
Γράφει ο Ηλίας Ιωακείμογλου*
Tο αστικό κράτος φροντίζει μονίμως για την ενίσχυση και την οργάνωση της αξιοποίησης του κεφαλαίου, δηλαδή της εκμετάλλευσης της εργασίας για την παραγωγή κέρδους. Υπό κανονικές συνθήκες, όμως, το αστικό κράτος δεν κάνει μόνο αυτό: φροντίζει, επιπλέον, για τη συνοχή του συστήματος, για τη διατήρηση των συστατικών στοιχείων του. Από το εργατικό δυναμικό ως τους θεσμούς που συμβάλλουν στη διατήρηση των κοινωνικών ταξικών σχέσεων, θεσμούς όπως το σχολείο και το πανεπιστήμιο, οι νόμοι και τα δικαστήρια, οι διοικητικές και κατασταλτικές λειτουργίες του κρατικού μηχανισμού, ο θεσμός της οικογένειας, ο αθλητισμός, φροντίζει για τη διατήρηση των υποδομών και του φυσικού περιβάλλοντος κλπ. Όλα αυτά, που δεν τα διασφαλίζουν ούτε οι αγορές ούτε οι επιχειρήσεις, αποσκοπούν στην αναπαραγωγή του συστήματος, έτσι ώστε την επόμενη ημέρα οι κυρίαρχοι να παραμένουν κυρίαρχοι και οι υποτελείς να παραμένουν υποτελείς. Τα ιστορικά καθήκοντα της αστικής εξουσίας, λοιπόν, δεν είναι ένα, αλλά δύο: αφενός να οργανώνει την παραγωγή κέρδους και αφετέρου να διασφαλίζει τις συνθήκες που είναι αναγκαίες, ώστε να αναπαράγεται το εκμεταλλευτικό σύστημα του καπιταλισμού. Αυτά είναι καθήκοντα του αστικού κράτους και τα γνωρίζουμε χάρη στη μαρξιστική θεωρία.
Δες, όμως, που ένα από τα κυριότερα στοιχεία της τρέχουσας συγκυρίας στην Ελλάδα είναι η πλήρης απροθυμία του νεοφιλελευθερισμού του Κυριάκου Μητσοτάκη να αναλάβει τα καθήκοντα αναπαραγωγής του συστήματος. Η κυβέρνηση αποσύρεται διαρκώς και επίμονα από όλα τα πεδία κοινωνικής αναπαραγωγής: από την ασφάλεια των τρένων έως τη λειτουργία των νοσοκομείων και από τη λήψη μέτρων για την αναχαίτιση της επιταχυνόμενης κλιματικής κρίσης έως την αντιμετώπιση των πυρκαγιών και των πλημμυρών. Όλα εγκαταλείπονται στην τύχη τους στο όνομα της εξωφρενικής ιδεοληψίας των νεοφιλελεύθερων ότι οι αυθόρμητες λειτουργίες της αγοράς θα καλύψουν τα κενά, που αφήνει πίσω της η απόσυρση του κράτους.
Υπάρχει και χειρότερο. Η αναπαραγωγή του εργατικού δυναμικού έχει κεντρική θέση στη συνολική αναπαραγωγή του συστήματος: Για να παρουσιάζονται στο διηνεκές στην αγορά εργασίας οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις ως αγοραστές εργασιακών ικανοτήτων και να συναντούν εκεί ως πωλητές τούς κατόχους αυτών των ικανοτήτων, δηλαδή τους μισθωτούς, αυτοί οι τελευταίοι θα πρέπει να μπορούν να συντηρούνται και να αναπαράγονται –διότι χωρίς μισθωτή εργασία δεν υπάρχει εκμετάλλευση της εργασίας ούτε υπάρχει καπιταλισμός. Εδώ, όμως, έχουμε κυβέρνηση που όχι μόνο αφήνει στην τύχη της την αναπαραγωγή της μισθωτής εργασίας, αλλά την υπονομεύει κιόλας συστηματικά και ποικιλοτρόπως.
