(με βάση το μυθιστόρημα «Χώρα των προσφύγων» της Κίτσα Κόλμπε)
Γράφει η Έλενα Γκιοργκίοβσκα
Μετάφραση: Σωτήρης Μηνάς
Η Εμφάνιση του Αιγαιακού Θέματος στη Μακεδονική Λογοτεχνία

Το αιγαιακό θέμα στη μακεδονική φιλολογική επιστήμη αντλεί την εμφάνισή του από τη δημοσίευση των πρώτων έργων, στα οποία αντιμετωπίζεται ως κύριο χαρακτηριστικό. Απόδειξη αυτού είναι τα μυθιστορήματα: «Ζόια» του Πάσκαλ Γκιλέβσκι, «Κλίνη για τους θλιμμένους» του Πέτρε Νάκοφσκι, «Ομίχλη» του Ίβαν Τσάποφσκι, «Φωτιά στην καρδιά» της Κάτα Μισίρκοβα και άλλα. Το θέμα αυτό βρήκε τον δρόμο του και ενσωματώθηκε στη μακεδονική λογοτεχνία, ακριβώς τη στιγμή που ήταν περισσότερο απαραίτητο – στις απαρχές της ανάπτυξης του σύγχρονου μακεδονικού μυθιστορήματος.
Συγκεκριμένα, η ανάπτυξη του μακεδονικού μυθιστορήματος δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς το αιγαιακό θέμα, καθώς «το αιγαιακό θέμα αποτελεί μία ιδιαίτερη αξία της μακεδονικής λογοτεχνίας και του μακεδονικού μυθιστορήματος» (Τοντόροφσκι 2007: 370). Χωρίς αυτή την ιδιαίτερη αξία, δεν θα ήμασταν πλήρεις ούτε ως λογοτεχνία ούτε ως πολιτισμός.
Στις πρώτες αναλύσεις και μελέτες για το αιγαιακό θέμα στη σύγχρονη μακεδονική λογοτεχνία, ο Γκάνε Τοντόροφσκι έδωσε διάλεξη στο 20ό Σεμινάριο για τη Μακεδονική Γλώσσα, Λογοτεχνία και Πολιτισμό στην Οχρίδα, στις 12 Αυγούστου 1987. Αυτή συνδέεται με προηγούμενες διαλέξεις των Αλεξάνταρ Σπάσοφ και Γκεόργκι Στάρντελοφ. Το αιγαιακό θέμα, σύμφωνα με τον Τοντόροφσκι, συγκαταλέγεται ανάμεσα στα λίγα καίρια ή κεντρικά θέματα για εμάς: το θέμα του Ίλιντεν, των Βαλκανικών Πολέμων, του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, καθώς και των αγώνων του μακεδονικού λαού από την Αιγαιακή Μακεδονία, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου (1946-1949). Το αιγαιακό θέμα είναι «…ιδιαίτερο και συνδέεται αποκλειστικά με τη μακεδονική λογοτεχνία, καθώς κάθε εθνική λογοτεχνία, ανεξάρτητα αν είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη, έχει κάποια λεγόμενα κεντρικά θέματα» (Τοντόροφσκι 2007: 369). «Αυτή η λογοτεχνία, για εμάς τους Μακεδόνες, έσωσε την εθνική μας τιμή. Μας έδωσε τη δυνατότητα να θρηνήσουμε τη συλλογική ιστορική μνήμη σαν αρχαία τραγωδία» (Τοντόροφσκι 2007: 369).
Από τότε μέχρι σήμερα, το αιγαιακό θέμα κατέχει σημαντική θέση στη μακεδονική λογοτεχνία μέσω της δημοσίευσης πολυάριθμων μελετών και έργων. Έργα νεότερης εποχής, που πραγματεύονται το αιγαιακό θέμα, είναι τα μυθιστορήματα της Κίτσα Κόλμπε, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν τα: «Αιγαιάτες» (1990), «Το χιόνι της Καζαμπλάνκα» (2005) και «Γη των προσφύγων» (2018), το οποίο θα αποτελέσει αντικείμενο μελέτης σε αυτή τη μελέτη. Η Κίτσα Κόλμπε είναι Μακεδόνισσα συγγραφέας και μεταφράστρια με αιγαιακή καταγωγή, που χρησιμοποιεί τον γραπτό λόγο, για να διερευνήσει το προσωπικό και συλλογικό τραύμα, τα ζητήματα της ταυτότητας και της μνήμης. Στα μυθιστορήματά της πραγματεύεται το ζήτημα της αποξένωσης, της γλωσσικής απώλειας και της εμπειρίας των διωκόμενων Μακεδόνων. Έτσι, αποδεικνύεται ότι το αιγαιακό θέμα στη μακεδονική λογοτεχνία είναι πολύ περισσότερα από μία ειδολογική κατηγορία· είναι, όπως τονίζει και ο Τοντόροφσκι, «μοίρα, πόνος, τραύμα και σύμπλεγμα» (Τοντόροφσκι 2007: 375), αλλά και «…μοιραίο καθήκον και εθνικό χρέος, κάλεσμα αίματος και γης…» (Τοντόροφσκι 2007: 377).
