
ΑΝΩ ΤΕΛΕΙΑ, μια πραγματική ιστορία
Στον Παναγιώτη
Κυριακή πρωί.
Τη μυρίζω.
Με κοιτάζει, στέκεται από πάνω μου και με κοιτάζει. Από τότε που η καρδιά μου δε λειτουργεί κανονικά, η κοιλιά ανεβοκατεβαίνει άτσαλα, αργεί να της μαρτυρήσει πως ζω ακόμη. Αν έρθει πολύ κοντά στον λαιμό μου ή στο μούτρο μου, τη νιώθω και πετάγομαι, ανοίγω το στόμα σαν να θέλω να μιλήσω, δε μπορώ, δεν της αρέσει καθόλου αυτό, τρομάζει και καμιά φορά δακρύζει. Οι χορδές μου δε συντονίζονται, μήνες τώρα, στο τέλος μού μένει μόνο η προσπάθεια, πηχτός, σκέτος αέρας, χωρίς φωνή, βγαίνει από τα κουρασμένα μου πνευμόνια, νιώθω κουρασμένη και ξαναπέφτω στο κρεβάτι σαν τσουβάλι. Γι’ αυτό στέκεται από πάνω μου και με κοιτάζει μετρώντας μέσα της δευτερόλεπτα, στα πέντε θα ανησυχήσει, σε μια στιγμή θα ιδρώσει και θ’ αρχίσει να με τραντάζει. Σε λίγο κάτι στην κοιλιά μου τής κάνει τη χάρη κι αρχίζει να κινείται. Ανακουφίζεται. Παίρνει τη ματιά της από το σώμα μου και φεύγει στο βάθος του σπιτιού με τη σκέψη πως έβγαλα κι αυτήν τη νύχτα.
Δεν μπορώ να τη δω.
Μέχρι πριν από δυο χρόνια όλο και κάτι διέκρινα, μου φαίνεται πια πολύ μακρινή εκείνη η εποχή, σαν να ’ναι η ζωή μιας άλλης. Τα πιο βαθιά γηρατειά ήρθαν λίγο λίγο, σχεδόν γλυκά, και πριν το καταλάβω μπορούσα πια να ξεχωρίσω μόνο το φως από το σκοτάδι, άλλαξαν οι συνήθειές μου και προτιμούσα να κάθομαι στη σκιά, ο ήλιος μ’ έκαιγε στα μάτια, κι έτσι αυτή άλλαξε την ώρα του περιπάτου μας, δε με πείραξε και πολύ, μόνο που μου έλειπαν τα παιδιά, παλιότερα σχολούσαν την ώρα που βγαίναμε, με έβρισκαν χαριτωμένη, τη ρώταγαν για μένα το ένα και το άλλο, μου απηύθυναν τον λόγο, φορές φορές μου χάιδευαν το μάγουλο, όλα ήταν πιο καλά τότε.
Το χειρότερο ήταν όταν νόμιζα ακόμη πως βλέπω. Αφύλαχτη από παντού, κι όμως θαρρούσα για πανοπλία το τούλι που απλωνόταν μπροστά μου, ξεγελούσα τις μέρες και πήγαινα καμαρωτή κι ανυποψίαστη, πότε με φώναζε Μαντάμ, πότε Σουσού, πότε τα δυο μαζί, και γελούσε με τα καμώματά μου, μα ήταν μόνο μια φενάκη, ένα ανάχωμα της πλάκας, το ξευτέλιζε η πραγματικότητα με κάθε ευκαιρία. Ένα απόγευμα πέρσι το καλοκαίρι έπεσα στην πισίνα, γυάλιζε το νερό, νόμισα πως ήταν δρόμος, ούτε που κατάλαβα πού ήμουν και τι έκανα λάθος, ξαφνικά κάτι κρύο και υγρό πρώτα με τύλιξε κι αμέσως μετά με φοβέρισε. Σε στιγμές βρέθηκε δίπλα μου μέσα στο νερό, μ’ έπιασε από τις μασχάλες, μ’ έβγαλε και μ’ ακούμπησε στην πετσέτα της, με σκούπιζε και μου τραγουδούσε για ώρα, όπως πολύ παλιά. Μετά το τραγούδι ησύχασε, έγινε ένα μουρμουρητό, ένα σκέτο παράπονο, στο τέλος σταμάτησε. Απόμεινε να με χαϊδεύει στο κεφάλι, είχα στεγνώσει παντού κι όμως ακόμη με χάιδευε, ήθελα να της πω να μ’ αφήσει, πως η περιπέτεια είχε τελειώσει, πως το είχα