
Το παρόν κείμενο ΔΕΝ αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Τα πρόσωπα, τα ονόματα και οι καταστάσεις ΔΕΝ είναι φανταστικά και οποιαδήποτε ομοιότητα ΔΕΝ είναι συμπτωματική και ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Γράφει η Λάλε Άλατλι
Μια από τις πολύ σπάνιες καλές πρωτοβουλίες πολλών χωρών, είναι να δίνουν στους αλλοδαπούς μια ευκαιρία πρόσβασης χωρίς εξετάσεις στην ανώτατη εκπαίδευση, για τη διευκόλυνση της ένταξής τους στο καινούριο καταφύγιό τους. (Ακούω τους χρυσαυγίτες να λένε «Εδώ οι Έλληνες δεν μπορούν να πάνε στα πανεπιστήμια κι εμείς αφήνουμε τους ταλιμπάν να εισβάλλουν;» Αυτό μπορεί να γίνει το θέμα ενός άλλου διηγήματος.)
Έτσι κι εγώ, λίγα χρόνια αφότου ήρθα στην Ελλάδα, είπα να επιμορφωθώ στη φιλολογία, που με ενδιέφερε πάρα πολύ. Θα βοηθούσε στην ένταξή μου και στη δουλειά μου και στην ηθική μου. Για να το καταφέρω αυτό, αναγκάστηκα να χαρίσω δύο δίλιτρα μπουκάλια ούζο στη γραμματεία του Ιταλικού Λυκείου της Κωνσταντινούπολης, μόνο και μόνο για να μου δώσουν το έγγραφο που ζητούσε το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων της Ελλάδας. Ένα χαρτί που έγραφε τι; Ότι είχα παρακολουθήσει κανονικά τα μαθήματα του τελευταίου έτους (παρόλο που μου ζητούσαν και το πτυχίο μου. Πώς στο διάολο θα μπορούσα να έχω αποφοιτήσει, χωρίς να παρακολουθώ τα μαθήματα; Και γιατί να έχω παρακολουθήσει μόνο το τελευταίο έτος;).
Έδωσα επίσης τρία κουτιά κουραμπιέδες Καβάλας στο Ληξιαρχείο του Kadikoy, για να μου συντάξουν ένα έγγραφο που έλεγε ότι και οι τέσσερις παππούδες μου δεν ήταν Έλληνες. No more comment πάνω στα δικαιολογητικά.
Τότε, όλες οι αιτήσεις γίνονταν μόνο στο Υπουργείο Παιδείας και «Θρησκευμάτων» στο Μαρούσι, στην Αθήνα (δεν έχω καταλάβει ακόμα τι σχέση μπορεί να έχει η θρησκεία με την παιδεία, εκτός από το να είναι σαν μαύρο σύννεφο από πάνω της). Κι έτσι, μάζεψα χρήματα και οργάνωσα ένα ταξίδι με διαμονή στην Αθήνα.
Όταν έφτασα Πέμπτη πρωί στην Αθήνα, ένιωσα λες και έφτασα στην κόλαση. Τέτοια ζέστη δεν είχαμε τότε στα μέρη όπου είχα ζήσει. Μια στο στόμα, μια πάνω από το κεφάλι μου πηγαινοερχόταν το παγούρι μου. Όταν έφτασα στο κτήριο του υπουργείου, είχα ταχυκαρδίες, όπως έχω όταν πηγαίνω σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες σε όλες τις χώρες του πλανήτη και του διαστήματος.
Όταν μπήκα μέσα, η ταχυκαρδία άφησε τη θέση της σε ορμόνη ωκυτοκίνης. Δίπλα στο γραφείο του σεκιουριτά κοιμόνταν ήσυχα-ήσυχα τρία τεράστια αδέσποτα. «Αχ, τι όμορφα, πρέπει να ζούνε καλοί άνθρωποι εδώ» σκέφτηκα, σαν την αφελή Πολυάννα, χωρίς να φανταστώ τι με περίμενε.
