Λίγα Λόγια για τη Μακεδονική Ποίηση, Γραμμένα στα Σκόπια, Εκφωνημένα στη Θεσσαλονίκη // Βέσνα Μοϊσόβα-Τσεπίσεβσκα

Ο ρυθμός των Σκοπίων συμπλέκεται με τον ρυθμό του Αιγαίου

Λίγα Λόγια για την Μακεδονική Ποίηση, Γραμμένα στα Σκόπια,

Εκφωνημένα στη Θεσσαλονίκη

(εκδήλωση στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας)

Γράφει η Βέσνα Μοϊσόβα-Τσεπίσεβσκα

Μετάφραση: Σωτήρης Μηνάς

Με αφορμή μερικούς εορτασμούς:

  • 85 χρόνια από το «Λευκοί Μυγοκόποι» του Κότσο Ράτσιν,
  • 80 χρόνια από τα «Ποιήματα» του Άτσο Σόποφ,
  • 95 χρόνια από τη γέννηση του Γκάνε Τοντορόφσκι και του Ματέια Ματέβσκι, και
  • 90 χρόνια από τη γέννηση του Πέτρε Μ. Αντρέεβσκι και του Βλάντα Ουρόσεβιτς

Η δημιουργία της εθνικής λογοτεχνίας στους Μακεδόνες, όπως και στους άλλους Σλάβους, οι οποίοι υπήρξαν επί πολύ καιρό υπό ξένη κυριαρχία (όπως οι Μακεδόνες αντιλαμβάνονται τη διάρκεια των πέντε αιώνων κάτω από την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως υποδούλωση), συνδέεται στενά με τη συνείδηση της εθνοτικής τους ταυτότητας, με τον αγώνα για εθνική απελευθέρωση και με τη δημιουργία μιας λογοτεχνικής γλώσσας βασισμένης στη λαϊκή ομιλία. Αυτές οι διαδικασίες εντείνονται σε μια περίοδο μισού αιώνα, συγκεκριμένα από τα μέσα του 19ου έως και τα πρώτα σαράντα χρόνια του 20ού αιώνα, και αυτή η περίοδος είναι εξαιρετικά σημαντική για τη μετέπειτα ανάπτυξη της λογοτεχνίας. Η λογοτεχνία αυτή, όπως και ολόκληρος ο μακεδονικός πολιτισμός, σε σύγκριση με την ευρωπαϊκή και άλλες σλαβικές λογοτεχνίες και πολιτισμούς, χαρακτηρίζεται από την ανισότητα στην ανάπτυξή της: «με καθυστέρηση», αρχίζοντας από την οθωμανική κυριαρχία μέχρι σχεδόν τα μέσα του 20ού αιώνα, και με «ταχύτητα» σε ευνοϊκές συνθήκες μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η πρώτη περίοδος προωθεί τα στοιχεία της δημιουργίας της εθνικής συνείδησης στη μακεδονική διανόηση. Ο Ντίμιταρ Τσούποβσκι αναδεικνύεται ως φορέας της ιδέας για τη μακεδονική κρατικότητα, ενώ ο Κρίστε Πετκόβ Μισίρκοφ ως φορέας των προτύπων για τη μελλοντική μακεδονική λογοτεχνική γλώσσα, η εφαρμογή των οποίων, κυρίως στο θεατρικό έργο, επιτυγχάνεται μέσω των Βοϊδάν Τσερνοντρίνσκι και Μάρκο Τσέπενκοβ.

Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να αναφερθούν και τα πρώτα βήματα της κοσμικής ζωγραφικής στη Μακεδονία στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Αυτά συνδέονται με τις οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές στη Μακεδονία ως μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και ιδιαίτερα με τη σταδιακή διαμόρφωση της αστικής τάξης και της αστικής ζωής την ίδια περίοδο. Αδιαμφισβήτητα, και η διάδοση πληροφοριών, μέσω επαφών με γειτονικές χώρες και γενικότερα με την Ευρώπη, συνέβαλε στην ανάπτυξη προσπαθειών για μια διαφορετική κατανόηση της τέχνης. Αυτές οι τάσεις είναι πιο έντονες στο έργο των δύο τελευταίων ζωγράφων:

Ντίμιταρ Αντόνοβ–Παπραντίσκι (περίπου 1858–1954), ο οποίος συνδυάζει στην προσωπικότητά του τον τελευταίο ζωγράφο της οοθωμανικής περιόδου και τον πρώτο αστικό, κοσμικό ζωγράφο στη Μακεδονία, και οι Γιώργος Ζωγραφιστής (1870–1945), ο δεύτερος Μακεδόνας ζωγράφος, που επιδιώκει να γίνει και κοσμικός ζωγράφος.

