
Η μητέρα μου είπε: Ποτέ μην υποτιμάς τον κόπο που οι άλλοι
καταβάλλουν για να πούνε αλήθειες που μπορούν και ν’ αντέξουν
Ατένα Φαρροχζάντ, Λευκόσελευκό
O μπαμπάς ενοχλήθηκε απ’ το σύνθημα, γιατί περιείχε άσχημες λέξεις. Ο μεγάλος χαζογέλασε· του άρεσε κάπως, αλλά δεν του έριξε δεύτερη ματιά. Η μικρή κόλλησε τη μύτη στο παράθυρο και το κοιτούσε λεπτά ολόκληρα, σαν να της ασκούσαν μια γοητεία οι μαζεμένες άγνωστες λέξεις. Η μαμά τις καταλάβαινε μια χαρά, της φαίνονταν όμως αταίριαστες, άσχετες, ήταν σίγουρη πως δεν είχαν καμιά θέση στη ζωή τους.
Ο μπαμπάς, που έμοιαζε για λίγο βυθισμένος στις σκέψεις του, ξαφνικά φώναξε «μάθατε τώρα όλες με την πατριαρχία». Πήγε στο δωμάτιο της μικρής και τα έκανε όλα άνω κάτω, μέχρι που βρήκε σ’ ένα τετράδιο «την ίδια αηδία». Έγινε τότε αρκούδα και, αντί για λόγια, απ’ το στόμα του βγαίναν σάλια και άναρθρες κραυγές. Μάλλον τον ενοχλούσε η περίπτωση να είχε βρει η μικρή κάτι απ’ τον εαυτό της στις άσχημες λέξεις. Πρέπει όμως να τον εξόργιζε και η πιθανότητα να ήταν αυτή που τις έγραψε με κεφαλαία στον απέναντι τοίχο. Ο μεγάλος ήξερε πως δεν μπορεί να τα βάλει με αρκούδα. Κάθισε στο πάτωμα και σκεφτόταν αν λεσ-βία υπάρχει καμιά περίπτωση να σημαίνει λιγότερη βία. «Μεγάλος» σ’ αυτή την περίπτωση δεν είναι παρά ο ηλικιακά μεγαλύτερος απ’ τη μικρή. Η απούσα μαμά και παρούσα να ήταν θα έκανε τη στενοχωρημένη, γιατί δεν την αντέχει τη βία, και μετά, για τον ίδιο λόγο, θα παρίστανε την ειρηνευτική δύναμη, αποδίδοντας στον Καίσαρα τα πάντα, εκτός φυσικά απ’ την ευθύνη. Η μικρή δεν αναγνώριζε Καίσαρες, δεν πίστευε σε αρκούδες, δεν είχε ιδέα ποιος πήγε κι έγραψε το σύνθημα στον τοίχο, δεν ήξερε καν τι πήγαινε να πει. Ήθελε όμως όλο και περισσότερο να μάθει. «Μικρή» σ’ αυτή την περίπτωση σημαίνει απλώς μικρότερη σε ηλικία απ’ τον μεγάλο.
Η μαμά αργότερα είπε: «Φοβάμαι πως η μικρή θα γίνει λεσβία» και δάκρυσε εύκολα, σαν ηθοποιός. Ο μεγάλος, που δεν καταλάβαινε τη χρήση κανενός από τα δύο ρήματα, αναρωτήθηκε πού είναι το πρόβλημα. Ο μπαμπάς, που είχε ξαναπάρει στο μεταξύ όψη ανθρώπου, ένιωσε αηδία και μέσα σε δευτερόλεπτα ρώτησε «δηλαδή τι;» και μετά «πότε;». Έτσι έγινε και επέτρεψαν σ’ έναν τοίχο που ζούσε έξω απ’ το σπίτι τους να μπει ξαφνικά στη ζωή τους. Ο μπαμπάς πετάχτηκε πάνω, έτρεξε έξω και του ρίχτηκε με ορμή, λες και πίστευε πως αποτελούσε πέρασμα για πιο χρηστά μέρη ή σαν να του ζητούσε τα ρέστα για την ξαφνική κακοδαιμονία. Η μαμά κοίταζε και δεν έβλεπε, κρυμμένη πίσω απ’ την κουρτίνα της κουζίνας. Η μαμά φοβάται πολύ, είπε σιγανά απ’ το δωμάτιό του ο γιος. Εγώ όχι, είπε δυνατά από μακριά η κόρη.
Η ωδή που δεν έγραψα και άλλες ιστορίες, Ακυβέρνητες Πολιτείες 2024 (αναθεωρημένη και συμπληρωμένη έκδοση), σ. 109-110.
*Το κείμενο αναδημοσιεύεται στην ιστοσελίδα της «Κόκκινης» με την άδεια της Γιώτας Τεμπρίδου.

Γιώτα Τεμπρίδου (Ορεστιάδα, 1984). Ζει στη Θεσσαλονίκη, όπου γράφει πολύ, μικρο-διηγήματα κυρίως. Κυκλοφορούν οι συλλογές: Η ωδή που δεν έγραψα και άλλες ιστορίες (Ένεκεν, 2017 & Ακυβέρνητες Πολιτείες, 2024), Διαδοχικές ασυνέχειες (Ακυβέρνητες Πολιτείες, 2018 & 2023), τα ιογενή(Ακυβέρνητες Πολιτείες, 2020), Διαλεκτική (με τον Χρήστο Κολτσίδα· Ακυβέρνητες Πολιτείες, 2022), καθώς και η νουβέλα Διήγημας (Ακυβέρνητες Πολιτείες, 2023). Γράφει για βιβλία στο Φρέαρ και στο yusra και έχει επιμεληθεί την έκδοση Κουίρ 2024: Βίωμα, τέχνη, θεωρία (Ψηφίδες, 2024).
