων, όπως τους γνωρίζουμε πατροπαράδοτα.

Οι οντολογικές και υπερβατικές αναφορές «στο υπέρτερο συμφέρον των παιδιών, την προστασία της ψυχοκοινωνικής τους ανάπτυξης, ειδικά της μητρότητας και της παιδικής ηλικίας» είναι, δυστυχώς, ακόμα χειρότερες στο κείμενο της ΟΚΔΕ-Εργατική Πάλη. Υιοθετώντας αυτούσια κάθε στερεότυπο που κανονικά θα περίμενε να βρει κανείς σε μουχλιασμένα σχολικά εγχειρίδια ή αγοραίες τηλεοπτικές εκπομπές ψυχολογίας, η οργάνωση δηλώνει πως «κανένα παιδί δεν πρέπει να στερείται το δικαίωμα στο μητρικό και πατρικό πρότυπο». Χωρίς να αισθάνεται στο ελάχιστο την ανάγκη κάποιας τεκμηρίωσης, μας πληροφορεί ότι «στην υιοθεσία πρέπει να επιδιώκεται η όσο το δυνατόν πληρέστερη υποκατάσταση των βιολογικών γονέων. Μόνο το ετερόφυλο ζευγάρι είναι φορέας της απαραίτητης ισορροπίας σε ένα παιδί, το οποίο καλείται να ζήσει έξω από τη βιολογική του οικογένεια, εξασφαλίζοντας την ύπαρξη και συμπληρωματικότητα μητέρας και πατέρα, που είναι απαραίτητη για την ισορροπημένη ανάπτυξη του παιδιού».

Σε ένα παλιότερο άρθρο της σύνταξης της Εργατικής Πάλης (Ιούλιος-Αύγουστος 2022), με τίτλο «Γάμος ομόφυλων ζευγαριών – Όχι στον εκφυλισμένο αστικό ατομικό δικαιωματισμό. Σεβασμός στο δικαίωμα των παιδιών στη φυσιολογική ανατροφή και ζωή», βρίσκουμε κι άλλες ενδιαφέρουσες ιδέες για τα τραύματα που μπορεί να προκαλέσουν στα παιδιά τα ομόφυλα ζευγάρια: «οι ομόφυλες σχέσεις συνήθως είναι ασταθείς, περισσότερο από τα ετερόφυλα ζευγάρια, κι αυτό θέτει σε κίνδυνο το δικαίωμα του παιδιού σε ένα σταθερό οικογενειακό περιβάλλον για την ισορροπημένη ανάπτυξή του». Η απόσταση που έχει διανυθεί από την επαναστατική αμφισβήτηση των επικρατούντων οικογενειακών και σεξουαλικών σχέσεων στις ταξικές κοινωνίες μέχρι την άνευ όρων υπεράσπιση της σταθερότητας της αποπνικτικής πυρηνικής οικογένειας και των καταναγκαστικών σχέσεων που αυτή παράγει είναι ιλιγγιώδης. Στην υποσημείωση, μάλιστα, οι συντάκτες του άρθρου χάνουν τελείως τον έλεγχο, καταφεύγοντας στον πιο σκοτεινό ηθικό και υγειονομικό πουριτανισμό: «Ούτε θα κάνουμε τους Πόντιους Πιλάτους για τη διάδοση του AIDS στη ΛΟΑΤΚΙΑ+ κοινότητα, ως αποτέλεσμα της εναλλαγής ερωτικών συντρόφων και των ανεξέλεγκτων ερωτικών επαφών». Το μυαλό μας δεν φτάνει ως το σημείο να φανταστεί πως οι συντάκτες υπονοούν ότι τα ομόφυλα ζευγάρια μπορούν καθ’ οιονδήποτε τρόπο να μολύνουν τα υιοθετημένα τους παιδιά, υποθέτουμε επομένως πως η άσχετη αυτή αναφορά θέλει να πει ότι η τεκνοθεσία από ομοφυλόφιλα άτομα είναι κακή διότι γενικώς τα άτομα αυτά κάνουν κακά πράγματα, όπως το να πηγαίνουν με πολλούς και να κολλάνε AIDS.

Σε άλλα σημεία, φυσικά, οι συντάκτες της Εργατικής Πάλης φροντίζουν, όπως και το ΚΚΕ, να διευκρινίσουν ότι οι ίδιοι είναι εναντίον των διακρίσεων εναντίον οποιουδήποτε για τη «σεξουαλική του προτίμηση». Όμως, η κοινωνία είναι αυτή που είναι, και «δε δικαιούμαστε να επιβαρύνουμε επιπλέον το παιδί με τις δυσκολίες κοινωνικής ένταξης μιας ομόφυλης οικογένειας, τον «στιγματισμό» για την σεξουαλική προτίμηση και σχέση των γονιών του». Εδώ ο συντηρητισμός της κοινωνίας γίνεται το τέλειο άλλοθι για τον συντηρητισμό των ίδιων των συντακτών. Με την ίδια λογική, θα μπορούσε κανείς να πει, ας πούμε, ότι, με δεδομένο τον ρατσισμό που επικρατεί, δεν θα έπρεπε να πηγαίνουν μαύρα παιδιά στο σχολείο, γιατί δεν μπορούμε να τα επιβαρύνουμε με τον «στιγματισμό» για την αλλόφυλη καταγωγή των γονιών τους. Μια οργάνωση, όμως, δεν λέγεται επαναστατική για να ερμηνεύει ποιες είναι οι επικρατούσες συνθήκες και να προσαρμόζεται σε αυτές για να μην πληγώσει τα παιδιά της, αλλά για να μετασχηματίσει και να ανατρέψει αυτές ακριβώς τις συνθήκες.

Η υποτιθέμενη διάσπαση της εργατικής τάξης

Το πιο γνώριμο κλισέ εντός αριστεράς αποτελεί η θέση ότι τα «ατομικά δικαιώματα» και τα κοινωνικά κινήματα διασπούν την εργατική τάξη. Στην χειρότερη περίπτωση υπάρχει η συνωμοσιολογία ότι προωθούνται από την αστική τάξη και τον ιμπεριαλισμό για να ευνοήσουν τη διάσπαση των από κάτω. Στην τοποθέτηση του Φλεβάρη, η ΟΚΔΕ-Εργατική Πάλη το έχει δει όλο το έργο: «στόχος τους είναι να αποδομήσουν την κοινωνική ταξική συνείδηση, να αποπροσανατολίσουν από τα κοινά συμφέροντα και την από κοινού ταξική πάλη -ανθρωπολογικός και ψυχολογικός τύπος: επιδιώκουν συνειδητά τη διαμόρφωση ασταθών χαρακτήρων, αποσυνδεδεμένων από κάθε αντικειμενικό κοινωνικό προσδιορισμό».

Όποιες και αν είναι οι προθέσεις της αστικής τάξης να ενισχύσει τα νεοφιλελεύθερα αφηγήματα της ισότητας ευκαιριών, του διευθυντικού προνομίου, του ατομικού δρόμου, να κάνει pinkwashing, να ρυθμίσει την κρίση της οικογένειας και να διευρύνει την πολιτική της αγοράς, αυτό που αποσιωπούν οι υπερασπιστές της παραπάνω θέσης είναι ότι τα δικαιώματα αυτά είναι πραγματικό αντικείμενο διεκδίκησης μιας μερίδας των καταπιεσμένων.

