«Πρώτη μου φορά στο καρακόλ»

*Το παρόν κείμενο ΔΕΝ αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Τα πρόσωπα, τα ονόματα και οι καταστάσεις ΔΕΝ είναι φανταστικά και οποιαδήποτε ομοιότητα ΔΕΝ είναι συμπτωματική και ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

Γράφει η Λάλε Άλατλι

Η δασκάλα μάς έλεγε ότι στην Τουρκία παλιά το αστυνομικό τμήμα ονομαζόταν καρακόλ από τη λέξη καρά, που σημαίνει μαύρο και τη λέξη κολ, που σημαίνει χέρι, γιατί οι αστυνομικοί φορούσαν στους βραχίονές τους μαύρη ταινία αντί για στολή, για να αναγνωρίζονται. Όταν, μετά από χρόνια, έμαθα ότι η λέξη καρακόλ, που σημαίνει αστυνομικό τμήμα στα τουρκικά, προερχόταν από τη λέξη qaragul στα μογγολικά, που σήμαινε κοιτάζω/φρουρώ, είχα τσαντιστεί πολύ με τη δασκάλα, που μας έδινε πληροφορίες χωρίς να ελέγξει την πηγή τους.  

Βιαζόμουν πάρα πολύ εκείνη τη μέρα και πίστευα ότι θα γυρνούσα σύντομα στο αυτοκίνητο. Αλλά, έπεσα λίγο έξω στα σχέδια μου και όταν αντίκρυσα το αυτοκίνητό μου, ήθελα να βάλω τα κλάματα. Δεν είχε πινακίδες! Τηλεφώνησα στη φίλη μου. «Μου έκλεψαν τις πινακίδες! Σίγουρα για να τις χρησιμοποιήσουν σε ένοπλη ληστεία σε καμιά τράπεζα! Και μετά θα βάλουν εμένα μέσα!» Ως παιδί μεγαλωμένο στη χούντα του Εβρέν, είχα πάντα λίγο παραπάνω ευαισθησία στο θέμα των φυλακών και συχνά πίστευα ότι θα μ’ έβαζαν στη φυλακή. Ειδικά όταν είχα δίκιο. 

«Μην ανησυχείς, θα τις έχει πάρει η αστυνομία», μου είπε η φίλη μου, δικηγόρος, με πολύ ήρεμη φωνή. «Τιιι; Η αστυνομία να κλέβει πινακίδες; Έλεος!» Ήμουν έτοιμη να συνεχίσω, όταν με διέκοψε ευγενικά και με μεγάλη υπομονή μού εξήγησε το πώς λειτουργεί το σύστημα με τις πινακίδες στην Ελλάδα. Άργησα λίγο να καταλάβω ότι έπρεπε να πάω στο αστυνομικό τμήμα και να τους παρακαλέσω να μου τις δώσουν πίσω. «Κανονικά τις κρατάνε μέχρι και μερικούς μήνες, αλλά εσύ πολύ ευγενικά θα τους πεις ότι είσαι ξένη και δεν μπόρεσες να διαβάσεις τις πινακίδες στα ελληνικά, θα τους πεις ότι έρχεται το Πάσχα, ότι πρέπει να πας στη χώρα σου – καλύτερα μην αναφέρεις την Τουρκία – και παρακάλεσέ τους να σου τις δώσουν νωρίτερα. Μη φοβάσαι, όλοι κάνουν έτσι».

«Εγώ; Να παρακαλέσω τους αστυνομικούς και να κλαφτώ; Αποκλείεται

Δεν είχε περάσει ούτε μισή ώρα και ήδη βρισκόμουν στο αστυνομικό τμήμα στη Μοναστηρίου, σε μια ουρά. Γυναίκες, άνδρες κάθε ηλικίας, κάθε τάξης, κάθε φυλής. Μας ένωνε ένα μόνο πράγμα: οι πινακίδες μας.

Περιμένοντας να έρθει η σειρά μου, άκουγα τους διαλόγους των μπροστινών με τον αστυνομικό, για να μάθω καλά το ρόλο μου.

 «Γιατί είσαι εδώ;»

«Γιατί πάρκαρα σε λάθος μέρος».

«Και τώρα τι θέλεις

«Έρχεται το Πάσχα πρέπει να πάω την οικογένειά μου στο χωριό, περιμένουν οι παππούδες τα εγγονάκια τους. Σας ζητώ συγγνώμη, κύριε αστυνομικέ».