Η Αιγαιακή θεματολογία ως παλίμψηστο στη μακεδονική λογοτεχνία
Η αιγαιακή θεματολογία, την οποία ο Τοντόροφσκι ήδη από το 1987 αναγνώρισε ως κυρίαρχη επικαιρότητα της λογοτεχνίας μας, σήμερα ζει τη δική της παλίμψηστη αφήγηση στη μακεδονική λογοτεχνία και κουλτούρα. Μπορεί να συζητηθεί σε πολλά επίπεδα, καθώς είναι δική μας, μας ανήκει βαθιά – στους ανθρώπους, στους πρόσφυγες, στους Αιγαιάτες, στους Μακεδόνες.
«Η αιγαιακή θεματολογία για τον σύγχρονο Μακεδόνα πολίτη, άνθρωπο ή διανοούμενο είναι ένα εξαιρετικά επώδυνο, λεπτό, ευαίσθητο, ωμό, υπαρξιακό και ουσιώδες, πολιτικό και ιστορικό, εθνικό και κοινωνικό, ιδεολογικό και ανθρωπολογικό ζήτημα, και πάνω απ’ όλα – τραγικό ζήτημα, ένα ζήτημα που παραμένει άλυτο… Η λογοτεχνία, ακόμη κι αν το ήθελε, δεν θα μπορούσε να το αποφύγει από τον οπτικό της ορίζοντα.» (Τοντόροφσκι 2007: 375)
Η αιγαιακή θεματολογία δεν εμφανίζεται απρόσκλητη στη λογοτεχνική μας σκηνή. Προκύπτει ως αποτέλεσμα των αδικιών και του εξοστρακισμού, που υπέστησαν οι Μακεδόνες της Αιγαιακής Μακεδονίας στο πέρασμα του χρόνου.
«Η έξοδος δεν πρέπει να ξεχαστεί, και γι’ αυτό το αιγαιακό ζήτημα δεν πρέπει να κλείσει.» (Μόισοβα-Τσεπίσεφσκα 2015: 80)
Το τραύμα της εξόδου αναδύεται ως τραύμα της κουλτούρας μας, της παράδοσής μας, και επηρεάζει άμεσα τη μακεδονική ταυτότητα.
Γι’ αυτό, η αιγαιακή θεματολογία δεν πρέπει και δεν μπορεί να εξετάζεται χωριστά από τη μακεδονική λογοτεχνία και κουλτούρα. Καταρχάς, επειδή υπάρχει μέσα σε αυτήν ως παλίμψηστο. Έτσι, το παλιό κείμενο γραμμένο σε περγαμηνή μπορούμε να το αντιληφθούμε ως συνώνυμο της μακεδονικής λογοτεχνίας στο πέρασμα του χρόνου, ενώ το νεότερο κείμενο που γράφεται πάνω στο ήδη υπάρχον, δηλαδή το παλίμψηστο, γίνεται συνώνυμο της αιγαιακής θεματολογίας, η οποία διαπερνά σαν λεπτό νήμα την περγαμηνή.
Το σβησμένο παλιό κείμενο και το νέο κείμενο διαπλέκονται, αναμειγνύονται, δημιουργούν δικούς τους λαβυρίνθους και αρχίζουν να συνυπάρχουν το ένα για το άλλο/το ένα με το άλλο. Από τη στιγμή που εμφανίστηκε, η αιγαιακή θεματολογία δεν μπορούσε και δεν μπορεί να διαχωριστεί από τη μακεδονική λογοτεχνία, όπως τα παλίμψηστα – τα παλιά χειρόγραφα γραμμένα πάνω σε ήδη υπάρχον κείμενο.
Όταν τα δύο αναμειχθούν, είναι δύσκολο να τα διακρίνει κανείς χωριστά. Έτσι, η μακεδονική λογοτεχνία και κουλτούρα δεν μπορούν να εξεταστούν ξεχωριστά από τα κείμενα με αιγαιακή θεματολογία, από την ίδια την αιγαιακότητα.
Η αιγαιακή θεματολογία, ως παλίμψηστη κατηγορία, ανοίγει πολλά ζητήματα: αυτά της κατοικίας, της μεταμνήμης, του μεσογειακού πνεύματος, της συλλογικής μνήμης.
Για την Κίτσα Κόλμπε, το να θυμάσαι σημαίνει να καταγράφεις στην περγαμηνή της ιστορίας, και έτσι, μέσα από τα έργα της, στα οποία η αιγαιακή θεματολογία γνωρίζει την έκρηξή της, δημιουργεί ένα σπίτι για τη συλλογική μνήμη όλων των προγόνων.