Από την πλευρά του ΚΚΕ, άλλωστε, το επιχείρημα της ενότητας της εργατικής τάξης είναι κάπως αστείο, με δεδομένη τη διασπαστική τακτική του ίδιου στο κίνημα, με τις δικές του ξεχωριστές κομματικές πορείες και κινητοποιήσεις και τη σταθερή άρνηση κάθε εργατικής δημοκρατίας και της αυτοοργάνωσης.

Τα κοινωνικά κινήματα δεν υπάρχουν γενικά για να διαγκωνίζονται με το εργατικό κίνημα, ούτε κατακερματίζουν τις καταπιέσεις. Υπήρξε, πράγματι, για παράδειγμα, ανταγωνισμός γύρω από τις πολιτικές ταυτοτήτων εντός των κοινωνικών αγώνων, που ήταν συνέπεια της αποτυχίας των ενωτικών διεργασιών των κινημάτων απελευθέρωσης και της Νέας Αριστεράς τη δεκαετία του ‘70 στις ΗΠΑ, λόγω αρτηριοσκλήρυνσης από μεριάς αριστεράς, αλλά και καχυποψίας από μεριάς των νέων κινημάτων. Αυτή η διχοτόμηση, όμως, δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι για να απαξιώνεται η κίνηση μιας οποιασδήποτε ομάδας των καταπιεσμένων να δημιουργεί το δικό της κίνημα για να εναντιωθεί στην καταπίεση που δέχεται. Αυτό μπορεί να είναι για πολλούς ανθρώπους ένα πρώτο βήμα κινητοποίησης ενάντια στην καπιταλιστική κανονικότητα γενικά, μέσα από την ανάγκη πολιτικοποίησης του λόγου, της εμπειρίας και του βιώματος της καταπίεσής τους. Διότι η καταπίεση, όσο κι αν βιώνεται υποκειμενικά, δεν είναι υποκειμενικό θέμα, αλλά αποτέλεσμα της υλικής και κοινωνικής περιθωριοποίησης.

Τα ζητήματα φύλου και σεξουαλικότητας δεν αποτελούν ζητήματα μικροαστικής και υποδεέστερης φύσεως. Αναφέρονται στην εκδήλωση ταυτότητας αλλά και στον κοινωνικό σεβασμό υπαρκτών τμημάτων της εργατικής τάξης, που βρίσκονται στο περιθώριο και σε φόβο έκθεσης της ξεχωριστής σεξουαλικότητας και της ταυτότητας του φύλου τους, πάνω στη βάση της ανησυχίας τους για λοιδορία και απαξίωσή τους στον δημόσιο χώρο και λόγο.

Τα ιδιαίτερα αιτήματα που προκύπτουν από τις ιδιαίτερες καταπιέσεις δεν αντιστρατεύονται καθόλου τις γενικές ανάγκες που έχουν οι καταπιεσμένες ομάδες ως τμήμα της εργατικής τάξης. Τα ΛΟΑΤΚΙΑ+ άτομα χρειάζονται ισότιμη πρόσβαση σε εργασία, παιδεία, υγεία, συνδικαλισμό, δημόσια αγαθά, κατακτήσεις για όλη την εργατική τάξη που απειλούνται από τις πολιτικές της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Έτσι, η ίδια η πραγματικότητα θέτει τις διεκδικήσεις τους στη βάση μιας δημοκρατικής και ενωτικής διεύρυνσης της κοινωνικής απελευθέρωσης, και όχι φιλελεύθερων αντιλήψεων ατομικών επιλογών. Εξάλλου, όσο και εάν σήμερα τα ζητήματα φύλου τίθενται πιο ανοιχτά και δημόσια, διαμεσολαβούνται σε σημαντικό βαθμό από το γενικό πλαίσιο της εμπορευματικής λογικής του κέρδους και έτσι στεγανοποιούνται στερεοτυπικά και ομοκανονικά οι μορφές «εναλλακτικής» σεξουαλικής και έμφυλης εμπειρίας, όπως γινόταν διαχρονικά στην κυρίαρχη ετεροκανονική περίπτωση.

Η εργατική τάξη αποτελεί την κινητήρια δύναμη που μπορεί να ανατρέψει τον καπιταλισμό συγκροτώντας το ιστορικό κοινωνικό μπλοκ δυνάμεων των καταπιεσμένων. Για να επιτευχθεί όμως η ενότητα των καταπιεσμένων, στην οποία ωθεί η ίδια η πραγματικότητα, θα πρέπει το εργατικό κίνημα να είναι έτοιμο και πρόθυμο να υιοθετήσει και το ίδιο τις ιδιαίτερες διεκδικήσεις της ΛΟΑΤΚΙΑ+ κοινότητας, και κάθε καταπιεσμένης ομάδας -όπως αγωνιζόμαστε και για να υιοθετήσει κάθε καταπιεσμένη ομάδα ταξική οπτική. Εντός της εργατικής τάξης υπάρχουν διαφορετικά στρώματα και επίπεδα συνείδησης, λόγω του άνισου καταμερισμού εργασίας και εξειδίκευσης (που είναι και έμφυλος και φυλετικός). Στη βάση αυτή, εντός της δεν διαμορφώνονται μόνο προοδευτικές και πρωτοπόρες ιδέες, αλλά βρίσκουν έδαφος και συντηρητικές, οι οποίες παράγονται από τις διαιρέσεις της κυρίαρχης ιδεολογίας. Η ενοποίηση είναι πολιτικό ζήτημα, ζήτημα προγράμματος.

Παρότι η εργατική τάξη είναι σήμερα πιο κατακερματισμένη, χωρίς τις συλλογικές εμπειρίες αγώνα του παρελθόντος, τα πιο πρωτοπόρα τμήματά της είναι πιο ανοιχτά σε ζητήματα αποδοχής διαφορετικής έκφρασης φύλου, σεξουαλικότητας, εθνότητας και φυλής. Έτσι μπορεί να συνομιλήσει και να συνδεθεί πιο εύκολα με τον ριζοσπαστικό λόγο και τις πρακτικές των κοινωνικών κινημάτων, σεβόμενη την αυτονομία τους, και ταυτόχρονα αναλαμβάνοντας τον ρόλο του συλλογικού τους εκπροσώπου. Ο ρόλος των εργατικών οργανώσεων και κομμάτων είναι να λειτουργούν ως καταλύτης σε αυτή τη διαδικασία, όχι να απαιτούν από τις καταπιεσμένες κοινωνικές ομάδες να συμμορφωθούν με τα δικά τους στερεότυπα και τις προτεραιότητές τους.

Η διεύρυνση δικαιωμάτων στη βάση του φύλου, της φυλής, της εθνότητας και της σεξουαλικότητας μπορεί να καταστήσει την εργατική τάξη πιο ενοποιημένη, διότι περιορίζουν τις διαφορές ταχύτητας εντός της και στους αγώνες της, αλλά και τις πρακτικές διακρίσεις και τους αποκλεισμούς ολόκληρων τμημάτων της. Από αυτή τη σκοπιά, η νομική διεύρυνση του γάμου και της τεκνοθεσίας προς τα ομόφυλα ζευγάρια δεν διαιρεί, αλλά ενοποιεί, διότι καθολικοποιεί ένα δικαίωμα που μέχρι σήμερα το είχε μόνο ένα τμήμα της εργατικής τάξης, έστω πλειοψηφικό. Μακράν του να είναι κάποια διχαστική «πολιτική ταυτοτήτων», το καθολικό δικαίωμα του γάμου εξομοιώνει νομικά τις διαφορετικές ταυτότητες.

