
Γράφει η Λίλα Μαράκα*
Στα 1931 ολοκληρώθηκε η καθιέρωση του Χόρβατ. Παρουσίασε στο Βερολίνο δυο από τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα του («Ιταλική Νύχτα», «Ιστορίες από το Δάσος της Βιέννης») και τιμήθηκε με την πιο σημαντική λογοτεχνική διάκριση της εποχής, το Βραβείο Κλάιστ.
Όλοι οι έγκυροι θεατρικοί κριτικοί αναγνώρισαν την αξία του νέου δραματουργού, υπογράμμισαν τις αρετές του και την ιδιομορφία του, την παραστατική δύναμη της γλώσσας του, την οξυδέρκεια της παρατήρησής του, τη σατιρική του ειρωνεία, καθώς επίσης και την άτεγκτη καταγγελία κοινωνικών και πολιτικών φαινομένων της εποχής, που προανάγγελναν τη φοβερή εξέλιξη του φασισμού.
Το τελευταίο αυτό χαρακτηριστικό έγινε αμέσως αντιληπτό και από την πλευρά της φασιστικής αντίδρασης. Από την πρώτη ήδη εμφάνιση του Χόρβατ με την «Ανταρσία», που είχε ήδη για θέμα της την εκμετάλλευση των εργατών από το κεφάλαιο, οι Εθνικοσοσιαλιστές είχαν επισημάνει ένα καινούριο εχθρό τους. Με ένα επόμενο έργο, το «Σλάντεκ», που δεν έδειχνε μόνο την ένταξη του συγγραφέα στο άλλο στρατόπεδο, αλλά ήταν μια απροκάλυπτη καταγγελία των φασιστικών παραστρατιωτικών οργανώσεων, που με την επωνυμία Μελανή Στρατιά δρούσαν εγκληματικά στα σκοτεινά με προγραφές και πολιτικές δολοφονίες, οι Εθνικοσοσιαλιστές ξεσηκώθηκαν. Δε δίστασαν ακόμη και απειλές να διατυπώσουν από τα δημοσιογραφικά τους όργανα […].
Αφορμή για λυσσασμένες επιθέσεις από την ίδια πλευρά έδωσε και η απονομή του βραβείου Κλάιστ. «Πώς ονομάζονται τα σε ευρύτερους κύκλους άγνωστα αριστουργήματα του “νεαρού Ούγγρου” Χόρβατ; Ε, το πρώτο είχε τον τίτλο “Σλάντεκ ο μελανός στρατιώτης της στρατιάς του Ράιχ” κι αυτό από μόνο του λέει αρκετά. Μια πραγματική αποκάλυψη της ωραίας του ψυχής έδωσε ο Χόρβατ με την “Ιταλική Νύχτα” του, ένα “επίκαιρο καλαμπούρι” που ο Κερ το βρήκε “εξαίσιο”. Εδώ επιπλήττει ο Χόρβατ τους δημοκρατικούς συνδέσμους που δεν είναι αρκετά ενεργοποιημένοι, όσο θα ’θελε αυτός ο κουλτουριάρης μπολσεβίκος των σαλονιών, ενώ ο “εχθρός” (υπονοείται ο εθνικοσοσιαλισμός) βυσσοδομεί δήθεν στα σκοτεινά… Αλλά εμείς ξέρουμε ότι ο Χόρβατ δεν έχει να πει τίποτα, μα τίποτα απολύτως σε Γερμανούς».
Οι αναφορές αυτές στη ναζιστική αντίδραση μεταφέρθηκαν εδώ, γιατί είναι πολύ χαρακτηριστικές. Και είναι απαραίτητο να γίνεται υπενθύμισή τους, γιατί πολύ εύκολα, όταν περάσει ο καιρός που είναι επίφοβες, οι αντίπαλοί τους τις ξεχνούν ή τις θεωρούν μόνο γελοίες εξαιτίας του τόσο χαμηλού τους επιπέδου. Αυτός όμως δεν είναι λόγος να θεωρούνται και ακίνδυνες. Συνέπεια αυτών των αντιδράσεων ήταν, π.χ., δυο χρόνια αργότερα, το 1933, όταν πήραν την εξουσία οι Ναζιστές να καούν τα βιβλία του Χόρβατ (στις διαβόητες δημόσιες πυρές των βιβλίων) και να αναγκαστεί ο ίδιος να πάρει το δρόμο της πολιτικής αυτοεξορίας […].