Πάνω στην περγαμηνή της μακεδονικής λογοτεχνίας και κουλτούρας, αυτή και πολλοί άλλοι συγγραφείς καταγράφουν το παλίμψηστο για τα αιγαιακά δεινά. Η Κίτσα Κόλμπε, με το «Γη των Προσφύγων» αλλά και με τα προηγούμενα μυθιστορήματά της, επιθυμεί να καταγράψει την τραγική ιστορία των Αιγαιατών, διότι «η ιστορία αντιπροσωπεύει το παρελθόν, ενώ η μνήμη είναι αιώνιο παρόν ή σύγχρονο παρελθόν.» (Μόισοβα-Τσεπίσεφσκα, από το εγχειρίδιο: 7)
Η μνήμη είναι ανάμνηση, και η φιλοσοφία της ανάμνησης ανοίγει και τις θεματικές της νοητικής μνήμης, της αισθητηριακής ανάμνησης και της μεταμνήμης.
Η Μεταμνήμη ως Κατοπτρική Εικόνα της Αισθητηριακής Ανάμνησης
(OMNIA MEA MECUM PORTO)
Ο όρος μεταμνήμη εισήχθη από τη Marianne Hirsch, για να περιγράψει «τη σχέση των παιδιών των επιζώντων του πολιτισμικού και συλλογικού τραύματος με τις εμπειρίες των γονέων τους – εμπειρίες που εκείνα θυμούνται μόνο ως ιστορίες και εικόνες με τις οποίες μεγάλωσαν, αλλά που είναι τόσο ισχυρές, ώστε τα παιδιά αυτές τις εμπειρίες τις κατασκευάζουν ως δικές τους μνήμες». (Hirsch 1999: 8) Στην πραγματικότητα, η μεταμνήμη γίνεται μέρος τόσο των αναμνήσεων όσο και της ζωής της Φρόσκας, της κόρης, χαρακτήρα του μυθιστορήματος «Η Χώρα των Προσφύγων» της Κίτσας Κόλμπε. Μέσα από τη μεταμνήμη της Φρόσκας αφηγείται η ιστορία της οικογένειάς της και, μέσω αυτής της ιστορίας, οι αφηγήσεις οικογενειών, που μοιάζουν με τη δική της. Το συγκεκριμένο βιβλίο αποτελεί μια μυθοπλαστική προβολή της πραγματικής ζωής των Μακεδόνων της Αιγαιακής γης.
Παρόλο που η μεταμνήμη αναφέρεται στη μεταγενέστερη γενιά, που δεν έζησε άμεσα τα τραυματικά γεγονότα, η Φρόσκα ανήκει στην πρώτη μεταγενέστερη γενιά. Αυτό σημαίνει ότι μεγάλο μέρος των βιωμάτων αυτών είναι μέρος της μεταμνήμης της, αλλά ένα σημαντικό κομμάτι των αναμνήσεων και των τραυμάτων τα βιώνει και η ίδια μαζί με την οικογένειά της. Η μετάδοση των αναμνήσεων για τη γιαγιά της πραγματοποιείται μέσω των διηγήσεων του παππού και του πατέρα της. Η προσωπικότητα της τραγικά χαμένης γιαγιάς Φρόσκας ζωντανεύει μέσα από την εγγονή, που φέρει το όνομά της: «Στο όνομα που έδωσαν στην πρώτη εγγονή τους ήταν ενσωματωμένη η υπόσχεση της μνήμης». (Κόλμπε 2018: 167)
Η προσωπική ταυτότητα και η συλλογική ταυτότητα συγχέονται στην προσωπικότητα της Φρόσκας. Για να αφήσει χώρο στη δική της προσωπική ταυτότητα, για να απελευθερωθεί, πρέπει να καταγράψει το συλλογικό τραύμα – να διηγηθεί την ιστορία του τραύματος της οικογένειάς της, βιωμένου είτε πραγματικά είτε μέσω της μεταμνήμης. Η θλίψη γεννά την ανάγκη δημιουργίας μιας ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΜΝΗΜΗΣ, ώστε να μην ξεχαστεί, αλλά και για να οικοδομηθεί η δική της ταυτότητα, ξεχωριστή και εντελώς δική της, ως κόρης της Αιγαιακής γης.