Τα δικαιώματα ως διαταξικός αντιπερισπασμός

Στη φαρέτρα των αριστερών κλισέ, δίπλα στο επιχείρημα της διάσπασης της εργατικής τάξης από τις ιδιαίτερες διεκδικήσεις της ΛΟΑΤΚΙΑ+ κοινότητας, φιγουράρει το δίδυμο επιχείρημα του αποπροσανατολισμού του εργατικού κινήματος από αιτήματα τα οποία είναι διαταξικά. Με αυτή τη λογική, στο βαθμό που ισχύει εξίσου για την εργατική και για την αστική τάξη, το δικαίωμα του γάμου και της τεκνοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια αποσπά τους ομοφυλόφιλους της εργατικής τάξης από τα ιδιαίτερα ταξικά τους συμφέροντα. Για την ΚΕ του ΚΚΕ, το γεγονός αυτό είναι προσχεδιασμένο, και δεν έχει μόνο ιδεολογικοπολιτικά, αλλά και ανθρωπολογικά / ψυχολογικά αποτελέσματα: «επιδιώκεται ο αποπροσανατολισμός σε σχέση με τα ταξικά δικαιώματα, τη διεκδίκησή τους από το οργανωμένο κίνημα, η αποδόμηση των κοινωνικών χαρακτηριστικών της προσωπικότητας». Για ποιο λόγο γίνεται αυτό; Γιατί «Μ’ αυτόν τον τρόπο μπορούν να χειραγωγηθούν πιο εύκολα άνδρες και γυναίκες από το καπιταλιστικό σύστημα».

Αναρωτιέται κανείς σε ποια κοινωνία σφυρηλατήθηκαν τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας που υπερασπίζεται το ΚΚΕ, αν όχι στην καπιταλιστική. Αναρωτιέται επίσης αν ένα μαρξιστικό κόμμα μπορεί να πιστεύει στα σοβαρά ότι σήμερα, υπό την επήρεια των θεωριών φύλου, οι άνδρες και οι γυναίκες χειραγωγούνται πιο εύκολα απ’ ό,τι παλιότερα, υπό το καθεστώς της κοινωνικής και ιδεολογικής παντοδυναμίας του ετερόφυλου γάμου, της πυρηνικής οικογένειας και της ετεροκανονικότητας.

Κι όμως, κάτι τέτοιο θα πρέπει να συμβαίνει, γιατί, σύμφωνα με την απόφαση της ΚΕ, οι θεωρίες περί «κοινωνικής κατασκευής του φύλου» και περί «ευρέος φάσματος φύλου» είναι «απόψεις που προωθεί η αυτοαποκαλούμενη ηγεσία των ΛΟΑΤΚΙΑ+», οι οποίες «επιχειρούν να τσουβαλιάσουν ανθρώπους με διαφορετικά ταξικά συμφέροντα και πολιτικές τοποθετήσεις, με διαφορετικές εκφράσεις της σεξουαλικότητας κ.λπ.». Το ότι η ηγεσία των ΛΟΑΤΚΙΑ+ είναι «αυτοαποκαλούμενη» έχει προφανώς να κάνει με το ότι η ΛΟΑΤΚΙΑ+ κοινότητα δεν επέλεξε την ηγεσία της από τους κόλπους του ΚΚΕ, πράγμα που, για να πούμε την αλήθεια, με δεδομένες τις απόψεις και τη φυσιογνωμία των ανωτέρων στελεχών του κόμματος, δεν μας κάνει και ιδιαίτερη εντύπωση.

Το ΚΚΕ, φυσικά, δεν αισθάνεται ότι διαπράττει κάποιο διαταξικό έγκλημα όταν μιλάει, π.χ. για τον λαό ή τη νεολαία γενικώς. Όταν το ίδιο, ή οργανώσεις σαν την ΟΚΔΕ-Εργατική Πάλη, επισείουν τα δικαιώματα του παιδιού, το παιδί είναι μια βιολογική οντότητα, χωρίς ταξικούς προσδιορισμούς. Όταν όμως τα ΛΟΑΤΚΙΑ+ άτομα πρέπει να διεκδικήσουν κάποιο δημοκρατικό δικαίωμα, οφείλουν να απολογηθούν γιατί δεν προσδιορίζουν την τάξη τους.

Ασφαλώς η ΛΟΑΤΚΙΑ+ κοινότητα, όπως και κάθε καταπιεσμένη ομάδα, είναι μια εγκάρσια τομή της κοινωνίας, και περιλαμβάνει άτομα διαφορετικών κοινωνικών τάξεων. Ασφαλώς και, από τη δική μας σκοπιά, επιδιώκουμε τα δημοκρατικά δικαιώματα να εντάσσονται σε ένα πρόγραμμα που έχει τη σφραγίδα της εργατικής τάξης. Ακριβώς με αυτό το κριτήριο, λοιπόν, ποια τάξη ευνοεί βραχυπρόθεσμα κατά κύριο λόγο η θεσμοθέτηση του γάμου και της τεκνοθεσίας των ομόφυλων ζευγαριών; Δεν χρειάζεται και πολλή σκέψη για να απαντήσει κανείς. Τα υπερώριμα αυτά μέτρα αστικού εκσυγχρονισμού βοηθούν στη βελτίωση των συνθηκών ζωής των πιο φτωχών μελών της ΛΟΑΤΚΙΑ+ κοινότητας, που είναι και η πλειοψηφία της, και ανήκουν στη σύγχρονη εργατική τάξη, που είναι σήμερα πιο διευρυμένη, πολύχρωμη και πολυεθνική. Τα ομόφυλα ζευγάρια της αστικής τάξης είχαν και πριν τη δυνατότητα να παντρευτούν και να τεκνοθετήσουν στο εξωτερικό, και γενικότερα μπορούν με διάφορους τρόπους να αντισταθμίσουν την έλλειψη δικαιωμάτων με τη θέση και τον υλικό τους πλούτο. Τα ζευγάρια της εργατικής τάξης είναι αυτά που αποκτούν σήμερα μια δυνατότητα που δεν είχαν ποτέ.

Αν το σκεφτεί κανείς, εξάλλου, οι κατακτήσεις της εργατικής τάξης εντός του καπιταλισμού έχουν γενικά τη μορφή ενός καθολικού δικαιώματος, χωρίς ταξικό προσδιορισμό. Τα δημόσια πανεπιστήμια ή τα δημόσια νοσοκομεία δεν είναι δωρεάν μόνο για την εργατική τάξη, το δικαίωμα του συνέρχεσθαι δεν εξαιρεί τους καπιταλιστές και το νερό δεν έχει διαφορετικό τιμολόγιο για τους φτωχούς απ’ ό,τι για τους πλούσιους. Ποιον ευνοούν όμως στην πραγματικότητα αυτά τα καθολικά δικαιώματα, αν όχι εκείνους που δεν έχουν τη δυνατότητα να τα εξασφαλίσουν όλα αυτά μέσα από άλλες οδούς; Ελπίζουμε πως το ΚΚΕ δεν θεωρεί και τις παραπάνω κατακτήσεις διαταξικές, αποπροσανατολιστικές και μη υπερασπίσιμες.