Το έργο που στη δεύτερη σύνταξή του, με τον παραλλαγμένο τίτλο «Σλάντεκ, ο μελανός στρατιώτης της στρατιάς του Ράιχ», συγκεκριμενοποιήθηκε ιστορικά σε «Χρονικό από τον αιώνα του πληθωρισμού», είναι το μόνο στο οποίο ο Χόρβατ πραγματεύεται άμεσα ένα θέμα από την πολιτική επικαιρότητα της εποχής. Η πρώτη παραλλαγή, «Σλάντεκ Α΄», γράφτηκε γύρω στο 1927, η δεύτερη, «Σλάντεκ Β΄» λίγο αργότερα. Το έργο βγήκε μέσα από τη συνεργασία του συγγραφέα στην ταξινόμηση του υλικού για την καμπάνια της Ένωσης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα ενάντια στην τακτική συγκάλυψης των ακροδεξιών δραστηριοτήτων από τη Δικαιοσύνη.
Η πολιτική πραγματικότητα της εποχής ήταν ιδιαίτερα ταραγμένη και ανησυχητική. Μετά από το χαμένο για τη Γερμανία Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την ταπεινωτική γι’ αυτήν Συνθήκη των Βερσαλιών, είχε προσφερθεί έδαφος στην εθνικιστική μιλιταριστική ακροδεξιά αντίδραση και προπαγάνδα. Ύποπτες φυσιογνωμίες απόστρατων αξιωματικών συγκροτούσαν παραστρατιωτικές ομάδες με θεωρητικό, αλλά ανέφικτο ακόμα στόχο, ένα καινούριο πόλεμο με τους εξωτερικούς εχθρούς, που «είχαν ατιμάσει το γερμανικό λαό» («Σλάντεκ Α΄», Έργα 2, σελ. 409). Κυρίως όμως με την ανοχή του επίσημου κράτους είχαν αναπτύξει τρομοκρατική δράση με πολιτικές δολοφονίες κ.λπ., πολεμώντας τον εσωτερικό εχθρό, δημοκρατικούς, φιλελεύθερους, σοσιαλιστές και κομμουνιστές.
Στη σκοτεινή δράση αυτών των παραστρατιωτικών ομάδων των εθνικιστών αναφέρεται το έργο, στην ανοχή αυτής της δράσης από την κρατική εξουσία και (στην πρώτη μόνο παραλλαγή) στη συγκάλυψή της από τη δικαιοσύνη. Ο χειρισμός του θέματος αυτού είναι χαρακτηριστικός για το Χόρβατ. Η κατάσταση παρουσιάζεται μέσα από την ιστορία ενός προσώπου, του Σλάντεκ, που μπερδεμένος διανοητικά και συναισθηματικά, χωρίς οικονομική, κοινωνική, επαγγελματική και ιδιωτική διέξοδο για την ύπαρξή του, προσχωρεί σε μια τέτοια οργάνωση, συμμετέχει σε μια δολοφονία και όταν η όλη υπόθεση της Μελανής Στρατιάς ανατινάζεται, είναι ο μόνος που πληρώνει, ενώ οι άλλοι, οι πρωτεργάτες και τα στελέχη, έχουν τη δυνατότητα να διαφύγουν.
Ο Σλάντεκ, που πέρασε την εφηβεία του στη διάρκεια του μεγάλου πολέμου και δεν θυμάται καν ότι μπορεί να υπάρχει ειρήνη, που επαγγελματικά ήθελε να γίνει σερβιτόρος, αλλά οι δύσκολοι καιροί, οικονομική κρίση, ανεργία, πληθωρισμός, δεν του το είχαν επιτρέψει και τώρα τον συντηρεί η 15 χρόνια μεγαλύτερή σπιτονοικοκυρά και ερωμένη του, Άννα, έρχεται σε επαφή με μια εθνικιστική ομάδα, που κάτω από την ηγεσία ενός απόστρατου λοχαγού ετοιμάζεται μυστικά για ένα πραξικόπημα.