Φυσικά, πρέπει να τονιστεί και το όνομα του Μακεδόνα συνθέτη, χορωδού και μουσικού θεωρητικού και παιδαγωγού, Αθανάσιου Μπάδευ (1860–1908), ως ένας από τους πρώτους επαγγελματίες Μακεδόνες συνθέτες. Σπούδασε πρώτα στη Σχολή Εκκλησιαστικής Μουσικής στη Μόσχα και μετά στους Μιλιγιά Μπαλακίρεφ και Νικολάι Ρίμσκυ-Κορσάκοφ στην Αυτοκρατορική Χορωδία στην Πετρούπολη. Μετά τις σπουδές του, μελέτησε και συνέλεξε τη μακεδονική λαϊκή μουσική. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η εργασία του πάνω στη μελέτη του μακεδονικού μουσικού φολκλόρ.

Αλλά ας επιστρέψουμε στη δημιουργία της λογοτεχνίας στη μακεδονική λαϊκή γλώσσα. Συμβαίνει ένας σχετικά απρόβλεπτος εκσυγχρονισμός του μακεδονικού θεατρικού έργου μεταξύ των δύο παγκόσμιων πολέμων, που συνδέεται με τον ρόλο του τότε θεάτρου των Σκοπίων. Το θέατρο αυτό αναδεικνύεται ως φορέας αυτής της πολύ σημαντικής φάσης της ανάπτυξης της μακεδονικής λογοτεχνίας. Η έκπληξη είναι ακόμα μεγαλύτερη, επειδή το γεγονός αυτό, το οποίο οφείλεται στο μακεδονικό δημιουργικό γέννημα, δεν είχε προηγηθεί από κάποια εκτενή ή συνεχόμενη λογοτεχνική δραστηριότητα, εκτός βέβαια από το έργο του Βοϊδάν Τσερνοντρίνσκι, ο οποίος δραστηριοποιείται στη μακεδονική διασπορά στη Βουλγαρία και εκεί το 1900 ανέβασε τη θρυλική παράσταση «Μακεδονικός Ματωμένος Γάμος». Αυτό σημαίνει ότι αμέσως πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα Σκόπια και με την πραγματική έννοια της λέξης, γίνονται κέντρο μιας σπάνια διακλαδισμένης δημιουργικής δραστηριότητας. Σε μικρότερο βαθμό, αλλά πολύ νωρίτερα από τα Σκόπια, παρόμοιο ρόλο είχε και το Στιπ, όπου σύμφωνα με κάποιες πηγές, ήδη από το 1924, παρουσιάστηκαν οι βιογραφικές δραματικές παραστάσεις «Μακεδόνισσα» από τον Σλάβκο Νέτκοφ και τον Ντούσαν Μπουντίμιροβιτς, και λίγο αργότερα η «Μαρούσα» από τον Παύλο Ατζικίμοβ. Στην ίδια χρονιά, το 1924, το έργο «Μακεδονικός Ματωμένος Γάμος» παρουσιάστηκε στην Πρίλεπ, στο πλαίσιο ενός αναβρασμού του οποίου η κύρια ώθηση ήταν η εκτενής και σοβαρή θεατρική δραστηριότητα του Βοϊδάν Τσερνοντρίνσκι. Στη συνέχεια, εμφανίζεται το Κουμάνοβο, όπου σπουδάζει και ζει ο Βασίλ Ιλγιόσκι, ο οποίος το 1928 κάνει το ντεμπούτο του με το έργο «Λέντσε Κουμανοβτσέ» (γνωστό ως «Βεγάλκα») και αυτό στη σκηνή του θεάτρου των Σκοπίων.