Η ψευδο-επιστήμη στην υπηρεσία του γραφειοκρατικού συντηρητισμού

Μια χαρακτηριστική εκδήλωση αριστερής αρτηριοσκλήρωσης είναι η καταφυγή στον επιστημονισμό, με την ελπίδα ότι η επανάληψη των λέξεων «επιστήμη», «επιστημονικός» και «αντι-επιστημονικός» μπορούν να καταργήσουν την κριτική σκέψη. Τυπικό δείγμα ψευδο-μαρξιστικής επιστημονικοφανούς ψωροϋπερηφάνειας υπήρξε το τρανσφοβικό και ομοφοβικό παραλήρημα του πανεπιστημιακού Δημήτρη Πατέλη στο πλαίσιο των «10 μαθημάτων Σύγχρονης Επαναστατικής Θεωρίας» το 2015. Στην περίπτωση της πολεμικής ενάντια στον γάμο και την τεκνοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια, τα επιστημονικά τεκμήρια επικεντρώθηκαν στη βιολογία του ανθρώπου, στον κοινωνικό ρόλο της οικογένειας και στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των παιδιών.

Για την ΚΕ του ΚΚΕ, «η αναγνώριση της κοινής γονικής ευθύνης ομόφυλων ζευγαριών μπορεί να προκύψει μόνο με την παράκαμψη της αντικειμενικής συμπληρωματικότητας γυναίκας-άνδρα στην αναπαραγωγή του είδους, στην τεκνοποίηση», ενώ σύμφωνα με την ΟΚΔΕ-Εργατική Πάλη «ανοίγει ο δρόμος στις ανορθολογικές, αντιεπιστημονικές και επικίνδυνες θεωρίες, που προωθούνται -και μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος- περί «κοινωνικής κατασκευής του φύλου», «ευρέος φάσματος φύλου», γονέα 1,2 κ.ά., που αρνούνται τη φυσική προέλευση των δύο φύλων, την αντικειμενική βιολογική διαφορά ανδρών-γυναικών». Αναρωτιόμαστε αν πράγματι χρειάζεται κάποια ιδιαίτερη επιστήμη για να γνωρίζει κανείς ποια είναι η βιολογική διαφορά μεταξύ άντρα και γυναίκας και πώς γεννιούνται τα παιδιά.

Η βιολογικά ντετερμινίστικη και ουσιοκρατική προσέγγιση του αριστερού συντηρητισμού, όμως, κάνει ζαβολιές, διότι από την ύπαρξη δύο βιολογικών φύλων, που είναι λειτουργικά απαραίτητα για τη φυσική αναπαραγωγή, εξάγει καταχρηστικά τις έννοιες της μητρότητας και της πατρότητας ως υποτιθέμενα απαραίτητη αλληλοσυμπληρούμενη κοινωνική συνθήκη για την ανατροφή των παιδιών. Η μητρότητα και η πατρότητα, ωστόσο, δεν είναι κάτι δεδομένο στον φυσικό κόσμο. Υπάρχουν πολλά ζωικά είδη που δεν γνωρίζουν την έννοια της μητρότητας, με την έννοια της φροντίδας των μικρών από τη βιολογική τους θηλυκή γεννήτορα, και σίγουρα πολύ λίγα που γνωρίζουν την έννοια της πατρότητας. Υπάρχουν είδη στα οποία, αν δεν απομακρύνεις τον αρσενικό γεννήτορα από τα μικρά «του», αυτός θα τα φάει. Θα αντιτείνει κανείς ότι ο άνθρωπος δεν ανήκει σε αυτά τα είδη, είναι όμως γνωστό ότι πάμπολλες ανθρώπινες κοινωνίες δεν γνώρισαν την έννοια της μητρότητας και της πατρότητας, αφού τα παιδιά τα μεγάλωνε η κοινότητα ή τουλάχιστον οι γυναίκες συλλογικά. Από βιολογική άποψη, σίγουρα τα παιδιά και τότε γινόντουσαν με τον ίδιο τρόπο.

Η επιστήμη της βιολογίας δεν έχει, επομένως, να προσφέρει και πολλά σε αυτή τη συζήτηση. Η ΚΕ του ΚΚΕ φαίνεται να το υποψιάζεται αυτό: «Ο άνθρωπος είναι ένα κοινωνικό φυσικό ον, δηλαδή η ικανοποίηση των φυσικών αναγκών του, όπως και των κοινωνικών, μπορεί να συντελεστεί αποκλειστικά με κοινωνικό τρόπο. Άρα η ανθρώπινη μητρότητα και η ανθρώπινη πατρότητα είναι εγγεγραμμένες στο είδος «άνθρωπος»». Κι επειδή από αυτό το κοάν δεν καταλαβαίνει κανείς και πολλά, η ΚΕ καταλήγει ότι, εν πάση περιπτώσει, «ο γάμος αποτέλεσε τη θεσμική μήτρα της τεκνοποίησης». Ας θυμίσει κανείς στους επιστήμονες της ΚΕ ότι οι θεσμοί έχουν αυτό το κοινό με τους άντρες: δεν έχουν μήτρα.

Στην ουσία, αυτό που κάνει η ψευδο-επιστημονική αυτή θέση είναι να διαιωνίζει το μύθο της μητρότητας: η γυναίκα πρέπει να λειτουργεί κοινωνικά ή από τη φύση της ως φροντίστρια υπέρ της δικής της προσωπικής εκπλήρωσης, που περνά και μέσα από την ενίσχυση του κοινωνικού συνόλου και της αναπαραγωγής του έθνους. Στον πυρήνα αυτής της άποψης βρίσκεται η προσήλωση στον αναχρονιστικό θεσμό της ετερόφυλης ζευγαρωτής πυρηνικής οικογένειας.

Στο σημείο αυτό, αξίζει να γίνει μια παράκαμψη, γιατί στο κείμενο της ΚΕ πέφτει ξαφνικά μια ντουφεκιά: «Εμφανίζουν ως ατομικό δικαίωμα ακόμα και την αποδοχή της μεταμόρφωσης του ανθρώπινου σώματος με την προσθήκη εμφυτευμάτων για τη διασύνδεσή του με άλλους εργαζόμενους, με το διαδίκτυο και άλλες «έξυπνες μηχανές», για την καπιταλιστική κερδοφορία».

Η ιδέα αυτή αναπτύσσεται πληρέστερα στο άρθρο του Μάκη Παπαδόπουλου με τίτλο «Οι στόχοι του κεφαλαίου μεταμφιεσμένοι σε «ατομικά δικαιώματα» στην εποχή του «ίντερνετ των σωμάτων», στο Ριζοσπάστη, στις 3/2/2024. Εκεί, το μέλος του ΠΓ εξηγεί ότι με τα αναπτυσσόμενα εμφυτεύματα του Ίλον Μασκ μεταβαίνουμε στην «εποχή του ίντερνετ των σωμάτων», όπου «προβάλλονται ως δικαίωμα «αυτοδιάθεσης του σώματος» ο πλήρης μετασχηματισμός του υγιούς ανθρώπινου σώματος, η τεχνολογική παραβίαση κάθε βιολογικού περιορισμού, η μετατροπή του ανθρώπου σε έμβιο ρομπότ (cyborg)». Σύμφωνα με τον συγγραφέα, «αυτόν τον σκοπό υπηρετεί η διάδοση της αντίληψης του «ατομικού αυτοπροσδιορισμού» και των πολλαπλών ταυτοτήτων», και σε αυτή τη συντονισμένη καμπάνια εντάσσεται και η θεσμοθέτηση του γάμου και της τεκνοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια.1 Συνένοχη σε αυτή τη συνωμοσία είναι η (και πάλι) «αυτοαποκαλούμενη ηγεσία των ΛΟΑΤΚΙΑ+, που χρηματοδοτείται και στηρίζεται από ομίλους, όπως του Τζ. Σόρος». Στην άκρη του δρόμου, «Θα μπορούσαν να θεωρηθούν ανεκτά ακόμα και τα πειράματα του ναζιστή εγκληματία Γιόζεφ Μένγκελε για την προώθηση της ευγονικής». Κάθε σοβαρότητα έχει χαθεί μέσα σε ένα πλήρες πακέτο τυπικής ψεκασμένης συνωμοσιολογίας. Τα ομόφυλα ζευγάρια που θέλησαν απλώς να παντρευτούν, από εγωκεντρικοί πρώτα και συνένοχοι σωματεμπορίας μετά, κατέληξαν πλέον υποψήφιοι συμμέτοχοι σε παρανοϊκά ναζιστικά πειράματα.