πια ξεχάσει, μα μ’ έσφιγγε και ήταν καλά, αγκαλιάστηκε η παλάμη της με το πίσω του κεφαλιού μου, νύχι με κρέας, και μείναμε εκεί όσο να πέσει ο ήλιος. Άκουσα πολλές φορές τους τελευταίους μήνες τη γιατρό να της λέει πως δε μπορώ να κλάψω, πως είναι ιδέα της και να μην στεναχωριέται άδικα, αλλά αυτή ήταν βέβαιη πως έκλαιγα. Μετά, για μέρες δεν μ’ άφηνε απ’ τα μάτια της, πηγαίναμε μαζί πάνω κάτω με αργό βήμα, ίδιοι κατάδικοι σε προαυλισμό, εκεί μέσα άλλες χρονιές έτρεχα ξελογιασμένη από μυρωδιές και χρώματα, με μάγευαν οι λιχουδιές και οι μέλισσες και τα γατιά που σκαρφάλωναν στις ελιές, τώρα είχα γίνει ένα σακί που μ’ έσερνε παντού. Την ώρα που φόρτωνε το αμάξι για να γυρίσουμε, της ξέφυγα για λίγο, έδωσα μια από κείνο το χαμηλό τοιχάκι κι έσκασα σα σάπιο φρούτο στα πλακάκια. Λες και πέταξε για να με μαζέψει από κάτω, πιο πολύ ήταν το ξάφνιασμά μου παρά ο πόνος, είχα ήδη αδυνατίσει τόσο πολύ, που ήταν δύσκολο να σπάσω οτιδήποτε πέφτοντας, κακώς φώναζε και κατηγορούσε τον εαυτό της, δεν είδα το χάσμα, εγώ έφταιγα, όταν το κατάλαβα ήταν αργά, ήμουν κιόλας στο κενό με την καρδιά να τυμπανίζει, εγώ έφταιγα. Της χάλασα τις διακοπές. Έπρεπε να μ’ έχει αφήσει πίσω, όλο και κάποια κυρία θα βρισκόταν να με φροντίσει για μια βδομάδα. Της χάλασα τις διακοπές.
Τώρα πια δεν κινδυνεύω, είμαι τελείως τυφλή, ένα γαλάζιο γάλα έχει απομείνει από τα μάτια μου, μένω στο σπίτι όλο και περισσότερο, έχει μήνες που δεν αποζητώ ούτε το μπαλκόνι, τι νόημα έχει να βγω, αφού δε βλέπω τα παιδιά και τον κάμπο, πηγαίνω μόνο όπου με πάει. Όμως όταν στέκεται πάνω από το κρεβάτι μου και περιμένει να της πει η κοιλιά μου πως έβγαλα κι αυτήν τη νύχτα, τη βλέπω. Δε μπορώ να τη δω, αλλά τη βλέπω.
Κυριακή πρωί.
Ακουμπάει τον καφέ της στο τραπεζάκι πλάι στο κρεβάτι μου, σηκώνει το σεντόνι, μετά το υποσέντονο, στο τέλος κάθεται σε μιαν ακρούλα στο στρώμα. Το ξέρω πως καμιά φορά λερώνομαι, μα στεναχωριέμαι όταν κάθεται έξω έξω στο στρώμα και μου το θυμίζει, με κάνει να ντρέπομαι, ήμουν τιτίζα κάποτε, είναι δυο μήνες πάνω κάτω που εγώ μυρίζω αντισηπτικό και το σπίτι χλωρίνη, και τα δύο της φέρνουν αναγούλα, εγώ φταίω. Στιγμές στιγμές γυρίζει να με κοιτάξει. Δεν καταλαβαίνω γιατί το κάνει, δεν υπάρχει πια τίποτα καινούριο να δει, τα μαλλιά μου πέφτουν, όπως χθες, όπως προχθές, τζίβες τρυπάνε τα μαξιλάρια και το στρώμα, και μετά στέκονται εκεί, σαν καρφιά που περιμένουν κάτι να κρεμαστεί πάνω τους, το δέρμα μου άτονο, τόπους τόπους ολόγυμνο, στάλα χυμός δεν κυλάει από κάτω, γι’ αυτό το σπρώχνει με το χάδι της προς τα πάνω κι αυτό μένει για λίγο εκεί, ένα πετσί, ένα γρουμπούλι, μια ανορθογραφία πάνω στο πρώην σώμα. Η ζέστη της απλώνεται και με καθησυχάζει. Ξαναγλιστράω στον ύπνο.