«Ξέρεις ότι δεν έπρεπε να παρκάρεις εκεί

«Ναι, κύριε, δεν θα το ξανακάνω».

Πώς θα έκανα όλο αυτό το θέατρο εγώ, με τα φτωχά μου ελληνικά κιόλας; Μετά από μισή ώρα με παρακάλια και συγγνώμες σ’ έναν αυστηρό αστυνομικό, ήρθε η δική μου σειρά. Άκουγα στα αφτιά μου να χτυπά η καρδιά μου. Ίδρωνα. Στο μυαλό μου έψαχνα τις σωστές λέξεις με τις σωστές καταλήξεις: η πινακίδα, την πινακίδα, οι πινακίδες, τις πινακίδες…

«Γεια σας, ήρθα να πάρω τους πινακίδες, κύριος».

«Γιατί; Τι έκανες και σου πήραμε τις πινακίδες; Λάθος παρκάρισμα

«Ναι, κύριος. Δεν ξέρω να διαβάζω ελληνικά και έτσι δεν κατάλαβα την απαγορευτικό».

«Οι απαγορευτικές πινακίδες γενικά έχουν εικόνες, όχι γράμματα! Από πού είσαι και δεν ξέρεις καλά ελληνικά

Έπρεπε να πω από πού ήμουν, χωρίς να πω τη λέξη Τουρκία. Ήμουν σε αστυνομικό τμήμα και δεν έπρεπε να πω ψέματα. Θα το έβλεπε και στα χαρτιά μου. Και μετά θα μ’ έβαζε στη φυλακή!

«Εε, χμμ, συγγνώμη δεν έπρεπε να παρκάρω εκεί, δεν θα το ξανακάνω. Είμαι από την Κωνσταντινούπολη».

Ξαφνικά, άκουσα τον ήχο των λαμπερών αστεριών του αόρατου ραβδιού, που κρατούσα στο χέρι μου. Άλλαξε χρώμα το περιβάλλον. Το αυστηρό ύφος του άνδρα απέναντί μου, μετατράπηκε σ’ ένα παιδικό χαμόγελο. Ένιωθα σαν ηρωίδα σε καρτούν. Με το μαγικό ραβδί μου θα έσωζα τον πλανήτη από τους κακούς. Και τις πινακίδες μου.

«Κωνσταντινούπολη; Είσαι αλήθεια από την Κωνσταντινούπολη

«Ναι, κύριος. Δεν θα ξαναπαρκάρω εκεί, κύριος».

«Η μητέρα μου ήταν από την Κωνσταντινούπολη! Από το Καντίκιοϊ. Κάποιες στιγμές μού μιλούσε και στα τουρκικά. Εγώ δεν μπόρεσα να πάω ακόμα ούτε να μάθω τουρκικές λέξεις. Θέλω να βρω το σπίτι της μαμάς μου. Θα με βοηθήσεις αν πάω;» Είχε δακρύσει ο άνθρωπος.

«Κι εγώ είμαι από το Καντίκιοϊ», ψιθύρισα.

Δεν συνέχισα. Δεν μπόρεσα. Και τα ελληνικά μου δεν μου επέτρεπαν πιο βαθιά κουβέντα και η ψυχολογική κατάσταση που βρισκόμουν, αλλά και η κατάσταση που βρισκόταν η Πόλη. Πώς να του έλεγα ότι πολύ πιθανόν στη θέση του σπιτιού της μητέρας του θα είχε υψωθεί ένας ουρανοξύστης τριάντα ορόφων, φτιαγμένος από την κατασκευαστική εταιρία του γιου του Πρόεδρου της Δημοκρατίας μας; Πώς να του εξηγούσα ότι από τα 700.000 κτήρια, που συμπεριλήφθηκαν στα σχέδια εξευγενισμού της Κωνσταντινούπολης, τα περισσότερα βρίσκονταν στη συνοικία Καντίκιοϊ.

«Αχ, πολύ χάρηκα. Έλα να σου δώσω το τηλέφωνό μου. Ό,τι χρειαστείς πάρε με, είμαστε συγχωριανοί. Α! Περίμενε, πάρε και τις πινακίδες σου».

Σχολιάστε