Το επιστημονικό οπλοστάσιο της ΚΕ του ΚΚΕ καταλήγει τελικά, και πάλι, στα δικαιώματα του παιδιού: «Στη συμβίωση των ομόφυλων ζευγαριών αντικειμενικά το παιδί -από τα πρώτα καθοριστικά χρόνια της ζωής του- αποκτά παραποιημένη αντίληψη αυτής της βιολογικής σχέσης των δύο φύλων, η οποία είναι απαραίτητο συστατικό για την ομαλή ψυχοσωματική και κοινωνική ανάπτυξή του». Το απαύγασμα της επιστήμης του κόμματος είναι μια συντηρητική κοινοτοπία για το πώς πρέπει να μεγαλώνουν τα παιδιά, η οποία αντιμετωπίζει την «ψυχοσωματική και κοινωνική» ανάπτυξη, και προφανώς την ίδια την ανθρώπινη φύση, ως αυθύπαρκτο δεδομένο, ανεξάρτητο από την ιστορία και τους κοινωνικούς σχηματισμούς. Εάν το θέμα είναι η βιολογική σχέση των γονιών, όμως, τότε γιατί το ΚΚΕ δεν είναι κατά της τεκνοθεσίας γενικά; Ποια είναι η «βιολογική σχέση» των γονιών σε μια τεκνοθεσία; Ότι, παρότι δεν έχουν γεννήσει το παιδί, θα μπορούσαν αν ήθελαν να το έχουν κάνει; Αυτό, όμως, βιολογικά ισχύει για κάθε τυχαίο ζεύγος ατόμων διαφορετικού φύλου, τα οποία δεν θεωρούνται γι’ αυτόν τον λόγο και γονείς κάποιου. Από την άλλη, δεν ισχύει για τα στείρα άτομα, τα οποία με κριτήριο την ορθή αποτύπωση της βιολογικής σχέσης στη συνείδηση των παιδιών, λογικά δεν θα έπρεπε να τεκνοθετούν.

Η σωστή ανάπτυξη του παιδιού καταλαμβάνει ακόμα κεντρικότερη θέση στην τοποθέτηση της ΟΚΔΕ-Εργατική Πάλη, η οποία μάλιστα δεν μιλά απλώς στο όνομα της «επιστήμης» και της «αντικειμενικής πραγματικότητας», αλλά και στο όνομα της «κοινής λογικής», θυμίζοντας ανησυχητικά τη ρητορική της σύγχρονης alt right. Εάν ο παραλληλισμός φαίνεται συκοφαντικός, ας διαβάσει κανείς και λίγο παρακάτω, εκεί όπου η οργάνωση γράφει για τα «καρναβάλια των πράιντ».

Στη γερασμένη ηθικολογία που ακολουθεί, αναρωτιέται κανείς αν έχει απομείνει η παραμικρή ανάμνηση από το ριζοσπαστικό, εικονοκλαστικό και διεθνιστικό περιεχόμενο του μαρξισμού: «τα παιδιά που έρχονται στον κόσμο με κάθε δυνατό τεχνητό τρόπο και χωρίς κανένα ηθικό φραγμό δεν έχουν γνώση της γενετικής τους ταυτότητας, της βιολογικής τους καταγωγής. Είναι ανάγκη και δικαίωμα του κάθε ανθρώπου να γνωρίζει τις ρίζες του». Τελικά, η οργάνωση καταλήγει να πει ευθέως αυτό που ήταν σαφές και στην απόφαση του ΚΚΕ, ότι για τις επιστημονικές και ηθικές τους ανησυχίες φταίνε οι γκέι: «Το πρόβλημα είναι οι ίδιες οι προσωπικές επιλογές των ομοφυλόφιλων, γιατί στερούν το παιδί από τα αναγκαία συμπληρωματικά πρότυπα μητέρας-πατέρα». Μήπως αναρωτιέται και η ΟΚΔΕ-Εργατική Πάλη γιατί η ΛΟΑΤΚΙΑ+ κοινότητα ακολουθεί μια «αυτόκλητη ηγεσία», και όχι τη δική της καθοδήγηση;

Παραγνώριση της ιστορίας του εργατικού κινήματος

Στην αργκό του αριστερού συντηρητισμού, η λέξη «μεταμοντερνισμός», από έννοια χρήσιμη για την κατανόηση της πολιτισμικής λογικής του ύστερου καπιταλισμού, έχει καταντήσει απλώς μιας αριστερή εκδοχή των αναθεμάτων της αντι-woke ατζέντας. Η έμπρακτη αμφισβήτηση των κοινωνικών κανόνων που επιβάλλει η ετεροκανονική πυρηνική οικογένεια, όμως, δεν είναι καθόλου μεταμοντέρνα καινοτομία.

Η μεταρρύθμιση που υλοποίησαν οι μπολσεβίκοι στα πρώτα χρόνια της επανάστασης υπέρ των γυναικών και των ΛΟΑΤΚΙΑ+ ατόμων δεν βασίστηκε μόνο στην κατοχύρωση φιλελεύθερων μέτρων, που κανένα αστικός κράτος δεν θα εφάρμοζε τότε, αλλά ήταν ενταγμένη σ’ ένα συνολικό πρόγραμμα αλλαγής της κοινωνικής ζωής. Συγκεκριμένα, η επανάσταση υλοποίησε το αυτόματο διαζύγιο, τη διακοπή κύησης, τον πολιτικό γάμο, αποποινικοποίησε το σοδομισμό, τη μοιχεία και την αιμομιξία και νομιμοποίησε τον γάμο μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου. Σε δημόσια αξιώματα υπηρετούσαν άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, που είχαν δηλωμένη την ομοφυλοφιλία τους ή/και ήταν παρενδυτικοί, αλλά και έγιναν οι πρώτες προσπάθειες εγχειρήσεων φυλομετάβασης.

Η εμπειρία αυτή αναδεικνύει ότι η εφαρμογή δημοκρατικών δικαιωμάτων κάθε άλλο παρά λειτουργεί ενάντια στην κοινωνική απελευθέρωση και στις ταξικές διεκδικήσεις. Αυτό ισχύει και για το δικαίωμα στον γάμο μεταξύ ομόφυλων ατόμων, που έχει τη δική του ιστορικότητα ως αίτημα διεκδίκησης. Το δικαίωμα αυτό επιδιώχθηκε να συνδεθεί μ’ ένα μοντέλο μετασχηματισμού, που στηρίζεται στις πολιτικές κοινωνικοποίησης της φροντίδας με τη δημιουργία αυτοοργανωμένων δημόσιων δομών. Για την επανάσταση, βασικό επίδικο ήταν η απονέκρωση του θεσμού της πυρηνικής οικογένειας και του ατομικού νοικοκυριού, με την αντικατάσταση των λειτουργιών τους από δομές: κοινωνικά εστιατόρια, πλυντήρια, παιδικούς σταθμούς κ.ά. Αυτές οι δομές κοινωνικής αναπαραγωγής και οι ριζοσπαστικές πολιτικές ήρθαν αντιμέτωπες με τη φτώχεια, την οικονομική καθυστέρηση, τον εμφύλιο πόλεμο και την αδυναμία της επέκτασης της επανάστασης διεθνώς. Όμως, θεσπίστηκαν παρά τις υλικές στερήσεις και την ιμπεριαλιστική περικύκλωση, και παρά την έλλειψη εκπαίδευσης των μαζών.