Μέσα ήταν σαν την Κιβωτό του Νώε, ένα δύο άτομα από κάθε φυλή. Όλοι αγχωμένοι, φοβισμένοι να πηγαινοέρχονται στους διαδρόμους, από το γραφείο νούμερο τέσσερα στο γραφείο νούμερο δύο, από το δύο στο τρία, από το τρία στο ένα, από το ένα στο τέσσερα και πάλι από την αρχή! Με σπαστά ελληνικά ο καθένας προσπαθούσε να βοηθήσει τον άλλον. «Εγκώ γράφει όνομά μου, εντό;» «Εσύ ξέρω τι ρωτάει εντό;» κτλ.
Μετά από δύο γύρους έφτασα στο γραφείο τέσσερα, όπου κάθονταν δυο κυρίες. Η μια δεν μιλούσε, η άλλη μακάρι να μη μιλούσε.
«Καλημέρα»,
«…»
«Είναι όλα τα χαρτιά μου εδώ».
«Δώσε… Έγγραφο για καταγωγή;»
«Έχω το διαβατήριό μου».
«Καταγωγή είπα, δεν καταλαβαίνεις ελληνικά;».
«Νομίζω πως καταλαβαίνω λιγάκι. Μπορώ να τηλεφωνήσω στο προξενείο και να έρθω σε δέκα λεπτά;». Η ταχυκαρδία είχα βγει από κει που κρυβόταν, μαζί με σπασμούς στο στομάχι αυτήν τη φορά.
«…»
«Ναι; Μπορώ;».
«Φύγε!»
Έτρεμαν τα χέρια μου την ώρα που τηλεφωνούσα στο προξενείο. Η απάντηση που πήρα από εκεί, ήταν ότι στην Τουρκία δεν υπάρχει επίσημο έγγραφο για καταγωγή, αλλά μόνο για ιθαγένεια, όπως και στην Ελλάδα. Είχα ιδρώσει. Πώς θα έλεγα αυτήν την απάντηση σ’ αυτήν την κυρία με κεφαλαίο Κ; Βαθιές αναπνοές, μέτρα μέχρι το δέκα, σκέψου θετικά. Ενσυναίσθηση, ίσως η κυρία αυτή είχε πολλά και πολύ σοβαρά προβλήματα στη ζωή της και γι’ αυτό συμπεριφερόταν «λιγάκι» αγενώς.
«Γεια σας και πάλι, μίλησα με το προξενείο και μου είπαν ότι δεν υπάρχει τέτοιο έγγραφο για την καταγωγή μου».
«Δηλαδή θέλεις να μου πεις ότι δεν έχουν καταγωγή οι άνθρωποι στην Τουρκία; Εννοείς ότι δεν υπάρχουν Κούρδοι, Αλεβίτες, Αρμένιοι, που βασανίζετε! Τι είναι οι Ρωμιοί στη χώρα σου; Πώς δεν υπάρχει καταγωγή; Και τώρα θέλεις να μπεις και στο πανεπιστήμιο!».
Ξαφνικά όλα τα μάτια της Κιβωτού είχαν στραφεί πάνω μου. Όλοι με κοιτούσαν λες και είχα σκοτώσει κάποιον. Προσπάθησα να ελέγξω τη φωνή μου και την αναπνοή μου. «Κυρία, εγώ δεν έχω καμία αντίρρηση σ’ αυτά που λέτε. Ίσως και ένας ακόμα παραπάνω λόγος για να μην υπάρχει κάποιο επίσημο έγγραφο. Αν γράψουν την καταγωγή του καθενός, δεν θα μείνει κανένας Τούρκος στη χώρα».
«Πού να ξέρω εγώ την καταγωγή της προγιαγιάς σου! Ίσως έκρυβε ότι ήταν χριστιανή! Δεν δέχομαι την αίτηση σου! Φύγε!».
«Της προγιαγιάς τη θρησκεία πού να ξέρω κι εγώ, αν την έκρυβε; Τέλος πάντων μπορώ να μιλήσω με κάποιον άλλον; Με κάποιον υπεύθυνο;». Δεν ξέρω αν η κυρία έβλεπε τα δάκρυα στα μάτια μου.
«Ο προϊστάμενος λείπει, θα έρθει την άλλη εβδομάδα».
«Η προθεσμία για αιτήσεις λήγει αύριο όμως».
«Τι με νοιάζει;»
«Μπορώ να έχω το όνομά του;».