Η μεταμνημονική σχέση της Φρόσκας με το παρελθόν πραγματοποιείται μέσω των αναμνήσεων που προέρχονται από τις διηγήσεις των γιαγιάδων της, της μητέρας της, του πατέρα της, του παππού της και άλλων Αιγαιατών στη Χώρα των Προσφύγων. Όμως, πρωτίστως, αυτή η σύνδεση επιτυγχάνεται μέσω της μυρωδιάς των ακακιών, μέσω της ρινικής μνήμης, της συναίσθησης που επαναφέρει την κοιμισμένη ανάμνηση που κρύβεται μέσα της. Η Φρόσκα οικειοποιείται τα βιώματα των προγόνων της: «Το παιδί έμαθε από αυτούς μόνο τον πόθο για το Άγνωστο. Και την επιθυμία να ανήκει στο ξένο.» (Κόλμπε 2018: 30) Η μεταμνήμη ως μια ιδιαίτερη μορφή μνήμης «…συχνά βασίζεται περισσότερο στη σιωπή παρά στον λόγο, στο αόρατο παρά στο ορατό.» (Hirsch 2001: 9)
Η μεταμνήμη δεν χρειάζεται απαραίτητα να συνδέεται αποκλειστικά με την οικογένεια και τους οικογενειακούς δεσμούς. Μπορεί να εξεταστεί σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, ως σύνδεση με τον πολιτισμό και το συλλογικό τραύμα: «…η μεταμνήμη μπορεί να λειτουργήσει ως πρότυπο: όπως εγώ μπορώ να ‘θυμηθώ’ τις αναμνήσεις των γονιών μου, έτσι μπορώ να ‘θυμηθώ’ και τα δεινά των άλλων.» (Hirsch 2001: 10-11)
Η Φρόσκα ανακαλύπτει τον εαυτό της μέσα από τη βίωση της θλίψης των προγόνων της και των ιστοριών τους. Η ίδια είναι το συνώνυμο του παπύρου πάνω στον οποίο, σαν παλίμψηστο, ζουν οι αιγαιακές ιστορίες.

Το έγκλημα του ξεριζωμού
«Κληρονόμησαν ένα αδιευκρίνιστο σπίτι, / με μερικές κατεστραμμένες φωλιές / και ρωγμές στον τοίχο / σαν φλέβες ενός παθιασμένου εραστή. / Μέσα τους ο άνεμος κοιμάται / και οι λέξεις είναι συμπυκνωμένες απουσίες.» Νικόλα Μάτζιροβ
Η Αιγαιακή θεματική, η οποία υπάρχει ως παλινδρομική στον μακεδονικό πολιτισμό, είναι η θεματική της προσφυγιάς. Και για εμάς τους Μακεδόνες, από όλες τις προσφυγικές θεματολογίες, αυτή για τους Αιγαιάτες Μακεδόνες μάς αγγίζει πιο βαθιά. Η προσφυγιά, σαν μια σκιά, φέρνει και τον ξεριζωμό. Ο εξόριστος ως προσωπική ιστορία, αντικατοπτρίζεται καθαρά στην ιστορία της οικογένειας της Φρόσκας. Πολλοί Αιγαιάτες είναι θύματα των ιδιαίτερων συνθηκών που καθορίζει η κοινωνία, το πολιτικό σύστημα που συνεχώς, αλλά ιδιαίτερα μέσω των μαχών της περιόδου 1946-1949 στην Ελλάδα, ανάμεσα στον ΔΣΕ και τους μοναρχοφασίστες, εξαφάνιζε τον μακεδονικό πληθυσμό από την Αιγαιακή Μακεδονία. Έτσι, ένας μεγάλος αριθμός Αιγαιωτών γίνονται όχι νομάδες, όχι μετανάστες, αλλά εξόριστοι. Αυτοί που δεν θα μπορέσουν ποτέ να επιστρέψουν στο σπίτι τους «στην πατρίδα τους. Εκείνη που άφησαν στον πόλεμο. Εκείνη που οι άλλοι την αποκαλούσαν Ελλάδα. Ή Αιγαιακή Μακεδονία. Και εκείνοι πάντα τη φώναζαν απλώς σπίτι.» (Κολμπε 2018: 343). Και «η προσφυγιά, η οποία εκείνη την στιγμή φαίνεται προσωρινή και η διάρκεια της συνδέεται με τη λήξη του πολέμου. Ωστόσο, οι ιστορικές συνθήκες έδειξαν ότι το σπίτι που προσωρινά εγκαταλείφθηκε για τους Μακεδόνες, έγινε μόνιμα χαμένο σπίτι.» Η βίαιη εκδίωξη φέρνει και εθνικό τραύμα, οικογενειακό, οικονομικό, ηθικό, ατομικό, και όλα αυτά συγκεντρώνονται σαν σε ένα κουτί στον χαρακτήρα της Φρόσκας και στους κοντινούς της. Όταν η απομάκρυνση από το σπίτι γίνεται με βία, λόγω πολέμου ή πολιτικής κατάστασης, ρηγνύονται οι ρίζες του σπιτιού, αποκόπτεται η ταυτότητα και βιώνεται μια ταυτότητα, που κόβεται και αποσαθρώνεται.