Ο κύριος παράγοντας που τις απαξίωσε ήταν η γραφειοκρατικοποίηση του κόμματος και του εργατικού κράτους, που είχε ήδη ξεκινήσει πριν την οριστική επικράτηση του Στάλιν, αλλά αποκρυσταλλώθηκε στον σταλινισμό. Η διατήρηση των γραφειοκρατικών προνομίων της σταλινικής ηγεσίας προϋπέθετε την ανακοπή και αναστροφή της απελευθερωτικής διαδικασίας της επανάστασης, που θα μπορούσε να οδηγήσει στην πλήρη αυτοκυβέρνηση της εργατικής τάξης. Απαιτούσε, έτσι, μια ολική στροφή στη συντήρηση. Στην εποχή του σταλινισμού, η ομοφυλοφιλία ανάγεται ξαφνικά σε σύμπτωμα αστικής παρακμής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αντιδραστικής άποψης, το κείμενο του Γκόρκι στην Pravda, τον Μάρτιο του 1934, που συνέδεε ευθέως την ομοφυλοφιλία με τον φασισμό.

Υπό την ιστορική σκιά του σταλινισμού, παραμένει σχετικά άγνωστο εντός αριστεράς ότι η συζήτηση και τα κινήματα για τη σεξουαλική απελευθέρωση προήλθαν από την ίδια. Το γερμανικό SPD θεωρούσε από τα τέλη του 19ου αιώνα ήδη τη σεξουαλικότητα και την ομοφυλοφιλία ως υπαρκτά ζητήματα της εργατικής τάξης. Στήριξε τον Όσκαρ Ουάιλντ, καταδικάζοντας τη δίωξή του περί σοδομισμού, αλλά και κατήγγειλε τη διάταξη του γερμανικού συντάγματος για την ποινική δίωξη της ομοφυλοφιλίας. Μετά την προδοσία του το 1914, τη δημιουργία των Σπαρτακιστών και τις γερμανικές εξεγέρσεις του 1919-1923, ο γερμανικός κομμουνισμός ήρθε σε επαφή με την αντίστοιχη βερολινέζικη κοινότητα. Ο Βίλχελμ Ράιχ, ως μέλος του KPD, στηρίζει ένα ολιστικό πρόγραμμα ριζοσπαστικής σεξουαλικής πολιτικής. Η φιλική ανοχή που έδειξαν οι μπολσεβίκοι στην ομοφυλοφιλία και τη λεσβιακότητα ήταν και λόγω του ότι πολλοί απ’ αυτούς ήρθαν σε επαφή με μέλη της κοινότητας, όταν ήταν εξόριστοι στην Ευρώπη.

Στις ΗΠΑ, γκέι μαρξιστές και λεσβίες μαρξίστριες δημιούργησαν, τη δεκαετία του ‘50, την εποχή του μακαρθισμού και του ψυχρού πολέμου, το Mattachine Society που λειτουργούσε ως οργάνωση πανεθνικής κλίμακας με συνεκτική ιδεολογικοπολιτική τοποθέτηση και με τοπικούς πυρήνες. Αντίστοιχα, δημιούργημα της νέας ριζοσπαστικής αριστεράς του ‘60 ήταν το Gay Liberation Front, που ιδρύθηκε λίγες μέρες μετά την εξέγερση του Stonewall. Η οργάνωση έκανε ριζοσπαστική πολιτική στη βάση της ταυτότητας, ήθελε να συνδέσει τη σεξουαλική με την κοινωνική απελευθέρωση και καταδίκαζε τον πόλεμο του Βιετνάμ.

Στη Βρετανία, γκέι και λεσβίες ακτιβιστές συγκρότησαν τη συλλογικότητα Lesbians and Gay Support the Miners, με σκοπό να συγκεντρώσουν χρήματα για τις οικογένειες των απεργών ανθρακωρύχων το 1984. Μπορεί η ηρωική απεργία να ηττήθηκε, αλλά λόγω της αλληλεγγύης αυτής, βρετανοί ανθρακωρύχοι βρέθηκαν με μέλη της ΛΟΑΤΚΙΑ+ κοινότητας στην κεφαλή του pride του Λονδίνου, τον Ιούνιο του 1985.

Τέλος, στα καθ’ ημάς, πτυχή της ιστορίας των κοινωνικών αγώνων της μεταπολίτευσης αποτελεί η ίδρυση του ΑΚΟΕ (Απελευθερωτικό Κίνημα Ομοφυλοφίλων Ελλάδος), που συγκροτήθηκε για να εναντιωθεί στον «νόμο περί αφροδισίων» της κυβέρνησης Καραμανλή. Το κίνημα εξέδιδε το ίδιο το όργανό του, το Αμφί, που προπαγάνδιζε τη σύνδεση σεξουαλικής και κοινωνικής απελευθέρωσης, για ομοφυλόφιλους και για ετεροφυλόφιλους.

Ποια κριτική στον «ατομικό δικαιωματισμό»;

Οι καλύτερες στιγμές της ιστορίας του εργατικού κινήματος και των επαναστάσεων είναι στιγμές διαλεκτικής σύνδεσης του ταξικού συμφέροντος, των συλλογικών αιτημάτων κοινωνικής απελευθέρωσης και των ατομικών δικαιωμάτων. Η ουσία των δημοκρατικών καθηκόντων των εργατικών επαναστάσεων ήταν ότι, από ένα σημείο της εξέλιξης του καπιταλισμού και μετά, τις δημοκρατικές ελευθερίες που επαγγελλόταν κάποτε η αστική τάξη, η εργατική τάξη μπορεί πλέον να τις εξασφαλίσει για τον εαυτό της, και για το σύνολο των καταπιεσμένων, μόνο στηριγμένη στους ίδιους της τους αγώνες και, τελικά, στην εξουσία της. Ασφαλώς, τα ατομικά δικαιώματα από μόνα τους δεν μπορούν να επιφέρουν την κοινωνική απελευθέρωση των υποτελών σε ένα εκμεταλλευτικό σύστημα, όπως ο καπιταλισμός. Όμως, η κατάκτησή τους ευνοεί την ταξική αυτοπεποίθηση και, με την κατάλληλη πολιτική παρέμβαση, την ταξική συνειδητοποίηση ότι το κοινωνικό πρόβλημα είναι, τελικά, βαθύτερο -αυτή ακριβώς ήταν και η λενινιστική άποψη. Μια επαναστατική εργατική πολιτική, επομένως, αντί να εξαντλείται στο να «υψώνει τείχος στον αστικό ατομικό δικαιωματισμό», σύμφωνα με τον υπότιτλο της ΟΚΔΕ-Εργατική Πάλη, οφείλει να εγγυάται περισσότερα δικαιώματα από τα αστικά κινήματα, και όχι λιγότερα.