Η γιατρός έρχεται στο σπίτι μας μια φορά τη βδομάδα, φορές φορές και συχνότερα. Τη μαλώνει, ακούω καινούριες λέξεις, είναι ενοχική, λέει, και μάλιστα χωρίς λόγο, αξιολογεί λάθος αυτό που ζω, λέει, με τον τρόπο μου είμαι μια χαρά, λέει. Δεν είμαι ούτε άρρωστη ούτε δυστυχισμένη, λέει, και δεν πονάω πουθενά, είμαι μόνο πολύ γριά και αποκαμωμένη, ένα πρωινό μπορεί να μην ξυπνήσω, λέει. Μπερδεύει τις ανάγκες μου με τις δικές της, λέει, δεν είναι κακό, συμβαίνει συχνά, τα χρόνια το φέρνουν αυτό, τα χρόνια και η αγάπη, τη διορθώνω μέσα μου, μα όπως πάει θ’ αρρωστήσει χειρότερα από μένα, λέει. Μετά ακουμπάει το ακουστικό στο στήθος μου. Κάποιες φορές τής λέει πως η κατάσταση είναι σταθερή και άλλες πως η αρρυθμία χειροτερεύει. Μετά επιβεβαιώνει την αγωγή που παίρνω και δίνει οδηγίες για τη διατροφή μου, χαμένες πάνε, δεν τρώω πια καθόλου, δε μου αρέσει το φαγητό, δε με συγκινούν ούτε οι μυρωδιές. Αλέθει μπουκιές κρέας και ρύζι, προσπαθεί να νοστιμέψει κάτι που μου φαίνεται άχαρο κι ανούσιο, λιώνει μέσα τα φάρμακά μου και μετά κάθεται δίπλα μου και με ταΐζει με το μπιμπερό, όπως όταν ήμουν μωρό. Προσπαθώ να της κάνω τη χάρη, στεναχωριέται όσο αδυνατίζω, μα δεν κατεβαίνει στάλα κάτω, καλύτερα ξύδι παρά το φαγητό.
Ήμουν έξυπνη κάποτε, έτσι έλεγαν όλοι. Με φώναζαν Χουντίνι, από παντού πεταγόμουν σαν απείθαρχη σούστα, δε μ’ έβαζε κανείς σε σειρά, όλη η ζωή μου ήταν παιχνίδι και ζημιές. Μετά είχε γέλια κάποιες φορές και τιμωρίες κάποιες άλλες, ο καιρός περνούσε κι εγώ δυνάμωνα. Τώρα μου φαίνεται πως οι δείχτες του ρολογιού βάρυναν και δεν περνάει ο χρόνος, ατέλειωτος όταν λείπει, και άδειος. Η μέρα έγινε δυο μεγάλες ώρες. Η μια όταν είναι εδώ, η άλλη όταν λείπει. Πρωί ή βράδυ, ούτε που ξέρω, πόση ώρα κοιμήθηκα, ιδέα δεν έχω, σε ποιο δωμάτιο του σπιτιού ξαπλώνω, τι με νοιάζει αφού δε βλέπω το φως να γλιστράει μέσα απ’ τις κουρτίνες και τα χνούδια να χορεύουν στον δρόμο του; Μέσα στο σπίτι περπατάω πια όλο και λιγότερο, κάθε εμπόδιο που φτάνω γίνεται το τέλος του κόσμου μου, ο φίκος στη μεγάλη γλάστρα είναι το Γιβραλτάρ μου, στέκω εκεί και δεν κάνω βήμα να φύγω. Σαν κουραστώ κάθομαι, μπορεί να έχει λάσπες κάτω, μπορεί βιβλία, μπορεί τα τσίσα μου, κάθομαι και την περιμένω να έρθει να με μαζέψει. Αναποδογυρίζω έπιπλα και σκούπες μα δεν είναι όπως παλιά, κανείς δε γελάει, κι αυτή δε με μαλώνει πια. Κομμάτια απ’ αυτό που ήμουν παλιά πέφτουν στο πάτωμα, μοναχικά κι αταίριαστα σαν αποφόρια.