Να έχεις ταυτότητα σημαίνει να έχεις ρίζες, και οι ρίζες είναι το σπίτι. Όταν μιλάμε για ξεριζωμό, αρκεί να θυμηθούμε τον Οιδίποδα, που εξορισμένος από τη Θήβα δεν ανήκει πουθενά. Στις παλαιές πόλεις-κράτη, το να μην ανήκεις κάπου σήμαινε ότι δεν υπάρχεις, ότι δεν έχεις ταυτότητα. Όταν χάνεις το σπίτι, χάνεις την ταυτότητά σου. Με την εξορία των Μακεδόνων από την Αιγαιακή Μακεδονία, τη στιγμή που χάνεται το σπίτι, αμφισβητείται και η ταυτότητα και μπροστά στον χαρακτήρα ή την προσωπικότητα ανοίγεται ο δρόμος της αιώνιας αναζήτησης, του σπιτιού, του εαυτού. Από την άλλη, ο φόβος της απώλειας του σπιτιού σημαίνει ταυτόχρονα και φόβο της λήθης του σπιτιού. Αν οι άνθρωποι, αλλά και οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος της Κόλμπε ήξεραν ότι δεν θα επιστρέψουν ποτέ πίσω, «θα αποχαιρετούσαν το αλώνι και τα κτήματα, τους αχυρώνες και τις αποθήκες, τις πόρτες και τα παράθυρα. Θα φιλούσαν τα καλούπια και τις πύλες όπως αποχαιρετούν οι ζωντανοί το τελευταίο φιλί του νεκρού.» (Κόλμπε 2018: 39)
Το σπίτι πάντα το ζούμε ως προσωπικό χώρο. Η έξοδος από αυτό φέρνει την κατάρα της απογύμνωσης, αν η αποχώρηση δεν είναι θέληση. Η εξορία αναγκάζει την οικογένεια της Φρόσκας σε μια επώδυνη ενηλικίωση, σε μια άλλη μορφή ωρίμανσης, που έρχεται με το κόψιμο του ομφάλιου λώρου με την πατρίδα και την κατοικία. Ο μοιραίας ξεριζωμός ή η αποστέρηση της ψυχής είναι ιδιαίτερα εμφανής στον χαρακτήρα του παππού Ντίνο, του οποίου «η καρδιά έμεινε εκεί. Στο σπίτι, στο Λέριν. Στη γιαγιά σου, τη Φρόσκω.» (Κόλμπε 2018: 167) Έτσι, οι χαρακτήρες αυτού του μυθιστορήματος βαδίζουν τον δρόμο του πόνου και της στέρησης, τον δρόμο της γυμνής ζωής, που θα τους οδηγήσει πέρα από τα σύνορα, σε έναν τόπο που πρέπει να βιώσουν ως νέο σπίτι… Να χτίσεις ένα νέο σπίτι είναι σαν να αποκτάς μια νέα πατρίδα, έτσι εγκαθίστασαι. Και αξίζει άραγε η εγκατάσταση, όταν ήδη έχεις υπάρχον σπίτι; Όλη αυτή η κατάσταση οδηγεί στους «αρνητικούς τρόπους εγκατάστασης: 1. Η απώλεια του σπιτιού που συνέβη μετά τον ξεριζωμό τους, ως αποτέλεσμα της εθνοκαθαρτικής πολιτικής και της βίαιης εκδίωξης. 2. Το πρόβλημα της εγκατάστασής τους σε νέα κουλτούρα...».
Η σύγκρουση μεταξύ του οικογενειακού και του εθνικού συνειδητού, μεταξύ εδώ, στην τότε Γιουγκοσλαβία (ξένο), και εκεί, στην Ελλάδα (σπίτι) ανοίγει το ερώτημα: ΠΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ; – ενώ «Η εξορία μάς αναγκάζει να ξαναγεννηθούμε.» (Μόιτσοβα-Τσεπίσεβσκα 2015: 85) Και όταν ο δρόμος προς το αληθινό Σπίτι σβήνεται με την ελαστική ρυθμιστική ιστορίας, η νέα γέννηση της οικογένειας Αβράμοβ θα πραγματοποιηθεί μέσω μιας επώδυνης μύησης, που θα οδηγήσει τους χαρακτήρες πρώτα στο χωριό Μπελαβόντα στο Βέλες, και έπειτα στη Χώρα των Προσφύγων, που βρίσκεται στην περιφέρεια των Σκοπίων. Οι Αιγαιάτες συχνά αναγκάζονταν να κατοικήσουν τις επικίνδυνες κατοικίες στα μακεδονικά χωριά. Τα εγκαταλελειμμένα και ανεπιθύμητα σπίτια, στα οποία οι προηγούμενοι κάτοικοι και οικοδεσπότες είχαν πεθάνει από φυματίωση. Η Μπελαβόντα είναι η πρώτη προσπάθεια δημιουργίας σπιτιού, εκεί είναι το μέρος όπου θα γεννηθεί η Φρόσκα.