Για την ΚΕ του ΚΚΕ, με τη θέσπιση του γάμου και της τεκνοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια «στο όνομα του «ατομικού δικαιωματισμού» συσκοτίζουν τη σχέση ατομικού- κοινωνικού δικαιώματος, αρνούνται το κοινωνικό περιεχόμενο κάθε ατομικού δικαιώματος». Η ΟΚΔΕ-Εργατική πάλη επαναλαμβάνει την ίδια διατύπωση («συσκοτίζει σκόπιμα τη σχέση ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων») για να συνεχίσει «με αυτά τα επιχειρήματα μπορούν να υποστηριχθούν τα πάντα: από την «εθελοντική» πορνεία, τη χρήση ναρκωτικών, κάθε είδους σεξουαλική παρέκκλιση, ακόμα και η αυτοκτονία». Πιο ανησυχητική και από την αναφορά σε «σεξουαλικές παρεκκλίσεις» (από ποιον κανόνα;), μας φαίνεται η προοπτική ότι, και για να αυτοκτονήσουμε, θα πρέπει να ρωτήσουμε την ηγεσία της ΟΚΔΕ-Εργατικής Πάλης για το κατά πόσο η επιλογή μας αυτή υπακούει στη σωστή σχέση ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων.

Και στις δύο περιπτώσεις, παρουσιάζεται ως αυταπόδεικτο γεγονός ότι τα ατομικά δικαιώματα των ομόφυλων ζευγαριών αντιτίθενται στα συλλογικά δικαιώματα της εργατικής τάξης. Για την ΟΚΔΕ-Εργατική Πάλη, υπάρχει «μεγάλη απόσταση ανάμεσα στην ανεκτικότητα -κι εδώ υπάρχει εμφανής πρόοδος στην ελληνική κοινωνία- και την ναρκισσιστική/εγωιστική αναγόρευση της ατομικής ιδιαιτερότητας σε υπέρτατη αξία, ως νέο επαναστατικό υποκείμενο, αντιθετικό και ανταγωνιστικό με την ταξική ταυτότητα». Διαβάζοντας το πλήρες αυτοαναφορικότητας αυτό απόσπασμα, προσπαθεί να θυμηθεί κανείς πότε, μέσα σε όλη αυτή την ιστορία, διεκδίκησαν οι έγγαμοι ομοφυλόφιλοι την ιδιότητα του επαναστατικού υποκειμένου, αφαιρώντας το από την εργατική τάξη ή πιθανόν και την ηγεσία της ΟΚΔΕ-Εργατική Πάλη, και πότε η ΝΔ άρχισε να νομοθετεί στο όνομα νέων επαναστατικών υποκειμένων, έστω υποθετικών.

Στο επόμενο απόσπασμα της Εργατικής Πάλης ερχόμαστε ακριβώς στο ζήτημα μεθοδολογίας που αναφέραμε: «Δεν υιοθετούμε άκριτα τα ατομικά αιτήματα και τις επιδιώξεις κάθε κοινωνικής ομάδας, αλλά τα υποτάσσουμε στα συλλογικά, κοινωνικά και ταξικά συμφέροντα της κοινωνικής πλειοψηφίας, της εκμεταλλευόμενης εργατικής τάξης». Πρώτα απ’ όλα, τα δικαιώματα είναι δικαιώματα διότι δεν υπόκεινται στην αρχή της πλειοψηφίας -αλλιώς δεν θα ήταν δικαιώματα, θα ήταν αποφάσεις. Θα μπορούσαμε να δεχτούμε π.χ. την κατάργηση του ατομικού δικαιώματος στη μετανάστευση, εάν η «κοινωνική πλειοψηφία» αποφάσιζε ότι οι μετανάστες είναι ανεπιθύμητοι; Κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο, η κοινωνική πλειοψηφία δεν έχει κανένα απολύτως «ταξικό» δικαίωμα, ούτε συμφέρον, να αρνηθεί τα δικαιώματα μιας μειονότητας, όπως η ΛΟΑΤΚΙΑ+ κοινότητα. Από στρατηγική άποψη, το ζητούμενο είναι να εντάξουμε οργανικά τα ατομικά αιτήματα των επιμέρους καταπιεσμένων κοινωνικών ομάδων στις συλλογικές διεκδικήσεις της εργατικής τάξης, κι όχι να «υποτάξουμε» αυταρχικά κανενός τις εύλογες ανάγκες σε κανένα αφηρημένο συμφέρον.

Εκτός, βέβαια, εάν ένα ατομικό δικαίωμα ήταν από τη φύση του εχθρικό με το συλλογικό ταξικό μας συμφέρον. Το από ποια άποψη ο γάμος ή η τεκνοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια πλήττει συγκεκριμένα τα ταξικά συμφέροντα της εργατικής τάξης, όμως, δεν προσδριορίζεται πουθενά στα δύο κείμενα. Γιατί, απλώς, δεν προκύπτει από πουθενά.

Το πραγματικό ζήτημα που προκύπτει από τα κείμενα δεν είναι η σχέση ατομικού και κοινωνικού δικαιώματος, γιατί στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχουμε καμία σύγκρουση μεταξύ των δύο. Το ζήτημα είναι η διάκριση ατομικού και ιδιωτικού δικαιώματος. Διότι οι τοποθετήσεις του αριστερού συντηρητισμού αναπαράγουν πλήρως την ιδέα ότι η ομοφυλοφιλία είναι ανεκτή ως ιδιωτική υπόθεση, αλλά δεν έχει θέση στη δημόσια σφαίρα. Ευθυγραμμίζονται, έτσι, με την κοινότοπη ομοφοβική άποψη: ο καθένας μπορεί να κάνει ό, τι θέλει στο κρεβάτι του, αλλά να μην προκαλεί δημόσια.

Για την ΟΚΔΕ-Εργατική Πάλη, «η σταθερή συμβίωση ομόφυλων ζευγαριών είναι ένα εναλλακτικό καθεστώς που εντάσσεται στην έννοια της «ιδιωτικής ζωής», δεν τεκμαίρεται ότι πρέπει να είναι νομικά ισότιμο με αυτό του γάμου». Το ΚΚΕ ψήφισε ορισμένες επιμέρους ρυθμίσεις του νόμου για τον γάμο και την τεκνοθεσία των ομόφυλων, στη βάση της θέσης της λύσης προσωπικών θεμάτων ομόφυλης συμβίωσης. Η κατεύθυνση αυτή υποβιβάζει ζητήματα κοινωνικής καταπίεσης σε προσωπικά ζητήματα, αποτρέποντας την πολιτικοποίησή τους. Τα ατομικά δικαιώματα, όμως, δεν είναι ιδιωτικά: αφορούν ακριβώς τη σχέση του ατόμου με την κοινωνική σφαίρα. Και μόνο η καθολική απόκτηση ενός δικαιώματος -έστω και αστικού- καθιστά δυνατό το να βγουν οι σχέσεις των ομόφυλων ζευγαριών από ένα ασφυκτικό πλαίσιο ιδιωτικότητας και να τοποθετηθούν ορατά στο δημόσιο χώρο.