Ξένη με τα μαγαζιά, μαλωμένη με το σιδέρωμα, μα εμένα με είχε πάντα του κουτιού, αφράτη, μοσχοβολιστή, στην τρίχα, με το φουλαράκι μου στον λαιμό, έτσι για τσαχπινιά, άλλο τους σκούρους μήνες, άλλο τα καλοκαίρια, μού είχε κι ένα χριστουγεννιάτικο, μέχρι πέρσι λέγανε κάλαντα τα παιδιά στην πόρτα και στεκόμουν δίπλα της, έπαιρνα βλέμματα και χάδια. Φέτος είν’ αλλιώς. Από τα μέσα του Νοέμβρη που βάρυνα πολύ, βάρυνε κι αυτή. Στήνω αυτί όταν γυρίζει απ’ τη δουλειά, η πόρτα κάνει κλικ και σε δευτερόλεπτα η φωνή της με ψάχνει. Γυρίζει τα δωμάτια κι όταν με βλέπει, έρχεται και χαϊδεύει τον αυχένα μου και μου λέει πώς πέρασε τη μέρα της με το δεξί της στην πλάτη μου, ένα πετσί κι ένα κόκκαλο. Δε βγαίνει πια καθόλου τα βράδια, νομίζω πως αποταμιεύει χρόνο και αναμνήσεις λες και φορτίζει μια μπαταρία, να τη φυλάξει για τις παγωνιές που θα ’ρθουν, σαν λάστιχο τραβάει τον χρόνο, μαγειρεύει, καθαρίζει, λούζει, κανακεύει, και μαζί βλέπει τα μπαλκόνια που στολίζονται απέναντι, περνούν οι μέρες, πότε παίρνει κουράγιο, πότε απελπίζεται, τσάμπα ρίχνει το ζάρι, όλα τα λάστιχα κάποτε σπάνε, εγώ ξέρω, δε θέλω άλλο, τίποτα δεν προχωράει όσο είμ’ εδώ, έγινα μια άνω τελεία, δε θέλω άλλο, περιμένω να πέσω εκείνα τα χιλιοστά στη σελίδα της, μπορεί ένα, μπορεί δυο, να πέσω και να πάρει ξανά μπρος το ρολόι. Στις 24 πρέπει να είμαι κάπου αλλού.
Κυριακή πρωί.
Επιστρέφω στον χρόνο της χωρίς να ξέρω πόσο έλειψα. Δεν μου αρέσει που κοιμάμαι τόσο, δεν το θέλω, δεν είναι άφεση αυτό, ούτε ξεκούραση, κλεμμένες στιγμές είναι μόνο, που δε μου περισσεύουν, χωρίς όνειρα, χωρίς τίποτα, μια ρουφήχτρα είναι χωρίς ψυχή. Τη νιώθω δίπλα μου, ξέρω πως έχει στα πόδια της ένα βιβλίο. Χρόνια παίζουμε αυτήν τη σκηνή τις Κυριακές, με το δεξί να με χαϊδεύει και με το αριστερό να γυρίζει τις σελίδες. Όταν γοητεύεται απ’ αυτό που διαβάζει, ακούω την ανάσα της που αλλάζει, το χέρι της αλλάζει κι αυτό, κάποιες φορές με σφίγγει λίγο παραπάνω, άλλες με γραπώνει ή με πονάει ή τρέμει, μπορεί να μένει ακίνητο για ώρα, τότε ξέρω πως για λίγο δεν αναπνέει. Τώρα, τίποτα. Μαζεύονται τα λεπτά, μα μπροστά της δεν αθροίζονται οι παράγραφοι, δε σέρνεται η άκρη της μιας σελίδας πάνω στην άλλη, μου λείπει το σσσσσςςςς που κάνει το χαρτί πριν τον μισό κύκλο, ούτε μοίρα παραπάνω ή παρακάτω, δεν προσγειώνεται στην απέναντι πλευρά, τίποτα δεν ακούγεται, όλα ακίνητα. Αφήνει το βιβλίο, τι νόημα έχει, ξέρω πως με κοιτάζει, ακούω τη σκέψη της, της φαίνεται πως γέρασα απότομα. Βγάζει από μέσα της ένα αχ και τότε το νιώθω πως θυμάται τα παλιά. Δεν περνάει από τον νου της πως κι εγώ θυμάμαι. Λένε πως δε μπορώ, η άνοια φταίει, λένε, μα κάνουν λάθος.