«Κυρίτσης*. Τώρα φύγε όμως, δεν μπορώ να ασχοληθώ άλλο μαζί σου».
Βγήκα από το γραφείο 4, κάθισα σε ένα παγκάκι, όπου από κάτω κοιμόταν ένας κατάμαυρος αδέσποτος. Άρχισα να χαϊδεύω την πυκνή του γούνα, με κοίταξε με ευχαρίστηση. «Αχ, ρε φίλε», του είπα. «Μακάρι κι εγώ να ήμουν σκύλος στο υπουργείο». Άρχισα να κλαίω από τα νεύρα και τη στεναχώρια μου. Ένιωθα αδικημένη. Λες και ήμουν εκπρόσωπος του προξενείου εγώ, λες και ήμουν γκρίζος λύκος. Λες και δεν υπέφερα και από αυτούς. Σκεφτόμουν πού να πάω, τι να κάνω. Μετρούσα τα πλακάκια στο πάτωμα. Σκεφτόμουν την προγιαγιά μου. Προσπαθούσα να θυμηθώ το ελληνικό τραγούδι που μου έλεγε απέξω η προγιαγιά μου, χωρίς να ξέρει ελληνικά. Και όχι, δεν ήταν χριστιανή, ήταν άθεη η προγιαγιά μου. Είχε πολλούς φίλους Έλληνες στη γειτονιά της. Είχαν και μια μπάντα όπου εκείνη τραγουδούσε, ο αδερφός της έπαιζε κιθάρα, ένας Ρωμιός έπαιζε μπουζούκι κι ένας άλλος ούτι… μέχρι να τους διώξουν τέτοια μυαλά σαν της κυρίας του γραφείου 4.
Αχ, ναι! Θυμήθηκα το τραγούδι. «Σκότωσέ με» του Χιώτη! Εγώ βέβαια, δεν ήθελα να με σκοτώσουν, αλλά να σκοτώσω, όταν ακούστηκε από το βάθος του διαδρόμου μια φωνή, κάποιος φώναζε κάποιον. «Κύριε Κυρίτση, μπορείτε να έρθετε μισό λεπτό;». Κύριος Κυρίτσης; Ο άνθρωπός μου! Δεν έλειπε αυτός; Μάλλον όχι.
Έτρεξα με όλη μου τη δύναμη στον κύριο Κυρίτση. Ευγενικά και γρήγορα του εξήγησα το πρόβλημα. «Ελάτε μαζί μου».
Βρεθήκαμε πάλι στο υπέροχο γραφείο 4.
«Πάλι εσύ;» είπε η κυρία, θυμωμένη.
«Ναι», απάντησα εγώ, φοβισμένη
«Ποιο είναι το πρόβλημα, Μαρία;» είπε ο προϊστάμενος, ήρεμα.
«Δεν μπορεί να μου δείξει την επίσημη καταγωγή της!» είπε η κυρία, εκνευρισμένη.
«Από ποια χώρα είστε;» ρώτησε εκείνος, ευγενικά.
«Τουρκία», είπα τρομαγμένη.
«Ε, ρε Μαρία, γιατί κάνετε αυτό κάθε φορά; Δεν είπαμε ότι δεν θα ζητήσουμε καταγωγή από τις χώρες, στις οποίες δεν υπάρχουν επίσημα έγγραφα;» είπε εκείνος με παράπονο.
«Εγώ δεν υπογράφω την αίτησή της!» απάντησε εκείνη με πείσμα.
«Την υπογράφω εγώ τότε», είπε ο σωτήρας μου κι έτσι μπήκα στο πανεπιστήμιο.
*«Κυρίτσης»: η μοναδική λέξη του κειμένου, που δεν είναι αληθινή, καθώς δεν θυμάμαι το επίθετο του ανθρώπου, που του χρωστάω την ανώτατη εκπαίδευση, την οποία έλαβα στην Ελλάδα. Πάντως τον ευχαριστώ για άλλη μια φορά και από δω.
**Το άρθρο είναι δημοσιευμένο στο 26ο φύλλο (Φλεβάρης 2025) της εφημερίδας «Η Κόκκινη» που κυκλοφορεί.