Εδώ εμφανίζεται και η αρνητική αίσθηση του σπιτιού από την οικογένεια της Φρόσκας. Ή, όπως το αποκαλεί η Σέλεβα, η «αίσθηση κατοικίας». «Η κατηγορία της ‘αίσθησης κατοικίας’ συνδέεται με περισσότερες αρνητικές συνδηλώσεις, έτσι ώστε το σπίτι να μην βιώνεται ως κάτι δικό μας, προσωπικό, αλλά ως κλειστοφοβία, λάθος συμφωνία με τη θλίψη, λάθος φυτευμένο δέντρο. Εδώ η καταναγκαστική λειτουργία του σπιτιού εκδηλώνεται πλήρως.» (Σέλεβα στο Μόιτσοβα-Τσεπίσεβσκα 2015: 86) Έτσι, εκτός από το σπίτι στη Μπελαβόντα και το παράπηγμα στη Χώρα των Προσφύγων, γίνεται ακατάλληλο για τους ενήλικες, γιατί «Ποτέ κανείς δεν ήθελε να αποτυπώσει την παράγκα σε φωτογραφία.» (Κόλμπε 2018: 175)
Μέσω της θεματικής του ξεριζωμού ξετυλίγονται όλες οι εικόνες της παράγκας, στην οποία ζει η οικογένεια Αβράμοφ στη Χώρα των Προσφύγων. Ωστόσο, σε αντίθεση με τους μεγαλύτερους, για τα παιδιά και τη Φρόσκα, η παράγκα είναι το κέντρο και η αρχή της ζωής, εκείνη μετατρέπεται σε σπίτι γι’ αυτήν, επειδή συνδέεται με την παιδική ηλικία και τις αναμνήσεις. Τα παιδιά γνωρίζουν για τα αληθινά σπίτια πίσω από τα σύνορα μόνο από τις αφηγήσεις των μεγαλύτερων. Ότι αυτά ήταν «Σπίτια με μεγάλα παράθυρα και ακόμα μεγαλύτερες στέγες. Στις στέγες, μεγάλοι αχυρώνες. Στους αχυρώνες κοιμόντουσαν το καλοκαίρι. Με θέα στα βουνά και στη Λίμνη του Κόστουρ.» (Κόλμπε 2018: 69) Αλλά τα παιδιά δεν είχαν ζήσει σε αυτά τα σπίτια, για αυτά είναι μακρινά και άγνωστα. Για αυτούς η παράγκα είναι πραγματική, υπαρκτή, γιατί αυτοί βρίσκονται εκεί μέσα. Για αυτούς, τα μικρά δωμάτια και η μεγάλη αίθουσα, η οποία είναι ταυτόχρονα υπνοδωμάτιο, σαλόνι και κουζίνα με το τζάκι στη μέση, είναι πιο ζωντανά από τα σπίτια στη Λέριν και το Κόστουρ. «Η Φρόσκα αγαπούσε αυτή την αίθουσα τις χειμωνιάτικες νύχτες. Όταν όλοι οι συγγενείς ήταν μαζεμένοι γύρω από το τζάκι.» (Κόλμπε 2018: 292)
Η προσφυγική παράγκα είναι ο κώδικας για τη συλλογική διαβίωση, ζει και αναπνέει στις αναμνήσεις της Φρόσως. Είναι η αρχή, η αναπνοή, η μητρική αγκαλιά. Είναι μια ανθρώπινη μορφή, που μεγάλωσε με την προσθήκη νέων δωματίων για να καταλήξει να γίνει σπίτι, έστω για τα παιδιά. Ακόμη και οι Αιγαιάτες βάζουν προσωπική σφραγίδα στα δωμάτια: το μικρό δωμάτιο, το ευρύχωρο δωμάτιο, το μαλλινένιο δωμάτιο. Το σπίτι ζωντανεύει μέσα από τη μνήμη της, γιατί «Αυτή τη σκληρή ζωή την πήρε στην αγκαλιά της η παράγκα, σαν να ήταν κάποια μεγάλη, καλοσυνάτη μητέρα όλων των κατατρεγμένων. Έτσι τη θυμάται η Φρόσω την πολύ παλιά προσφυγική παράγκα τους». (Κόλμπε, 2018: 189)