Χωρούσα στην παλάμη της όταν ήρθα εδώ, το θυμάμαι, ένα ορφανό κουτάβι μιας αδέσποτης γέννας στην αλάνα, εδώ πιο πάνω. Ήταν Μάρτης, με πήρε μέσα σε μια πετσετούλα μπλε, μου χάρισε ένα σπίτι. Έφαγα ράχες βιβλίων, πόδια επίπλων, μολύβια, χώματα, λουλούδια, έφαγα παντόφλες, έφαγα και παντοφλιές, μου χάρισε μια οικογένεια, το θυμάμαι. Περπάτησα δίπλα της σε πάρκα, σε ακροθαλασσιές, σε μονοπάτια, σε βουνά, μου χάρισε μια ζωή, όλα τα θυμάμαι, μα κι εγώ, δεν ήμουν αχάριστη εγώ, τη φρόντισα όσο μπορούσα, μαζί φτιάξαμε μια γλώσσα, είχε λέξεις και συντακτικό, είχε αλήθεια. Οι μέρες της ήταν πολύ άδειες και ώρες ώρες πολύ σκληρές, και τότε την κοίταγα στα μάτια, της μιλούσα, τη συμβούλευα, τη συγχωρούσα, την έβγαζα βόλτα, την ανάγκαζα να κάνει δουλειές και ψώνια, λάδωνα τη μηχανή να πάρει μπρος. Καθόμουν δίπλα της, χάιδευα την αγκαλιά της και τη νύχτα κοιμόμουν μαζί της, με το χέρι μου στον ώμο της. Ήξερα να την ανακουφίζω, μύριζα την πληγή της κι έσπρωχνα τις μέρες της. Έτσι πέρασαν τα χρόνια, ανέβηκε η τραμπάλα, κατέβηκε η τραμπάλα, μία φορά, δύο, πολλές. Πώς να της πω ότι το παιχνίδι τελείωσε;
Λυπάμαι που δεν ετοιμάστηκε, γυμνή τη βρήκε η καινούρια μας ζωή, μα δεν μπορώ πια να την περιμένω, δεν θέλω άλλο, ας ησυχάσω πια, ας γίνω μια λυπημένη ματιά, μου φτάνει αυτό, εγώ ξέρω την αλήθεια, ας γίνω μια καινούρια κορνίζα στο επιπλάκι κοντά στο πιάνο, δεν πειράζει ή ας μη γίνω τίποτα, καθόλου δεν πειράζει, εγώ ξέρω… Ακόμα καλύτερα, ας γίνω ένα καινούριο ορφανό που θα μάθει εδώ μέσα τη γλώσσα, το πείσμα και την αγάπη.
Ακούω ένα κουδούνισμα.
Κλαίει, εγώ φταίω.
Δε μπορώ να τη δω, αλλά τη βλέπω.
«Αύριο στις δύο έκλεισα ραντεβού για την ευθανασία.»
Είναι κάτι μέσα μου που με τα χρόνια έγινε πέτρα, ούτε ξύλο ούτε χαρτί. Δεν καίγεται, δεν σκίζεται, χαράχτηκε κι είναι δικό μου για πάντα, κι όσοι λένε πως είναι κακό να γίνεται πέτρα η καρδιά, ας έρθουν να ρωτήσουν εμένα.
Κυριακή μεσημέρι.
Βέροια, 20/11/22 – 4/12/22
Η Πόπη Φιρτινίδου γεννήθηκε το 1966 και μεγάλωσε στη Βέροια. Σπούδασε Φυσική και Μουσική. Διδάσκει πιάνο στο Δημοτικό Ωδείο Βέροιας.
*Το διήγημα «Άνω τελεία» συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο «Τηρούμενες Αναλογίες» που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 2023 από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων.
**Εικαστικό έργο: Vova Keno