Η παράταξη αυτή ζωγραφίζεται από το συγγραφέα με όλα τα μελανά χρώματα που έχει και στην πραγματικότητα. Οι «Σβαστικοφόροι» είναι μέθυσοι, σαδιστές, τραμπούκοι, δειλοί εγκληματίες. Ο αρχηγός τους έχει τον απαραίτητο παραλογισμό του πραξικοπηματία ακροδεξιού στρατιωτικού, «ένας παλαβός» θα πουν αργότερα τα πρωτοπαλίκαρά του, που «πιστεύει πως είναι ένας δεύτερος Μεγαλέξαντρος, επειδή από υπαξιωματικός προβιβάστηκε σε αξιωματικό» («Σλάντεκ, Α΄», ό.π., σελ. 468).
Το πάθος της ώριμης γυναίκας για το νεώτερο εραστή, που με ζηλοτυπία παρακολουθεί τις κινήσεις του, οδήγησε την Άννα στα ίχνη της ομάδας. Στην απεγνωσμένη προσπάθειά της να τον κρατήσει, είχε την αφέλεια να απευθυνθεί σε αυτούς τους ίδιους: «Σας παρακαλώ. Σας παρακαλώ, αφήστε μου το Σλάντεκ… Έχω κι άλλη μια φορά θυσιάσει τα πάντα για την πατρίδα. Δεν αφήνω να μου πάρουν τίποτ’ άλλο. Θα καταδώσω όλη τη στρατιά στους Πολωνούς. Σήμερα» («Σλάντεκ, Α΄», ό.π., σελ. 419).
Η απειλή αυτή είναι και η θανατική της καταδίκη. Στην εκτέλεση της προδότριας συμφωνεί, αρχικά, και ο Σλάντεκ, πιστεύοντας στην αναγκαιότητα της πράξης για να προστατευθεί η υπόθεση της πατρίδας.
Ένα άλλο πρόσωπο που γνωρίζει την ιταμή αυτοδικία της Μελανής Στρατιάς είναι ο αριστερός διανοούμενος, ειρηνιστής αρχικά δημοσιογράφος Φραντς. Στο «Σλάντεκ Β΄» ονομάζεται Σμίνκε, έχει πάρει δηλαδή ήδη το όνομα που ο συγγραφέας δίνει τελικά σ’ αυτή τη σταθερή φιγούρα, την οποία χρησιμοποιεί και σε άλλα έργα. Ο δημοσιογράφος μαζεύει υλικό για να καταγγείλει τη δραστηριότητα της παραστρατιωτικής οργάνωσης. Το έργο αρχίζει με τον ξυλοδαρμό του από μια ολόκληρη ομάδα Σβαστικοφόρων, επειδή τον αντιλήφθηκαν να παρακολουθεί μια συγκέντρωσή τους. Με την αντιπαράθεση του Φραντς και της Μελανής Στρατιάς (μέλη της ομάδας, Λοχαγός, Σλάντεκ) δίνεται η ευκαιρία να παρουσιαστούν οι ανταγωνιστικές δυνάμεις και οι ιδεολογίες που καθόριζαν το ταραγμένο πολιτικό κλίμα της εποχής. Ο ίδιος ο Φραντς από απόλυτος ειρηνιστής, που αντιμάχεται τη βία και αισθάνεται υπεύθυνος για κάθε ένα άτομο ξεχωριστά, θα φτάσει, ύστερα από την προσωπική του εμπειρία με τη Μελανή Στρατιά (θα τον είχαν σκοτώσει αν δεν τους διέλυε την τελευταία στιγμή ο τακτικός στρατός) να δηλώνει ότι έκανε λάθος, ότι υπάρχουν άτομα που πρέπει να εξοντωθούν κι ότι έγινε τρομοκράτης για να καταπολεμήσει το σύστημα.
Οι δυο συζητήσεις που έχει ο Σλάντεκ μαζί του δίνουν την ευκαιρία στο συγγραφέα να παρουσιάσει την εικόνα του ήρωά του, να αναπτύξει το ιδεολογικό του κομφούζιο, την άλογη λογική του, μέσα από τις ίδιες του τις σκέψεις, θέσεις και απόψεις. Μ’ αυτό τον τρόπο δείχνει ταυτόχρονα και πόσο λαθεμένη αντίληψη έχει για τον εαυτό του και την κατάστασή του, για τις δυνατότητές του και τις αντικειμενικές συνθήκες που καθορίζουν την ύπαρξή του, ή τις δυνάμεις που τον χειραγωγούν.