Η αντιπαράθεση του αριστερού συντηρητισμού με τον αστικό δικαιωματισμό είναι στρεβλή και περιοριστική. Οδηγεί στην απαξίωση των ιδεών του σοσιαλισμού σε δυναμικά ριζοσπαστικά τμήματα της σημερινής εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων. Ποιον μπορούν να συγκινήσουν τα πρότυπα μιας στείρας και δογματικής θεωρίας και πρακτικής, και η επιστροφή στη λογική αστυνομοκρατούμενων αυταρχικών κοινωνιών που συκοφάντησαν στους εργαζόμενους την ιδέα του κομμουνισμού;

Με την ευκαιρία, θα πρέπει να αναφερθεί ότι, πολλές φορές, δυνάμεις της αριστεράς εξαντλούν «τη στήριξη» των ΛΟΑΤΚΙΑ+ ανθρώπων στο αίτημα της δημιουργίας ενός αυστηρού ποινικού πλαισίου για την προστασία από ομοφοβικές συμπεριφορές. Το υπερασπίζονται αυτό πάνω στην αφήγηση ότι οι δράστες τέτοιων ρατσιστικών συμπεριφορών το κάνουν επειδή ξέρουν ότι θα πέσουν στα μαλακά λόγω των υπαρχουσών διατάξεων, ιδίως εάν διαθέτουν οικονομική και κοινωνική επιφάνεια. Ο περιορισμός στο αίτημα για αυστηροποίηση των ποινών, όμως, συγκαλύπτει όχι μόνο τις πραγματικές κοινωνικές αιτίες της ρατσιστικής βίας, αλλά και την ταξική φύση της συστήματος ποινικής δικαιοσύνης, όσο και εάν οι καταπιεσμένοι πρέπει να παλεύουν για τη δικαίωσή τους και μέσα από τα αστικά δικαστήρια -όχι πάντως στη βάση της εκδικητικότητας και της ποινικοποίησης. Τα πιο ριζοσπαστικά τμήματα των κοινωνικών κινημάτων δεν ταυτίζονται με τον σωφρονιστικό φεμινισμό και υπερασπίζονται, στον αντίποδα, την πολιτική της φροντίδας.

Ο χαρακτήρας του αριστερού συντηρητισμού

Το τμήμα της αριστεράς που αντιτάχτηκε στη διεύρυνση των δικαιωμάτων της ΛΟΑΤΚΙΑ+ κοινότητας επί της ουσίας ταυτίζεται με τον κοινωνικό συντηρητισμό, αλλά και με παραδοσιακά κομφορμιστικές και ηθικολογικές αντιλήψεις που γέννησε η αστική τάξη, καθιστώντας τις πρότυπα εργατικής ηθικής. Ο δογματισμός και τα ηθικολογικά ταμπού που εξετάσαμε έχουν διαφορετικά ελατήρια σε κάθε περίπτωση, σε τελική ανάλυση όμως απηχούν την αρτηριοσκλήρυνση που επέφερε η κυριαρχία του σταλινισμού.

Η περίπτωση του ΚΚΕ δεν είναι δύσκολο να εξηγηθεί. Ο συντηρητισμός του δεν τροφοδοτείται μόνο από την ιστορική του προσκόλληση στις παραδόσεις του σταλινισμού, αλλά και από τον σημερινό του πολιτικό ρόλο, ως γραφειοκρατία των αγώνων, που την ενδιαφέρει να μη χάσει τη θέση του συνομιλητή των καπιταλιστών και των θεσμών του αστικού κράτους. Κάθε κίνημα στο οποίο το κόμμα δεν έχει τον πρώτο λόγο και κάθε εκδήλωση κοινωνικού ριζοσπαστισμού αντιμετωπίζονται με καχυποψία, γιατί απειλούν να διαρρήξουν αυτή τη σχέση εκπροσώπησης, κι άρα κάθε προνόμιο του κόμματος. Εξ ου και η παροιμιώδης προσήλωση στη σταθερότητα και την τάξη. Ο συντηρητισμός που υπάρχει εντός στρωμάτων της εργατικής τάξης εργαλειοποιείται για να νομιμοποιηθεί η αναπαραγωγή του γραφειοκρατικού μηχανισμού του ΚΚΕ. Η λαϊκομετωπική κατεύθυνση χαϊδεύει τον συντηρητισμό των μικροαστικών στρωμάτων, των «φτωχών επαγγελματιών». Η νοοτροπία αυτή δύσκολα ξεριζώνεται, ακόμα κι αν κάποιος εγκαταλείψει ή διαγραφεί από τον μηχανισμό του κόμματος, όπως μαρτυρούν πανομοιότυπες τοποθετήσεις ομάδων ή μεμονωμένων ατόμων προερχόμενων από το ΚΚΕ.

Είναι ακόμα πιο απογοητευτικό, όμως, τέτοιες απόψεις να διατυπώνονται από οργανώσεις του χώρου της επαναστατικής αριστεράς, όπως η ΟΚΔΕ-Εργατική Πάλη. Ίσως παίζουν ρόλο ο φόβος της μαζικής γείωσης στα κινήματα, η αδυναμία διαλόγου με άλλα ρεύματα, η αμηχανία απέναντι σε νέα καθήκοντα που διαταράσσουν παλιές ρουτίνες. Ίσως στις μικρές οργανώσεις υπάρχει ο κίνδυνος οι προσωπικές αγκυλώσεις λίγων ανθρώπων να ανάγονται σε ομαδικό χαρακτηριστικό. Κάπως έτσι, πάντως, καταλήγει μια επαναστατική οργάνωση να διακηρύσσει ότι «είναι υποχρέωση της πολιτείας η προστασία της γενετικής ταυτότητας», καλώντας το κράτος των καπιταλιστών να εγγυηθεί την ετεροκανονική ανάπτυξη των παιδιών της εργατικής τάξης, όπως ακριβώς το ρεφορμιστικό ΚΚΕ το καλεί να «διαμορφώνει τις προϋποθέσεις (οικονομικές, ευρύτερα κοινωνικές, νομικές, πολιτιστικές) για να εξασφαλίζεται η ουσιαστική υλοποίηση της μητρικής και πατρικής ευθύνης».

Ένα πρόγραμμα, για να είναι ριζοσπαστικό ή επαναστατικό, δεν αρκεί να υπερασπίζεται μόνο τα δικαιώματα που είναι ώριμα να δεχτεί η καταπιεσμένη κοινωνική πλειοψηφία, αλλά οφείλει να οργανώνει τις αντίστοιχες κοινωνικές συμμαχίες, αναδεικνύοντας τη χρησιμότητα που έχουν για την ενότητα της εργατικής τάξης τα μειονοτικά δικαιώματα καταπιεσμένων ομάδων. Η κατοχύρωσή τους σπάει καταπιεστικές και κανονιστικές διακρίσεις που επιβάλλει η αστική τάξη σ’ όλη την εργατική τάξη, στοχοποιώντας τα ασθενέστερα τμήματά της (ΛΟΑΤΚΙΑ+ άτομα, μετανάστες, ρομά, μακεδονική μειονότητα, τουρκική μειονότητα στη Θράκη κ.λπ.). Κάποιες φορές, μια επαναστατική οργάνωση χρειάζεται να είναι μειοψηφία και να μη χαϊδεύει τον συντηρητισμό της μικροαστικής, αλλά ακόμα και της εργατικής τάξης, με την έγνοια πάντα να αλλάζει τις συνειδήσεις της εντός της ταξικής πάλης. Αυτή η πολιτική αρχών δεν γίνεται με ελιτισμό και σεχταρισμό, ούτε όμως, πολύ περισσότερο, με προσαρμογή σε στερεότυπα και ταμπού.

Σημειώσεις:

1. Σε μια επίδειξη θεωρητικής προχειρότητας και εξυπνακισμού, ο Μάκης Παπαδόπουλος παραλληλίζει τις αντιλήψεις αυτές με τον υποκειμενικό ιδεαλισμό του επισκόπου Μπέρκλεϊ («με μεταμοντέρνα ενδυμασία»), όχι γιατί αυτό βγάζει κάποιο ιδιαίτερο νόημα, αλλά προφανώς γιατί αυτόν βρήκε πρόχειρο.

Σχολιάστε