Από περιβαλλοντική καταστροφή σε κοινωνική καταστροφή και τούμπαλιν, όμως, τα πράγματα δεν μπορούν να συνεχίσουν έτσι. Όταν συμβαίνουν αυτά, οι κυρίαρχοι δεν μπορούν να παραμένουν κυρίαρχοι για πολύ καιρό, λέει ο Μαρξ στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, με την προϋπόθεση όμως ότι κάποιος θα βρεθεί να τους σταματήσει.
Ποιος, άραγε; Ο Χάρης Δούκας, το ΚΚΕ, η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, η Ρένα Δούρου;
Στο σύνολό τους, η Αριστερά (κοινοβουλευτική και εξωκοινοβουλευτική) και η Κεντροαριστερά, δεν συγκεντρώνουν περισσότερο από το 1/3 των ψηφοφόρων (με βάση την πιο πρόσφατη δημοσκόπηση), διότι δεν μπορούν ή δεν θέλουν ή δεν ενδιαφέρονται, τέλος πάντων, να εκπροσωπήσουν την κοινωνική πλειονότητα, τις υποτελείς κοινωνικές τάξεις. Αυτό συμβαίνει για περισσότερους λόγους: η Κεντροαριστερά έχει χρεωκοπήσει ιστορικά, το ΚΚΕ νιώθει άνετα όπως είναι, και η δική μας Αριστερά, η εξωκοινοβουλευτική, κινείται σε ένα δικό της ξεχωριστό σύμπαν, που ξεκινάει από τις εμμονές του Γιάνη Βαρουφάκη και τις μικροσκοπικές προσδοκίες των αριστερών συνοδοιπόρων του, και φτάνει στην προσκόλληση της άκρας Αριστεράς στην ιδέα ότι «όλα λύνονται στον δρόμο» για τον «σοσιαλισμό από τα κάτω», και από εκεί στην υποκατάσταση της ταξικής πολιτικής από την πάλη για τα κοινωνικά δικαιώματα. Και όλα αυτά, βέβαια, μέσα στη γαλήνη της αυταρέσκειάς της, που καθιστά σχεδόν αδύνατη ή ατελέσφορη την οποιαδήποτε συγκρότηση συμμαχιών και μετώπων εν μέσω της πιο βαθιάς κρίσης του καπιταλισμού, της πιο βάρβαρης και αυξανόμενης επιθετικότητας των αστικών τάξεων, της απειλής του πολέμου και της κλιματικής κρίσης που γιγαντώνεται.
Από πού να αρχίσει κάποιος για να ελπίζει, έστω αμυδρά, ότι θα μπορούσαμε να αντιστρέψουμε την καταστροφική πορεία του καπιταλισμού προς το δυστοπικό μέλλον που έρχεται με μεγάλα βήματα; Ας αρχίσουμε από το εξής, που φαίνεται να είναι το πιο εύκολο και συνάμα εξαιρετικά κρίσιμο:
Εδώ και καιρό, ο κόσμος της Αριστεράς, χρησιμοποιεί ως έχουν τις λέξεις της καθημερινής ζωής, και οργανώνει τη δράση της με αυτές, χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι έτσι παγιδεύεται στον κλειστό κύκλο ιδεών που εκφράζουν αυτές οι καθημερινές λέξεις –χωρίς να βλέπει ότι οι λέξεις αυτές και οι αντίστοιχες ιδέες ανήκουν στην αστική τάξη, στα αφεντικά και τους συμμάχους τους, στις επιχειρήσεις, στον κρατικό μηχανισμό, στα σχολεία και τα πανεπιστήμια, στις σχέσεις και στην οικογένεια. Η γλώσσα της καθημερινής ζωής είναι η γλώσσα των κυρίαρχων, αυτή που διακινεί τις δικές τους ιδέες. Η δική μας γλώσσα, που είναι οι λέξεις και οι ιδέες της μαζικής ιδεολογίας του μαρξισμού, έχει σιγήσει. Μοιραία, η πολιτική μας παρέμβαση εγκλωβίζεται σε ένα οριοθετημένο πεδίο, που η αστική τάξη ορίζει με τη γλώσσα της, με τις λέξεις της και τις ιδέες της.
- Το άρθρο βρίσκεται δημοσιευμένο στο 24ο φύλλο (Σεπτέμβρης 2024) της εφημερίδας «Η Κόκκινη» που κυκλοφορεί.