Ο ίδιος ο Χόρβατ, που αποκαλεί τον ήρωά του φαινόμενο της εποχής, έχει δώσει την παρακάτω εξήγηση: «Ο Σλάντεκ είναι σαν πρόσωπο ένας τύπος που τον έχει δημιουργήσει η εποχή μας και μόνο από αυτή μπορεί να εξηγηθεί… Ολοφάνερα ένας εκπρόσωπος εκείνης της νεολαίας, “το 1902 γεννηθείς”, που στην εφηβεία του έζησε τη “μεγάλη εποχή”, τον πόλεμο και τον πληθωρισμό. Είναι ο τύπος αυτουνού που δεν έχει παράδοση, που είναι ξεριζωμένος, που του λείπει κάθε σταθερό θεμέλιο και που γίνεται το πρότυπο του οπαδού. Χωρίς να είναι στο βάθος δολοφόνος, διαπράττει μια δολοφονία. Ένας απαισιόδοξος που συνεχώς σκαλίζει, αγαπάει τη δικαιοσύνη – χωρίς να πιστεύει στην ύπαρξή της, δεν έχει έδαφος, ούτε μέτωπο… Επειδή βλέπω τα κύρια προβλήματα της ανθρωπότητας κατά πρώτο λόγο από κοινωνική σκοπιά, με ενδιέφερε στο “Σλάντεκ” μου πάνω απ’ όλα, να καταδείξω τις κοινωνικές δυνάμεις από τις οποίες δημιουργήθηκε αυτός ο τύπος» (Έργα 2, σελ. 663 κ.ε.).
Ο Σλάντεκ, ο οπαδός που νομίζει ότι ενεργεί αυτόβουλα, ο πνευματικά περιορισμένης αντίληψης που πιστεύει ότι σκέφτεται αυτόνομα, το προϊόν των κοινωνικών συνθηκών, που έχει την εντύπωση ότι είναι αυτεξούσιο, δεν έχει επίγνωση της πραγματικής κατάστασής του, που χαρακτηριστικό της είναι το αδιέξοδο. Μόνο μια βαθειά μελαγχολία αισθάνεται για την ευθύς εξαρχής και χωρίς δική του υπαιτιότητα, χαραμισμένη ύπαρξή του, είναι απαισιόδοξος, μόνος, δυστυχής, γελασμένος.
Η διαταραχή αυτή τη προσωπικότητάς του προσάπτεται βέβαια σ’ αυτόν, και ο ίδιος, μάλλον, τον εαυτό του θεωρεί υπεύθυνο. Στο τέλος όμως του «Σλάντεκ Α΄» ο συγγραφέας δείχνει πολύ καθαρά πως άλλοι εξωτερικοί, κοινωνικοί παράγοντες είναι υπεύθυνοι για την απελπιστική κατάσταση του ήρωα.
Στη σκηνή του λούνα-παρκ ο Σλάντεκ, που μόλις έχει αποφυλακιστεί μέσα στα πλαίσια μιας γενικής αμνηστίας για πολιτικά εγκλήματα, ύστερα από δυο χρόνια φυλακή, συναντάει τη Λότε, που ενσαρκώνει τη χαμένη του ευκαιρία κανονικής ύπαρξης. Όταν συναντάει την κοπέλα (μέχρι τότε είχε γνωρίσει μόνο τη γυναίκα-μητέρα και την πόρνη) είναι πια πολύ αργά για να δημιουργήσει μια κανονική ανθρώπινη σχέση. Έχει πια χάσει την επαφή με όλο τον γύρω κόσμο.
Οι απαρχής χαμένες ευκαιρίες (μια ανθρώπινη σχέση, το επάγγελμα του σερβιτόρου) που η οικονομική κατάσταση της εποχής επιφύλαξε στο Σλάντεκ, δείχνουν σε ποιο βαθμό δεν είναι ο ίδιος υπεύθυνος για το αδιέξοδο της ύπαρξής του. Σ’ αυτό το σημείο φαίνεται η κοινωνική στράτευση του Χόρβατ και ο ανθρωπισμός του, σε αντίθεση μάλιστα με ένα άλλο πρόσωπο του έργου του, τον αριστερό διανοούμενο Φραντς, που όχι μόνο περιφρονεί το Σλάντεκ, αλλά πιστεύει ότι πρέπει να εξοντωθεί και μ’ αυτό το πνεύμα καταθέτει μάρτυρας στη δίκη εναντίον του.