Η παράγκα, που βρίσκεται σε μια ακατοίκητη περιοχή, μακριά από την πρωτεύουσα, σε μια περιφέρεια όπου δεν υπάρχουν σπίτια, αλλά μόνο εργοστάσια, είναι ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι. «Η γη των προσφύγων δεν ήταν ούτε πόλη ούτε χωριό ούτε χωράφι ούτε κήπος ούτε οικισμός ούτε πλήρης έρημος. Ήταν ο κόσμος ανάμεσα». (Κόλμπε, 2018: 82) Η γη των προσφύγων δεν είναι ένα συγκεκριμένο όνομα για τοποθεσία, μπορεί να υπάρχει παντού. Στο μυθιστόρημα, αυτός ο τόπος φαίνεται να βρίσκεται ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, όπως οι πόλεις στον λαϊκό μας πολιτισμό που χτίζει η νεράιδα, ούτε στον ουρανό ούτε στη γη. Μπορεί να ανήκει σε οποιονδήποτε άνθρωπο που, σαν κατάρα, φέρει πάνω του την ετικέτα «πρόσφυγας». Η γη των προσφύγων είναι μια αόρατη πατρίδα, «Αόρατη, γιατί αυτοί που ζουν σε αυτήν, δεν ανήκουν πουθενά πια. Σε καμία γη. Σε καμία χώρα. Σε κανένα έθνος. Γι’ αυτό εκεί, όπου είναι οι πρόσφυγες, πάντα είναι ακατοίκητη γη. Ακατοίκητη είναι αυτή η γη γιατί είναι ο κόσμος ανάμεσα. Αυτοί, οι πρόσφυγες, ζουν πάντα σε μια κατάσταση εδώ και εκεί. Δεν ανήκουν πουθενά… Η γη των προσφύγων είναι παντού όπου βρίσκονται αυτοί οι ίδιοι…» (Κόλμπε, 2018: 154)
Η γη δεν είναι ούτε εκεί ούτε εδώ. Δεν έχει όρια, δεν είναι περιφραγμένη, δεν είναι καθορισμένη, είναι κάπου εδώ, κι όμως είναι παντού. Τα παιδιά των προσφύγων αυτή η ακατοίκητη γη είναι τα μόνα που την αισθάνονται σαν σπίτι/πατρίδα, γιατί για αυτά είναι η αληθινή τους πατρίδα. Εκεί, τα παιδιά των προσφύγων είναι πραγματικά στο σπίτι τους. Σε αυτή τη γη υπάρχει η παράγκα, το σπίτι των παιδιών, από το οποίο θα αποχαιρετήσουν σαν να αποχαιρετούν τον πιο αγαπημένο άνθρωπο, όταν έρθει η ώρα να μετακομίσουν για να ενταχθούν στην πόλη. Αν δούμε τη παράγκα ως χαρακτήρα που περνά από διάφορες μεταβολές, τότε η τελευταία της μεταβολή θα συμβεί πολλά χρόνια μετά. Αφού η Φρόσκα μετακομίσει από αυτό το μέρος, η παράγκα και η αυλή της στη Γη των Προσφύγων, μετά την καταστροφή τους, θα μετατραπούν σε σχολείο και σχολική αυλή.

Η Νοσταλγία για το Νότο ως άλλη περιγραφή για το μεσογειακό στοιχείο
στο έργο «Χώρα των προσφύγων”
«Φτερά αετού, πώς να τα πετάξω…»
Κονσταντίν Μιλαντίνοφ
Η παράδοση του μεσογειακού στοιχείου και των μεσογειακών ροπών είναι χαρακτηριστική για την ποίηση και την πεζογραφία της Μακεδονίας. Η θλίψη, η νοσταλγία και ο πόνος για τον νότο, που εκδηλώνονται μέσα από τις μυρωδιές των μεσογειακών φρούτων και τα χρώματα, είναι παρόντα στην ποίηση του Μιλαντίνοφ, του Αντρέεβσκι, του Σόποφ και άλλων Μακεδόνων συγγραφέων και ποιητών. Ωστόσο, παρόλο που συνήθως συνδέουμε το μεσογειακό στοιχείο με τη νοσταλγία ή τη λαχτάρα για τον νότο, συχνά τον βιώνουμε με έναν θετικό τρόπο λόγω της εικόνας της ζεστής μεσογειακής θάλασσας και των χρωμάτων, του ζεστού γυναικείου σώματος και των μεσογειακών αρωμάτων. Σε αντίθεση με αυτή την εικόνα, στο μυθιστόρημα «Χώρα των προσφύγων» της Κίτσας Κόλμπε το μεσογειακό στοιχείο μπορεί να βιωθεί ως λαχτάρα για τον νότο/σπίτι. Αυτή η λαχτάρα για τον νότο είναι παρούσα στα αφηγήματα των προγόνων της Φρόσκας, στις αναμνήσεις της. Σε αυτές τις αναμνήσεις, η λαχτάρα για τον νότο εξισώνεται με την ύπαρξη του νότου, δηλαδή με τη διαμονή. Η λαχτάρα για τη Μεσόγειο είναι και μια θλίψη για το Αιγαίο, για το αιγαιάτικο στοιχείο, γιατί στο Αιγαίο οι χαρακτήρες βλέπουν την εικόνα του σπιτιού, αυτού που έχει χαθεί για πάντα.
Η λαχτάρα για τον νότο ως άλλη περιγραφή για το μεσογειακό στοιχείο στο μυθιστόρημα είναι επίσης εμφανές στη μακρινή μνήμη, που φέρει η μυρωδιά των ακακιών. «Οι ξεχασμένες εικόνες πετούσαν κάθε άνοιξη στο μυαλό της σαν μεταναστευτικά πουλιά. Έφερναν μαζί τους σαν ζεστός αέρα από τον Νότο, τη μυρωδιά των ακακιών.» (Κόλμπε 2018: 317). Αυτό παραμένει στα τοπία των «Απέραντων πεδίων με σιτάρι και πεπόνια που απλώνονταν αριστερά και δεξιά από το δρόμο. Ο ουρανός κοκκινίζει στο τέλος του ήλιου.» (Κόλμπε 2018: 134). Μεσογειακά στοιχεία διακρίνονται και στο κόκκινο χρώμα των «Δασών που καίγονται στη θάλασσα φλογισμένα.» (Κόλμπε 2018: 35). Το κόκκινο χρώμα αντιπαρατίθεται στο λευκό και κρύο χιόνι, στο οποίο είναι θαμμένο το τραγικό οικογενειακό κληροδότημα της οικογένειας Αβράμοφ. Το χιόνι λειτουργεί ως μεταφορά για την οικογενειακή κληρονομιά και την τραγωδία. «Η γιαγιά τους η Φρόσκα, έλιωσε στο χιόνι. Σαν νιφάδα χιονιού.» (Κόλμπε 2018: 470). Στην Κίτσα Κόλμπε, τα μεσογειακά στοιχεία συνδέονται με τον πόνο, τον πόλεμο και ακόμη και με τον θάνατο. Σε ό,τι καταφέρει να φέρει μαζί της η γιαγιάς Γκίνα, από την άλλη πλευρά των συνόρων, που μείναν παντοτινά μαζί της με τον θάνατό της. «Την έθαψαν το 1946 με ό,τι έφερε μαζί της από την άλλη πλευρά των συνόρων. Την έντυσαν με το νυφικό φόρεμα του Κοστουρ, από θαμπό βελούδο.» (Κόλμπε 2018: 383). Ακριβώς σε αυτό το θλιβερό βελούδο, τόσο για τις γιορτές όσο και για τον θάνατο, είναι εμφανές το μεσογειακό στοιχείο με έναν διαφορετικό, ευάλωτο τρόπο.
Η εμφάνιση του μεσογειακού στοιχείου σε παλινδρομικά έργα, που έχουν το αιγαιότικο θέμα ως χαρακτηριστικό, δεν είναι τυχαία. Η πολιτιστική και λογοτεχνική μας παράδοση δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς αυτό το κομμάτι, χωρίς το αιγαιότικο θέμα που αναπόφευκτα εισάγει νέες αντιλήψεις και μια νέα αντίληψη και του μεσογειακού στοιχείου.
Αν και ασχολείται με τη συγκεκριμένη ιστορία των Μακεδόνων από το Αιγαίο, η Κόλμπε καταφέρνει να ξεπεράσει τα όρια του εθνικού και εθνοτικού και να μετατρέψει τη λογοτεχνία της σε παγκόσμια μαρτυρία για τον πόνο των εκτοπισμένων και των μετακινημένων. Η «Χώρα των προσφύγων» είναι απόδειξη ότι οι λέξεις θυμούνται, ακόμα κι όταν όλοι ξεχάσουν. Ιστορίες όπως αυτή, μας υπενθυμίζουν ότι στην Ιστορία τίποτα δεν μπορεί και δεν πρέπει να ξεχαστεί. Η «Χώρα των προσφύγων» και άλλα βιβλία με αιγαιότικη θεματολογία στέκουν όρθια ως υπενθύμιση μπροστά στη λήθη. Από τον χαρακτήρα της Φρόσκας, που θυμάται, στο τέλος μαθαίνουμε ότι «ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΧΑΘΕΙ, ΟΤΑΝ, ΕΣΤΩ, ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΑΚΟΜΑ ΘΥΜΑΤΑΙ». Πιστεύω ότι αυτό ισχύει και για τη γλώσσα – τίποτα δεν έχει χαθεί, η γλώσσα ζει και υπάρχει, όταν τουλάχιστον και μόνο ένας άνθρωπος τη θυμάται/μιλάει. Ίσως να είναι κάπου σε ύπνωση και να περιμένει να ξυπνήσει – για να ξαναζήσει ή να ζήσει ξανά μέσα από τα τραγούδια, τους χορούς, τα κείμενα, τις ιστορίες, αλλά είναι εδώ και αναπνέει και υπάρχει, ακριβώς όπως το αιγαιότικο θέμα υπάρχει στη μακεδονική λογοτεχνία. Εκείνη, η αιγαιότικη θεματολογία, η γλώσσα, τα έθιμα, ο πολιτισμός και οι ιστορίες των ανθρώπων είναι ακόμα ζωντανά και αναπνέουν, αναπνέουν, αναπνέουν…
Έλενα Γκιοργκίοβσκα, 2024

*Η ομιλία της Έλενα Γκιοργκίοβσκα εκφωνήθηκε στο συνέδριο, που διοργανώθηκε στις 14.12.2024 από το Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, σε συνεργασία με το Φιλολογικό Τμήμα «Μπλάζε Κονέσκι» του Πανεπιστημίου «Αγίου Κυρίλλου και Μεθοδίου» (UKIM) και το Εργαστήριο Μελέτης του Πολιτισμού των Συνόρων και του Κοινωνικού Φύλου.
**Αποσπάσματα από την εισήγηση είναι δημοσιευμένα στο 26ο φύλλο (Φλεβάρης 2025) της εφημερίδας «Η Κόκκινη», που κυκλοφορεί.
***Μπορείτε να διαβάσετε την ομιλία στα μακεδονικά στον εξής σύνδεσμο.