Γενικά η τελευταία εικόνα, που διαδραματίζεται στο λούνα-παρκ, ένα χαρακτηριστικό για το έργο και αγαπημένο στη ζωή του Χόρβατ χώρο, επιτρέπει να φανεί κάποια αχτίδα μιας έστω όχι ρεαλιστική αισιοδοξίας. Ο Σλάντεκ έχει αμνηστευθεί και είναι έτοιμος να μπαρκάρει για την Νικαράγουα. Βρίσκεται δηλαδή στο κατώφλι της πραγματοποίησης ενός παλιού του ονείρου. Όλα αυτά όμως, όχι μόνο η σχετική αισιοδοξία της τελευταίας εικόνας, με το γενικό πνεύμα συμφιλίωσης που επικρατεί και αφήνει ανοικτές κάποιες προοπτικές, αλλά όλη η πλοκή μετά από τη διάλυση της Μελανής Στρατιάς από τον τακτικό στρατό, η φυγάδευση των αρχηγών στο εξωτερικό, η σύλληψη, η δίκη και η αμνήστευση του Σλάντεκ, ανήκουν μόνο στην πρώτη παραλλαγή. Η δεύτερη τελειώνει με το θάνατο του ήρωα στη διάρκεια της συμπλοκής με το στρατό.
Στη δεύτερη παραλλαγή του έργου αμέσως μετά την κατάληψη του κρυφού στρατηγείου της Μελανής Στρατιάς από τον τακτικό στρατό και ενώ ο Σλάντεκ που έχει πληγωθεί πεθαίνει, ο Ομοσπονδιακός Γραμματέας εκθέτει την επίσημη άποψη, ότι όλα για τη Μελανή Στρατιά και τις πολιτικές δολοφονίες ή το πραξικόπημα που ετοιμαζόταν είναι φανταστικά.
Με το θάνατο του Σλάντεκ, την ιδεολογική μεταστροφή του Σμίνκε και τη σύντομη παράθεση της επίσημης εκδοχής συμπυκνωμένα σε μια σκηνική μονάδα το έργο τελειώνει στη δεύτερη παραλλαγή πολύ πιο καθαρά ως την πολιτική του στράτευση και την κριτική που ασκεί στην εποχή του. Αντίθετα, η πρώτη παραλλαγή, πολύ πιο άμεσα επηρεασμένη από τη συνεργασία του Χόρβατ στη συγκέντρωση του υλικού για τον τόμο της Ένωσης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, «Πολιτική Δικαιοσύνη», ενδιαφέρεται και για τη δίκη της υπόθεσης Σλάντεκ. Η ενότητα αυτή αποτελεί το κύριο μέρος της Γ΄ πράξης της πρώτης παραλλαγής και ξεσκεπάζει την προσπάθεια συγκάλυψης της καταχθόνιας δραστηριότητας της παρακρατικής-παραστρατιωτικής οργάνωσης και την παρουσίαση του Σλάντεκ σαν πνευματικά καθυστερημένου δολοφόνου.
Συγκριτικά με την πρώτη παραλλαγή η δεύτερη είναι δραματουργικά πολύ πιο εξελιγμένη. Δε χωράει αμφιβολία ότι σα δραματικό έργο ο «Σλάντεκ» κερδίζει από την επανασύνταξή του. Η πρώτη γραφή, αντίθετα, είναι πιο αναλυτική, αναπτύσσει περισσότερο σκέψεις, ιδέες και απόψεις των προσώπων.
*Η Λίλα Μαράκα είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το παρόν είναι αποσπάσματα από το έργο της, Εντέν Χόρβατ, ο Απομυθευτής του Μικροαστισμού και του Ναζισμού, εκδ. Διογένης, Αθήνα 1983. Είχαν περιληφθεί στο αφιέρωμα της Μαρξιστικής Σκέψης για το φασισμό, τόμος 10, σελ. 392-397.
Ο σύντροφος Χρήστος Κεφαλής, μέλος της Συντακτικής Ομάδας της Μαρξιστικής Σκέψης είχε την ευγενή καλοσύνη να μας στείλει το παραπάνω κείμενο για να το αναδημοσιεύσουμε στην ιστοσελίδα της «Κόκκινης»