Κατά την περίοδο που αναφερόμαστε, στα Σκόπια, προς γενική ικανοποίηση χιλιάδων θεατών, τα έργα των Μακεδόνων συγγραφέων που γράφονται στη μακεδονική λαϊκή γλώσσα παίρνουν ζωή επάνω στη σκηνή σχεδόν απρόσκοπτα. Για λιγότερες από έξι σεζόν (1936-1941), ανεβαίνουν επτά έργα Μακεδόνων συγγραφέων στη μακεδονική λαϊκή γλώσσα, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν το «Πετσάμπαρι» του Αντόν Πάνωβ και το «Τα χρήματα είναι φονιάδες» του Ρίστο Κρλέ. Ορισμένα από αυτά, όπως το «Πετσάμπαρι» του Πάνωβ, σχεδόν δεν κατεβαίνουν ποτέ από το ρεπερτόριο. Ακόμα πιο εντυπωσιακή από αυτήν την έκπληξη (εννοούμε την ανακάλυψη των έργων Μακεδόνων συγγραφέων γραμμένων στη μακεδονική γλώσσα), την κάνει το γεγονός ότι αυτό εντοπίζεται αποκλειστικά στο θεατρικό έργο, δηλαδή εκεί που κανείς δεν θα περίμενε επιτυχία, λόγω της δυσκολίας αυτού του λογοτεχνικού είδους και της πολυπλοκότητάς του στην υλοποίησή του.

Ο Κοτσό Ράτσιν, λοιπόν, αναγκάστηκε να εκτυπώσει και να διανείμει την ποιητική του συλλογή (Γλαυκές Αυγές. Σαμόμπορ: 1939) παράνομα, ή ο Κόλε Ντελντόλκοφσκι τις συλλογές του να τις εκτυπώνει εκτός της πατρίδας του (Μολσκάβιτσι. Σόφια: 1940 και Πεσ Πο Σβέτο. Σόφια: 1941), όταν τα λογοτεχνικά περιοδικά και οι εφημερίδες της εποχής άρχιζαν να αποδέχονται με κάποια επιφυλακτικότητα να δημοσιεύσουν έστω και έναν στίχο από Μακεδόνες συγγραφείς και στη μακεδονική γλώσσα, και όταν δεν υπήρχαν αξιόλογες προσπάθειες σε πεζό λόγο, η μακεδονική δραματουργία στο τμήμα της Μακεδονίας του Βαρδάρη ή στην τότε Νότια Μπανόβινα του Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας (αν θέλουμε να είμαστε πολιτικά και κοινωνικά ορθοί) ξεπερνούσε όλες τις προσδοκίες και φώτιζε με έναν ανοιχτό και αποτελεσματικό τρόπο ακόμα και ορισμένα από τα πιο επίκαιρα κοινωνικά και ηθικά προβλήματα.

———

Το 1939, στο Σαμόμπορ κοντά στο Ζάγκρεμπ, εκδόθηκε η ποιητική συλλογή «Γλαυκές Αυγές». Παρόλο που είναι η τρίτη ποιητική συλλογή, που εκδόθηκε στη μακεδονική γλώσσα κατά την προπολεμική περίοδο, μετά από εκείνες του Βένκο Μάρκοβσκι, «Νάρονι Μπιγκόρι» και «Ογίντ», που εκδόθηκαν το 1938 στη Σόφια, αυτή φέρει την πρωτοκαθεδρία ως η πρώτη συλλογή αυθεντικής ποίησης στη λαϊκή μακεδονική γλώσσα, καθώς εκδίδεται σε μία τότε χώρα, το Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας, στην οποία ανήκε και η σημερινή μας (τώρα) Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας. Η συλλογή αποτελεί ένα εξαιρετικά σημαντικό γεγονός στην πολιτιστική και πολιτική ιστορία του μακεδονικού λαού και ευρύτερα. Είναι κορυφαίο επίτευγμα του έργου του Ράτσιν. Ένα έργο αδιάσπαστο από τη ζωή του και την ταξική και εθνική του τοποθέτηση. Ένα έργο που επιβεβαιώνει τις δυνατότητες έκφρασης ακόμα και των πιο λεπτών συναισθημάτων στη γλώσσα, που είχε απαγορευτεί και απορριφθεί. Με το «Γλαυκές Αυγές» ανοίγεται ο δρόμος για τη σύγχρονη μακεδονική λογοτεχνία και ο Κοτσό Ράτσιν γίνεται ένας από τους θεμελιωτές της.

Η ποιητική συλλογή, που αποτελείται από 12 ποιήματα, γραμμένα στη διάλεκτο του Βέλες μαζί με στοιχεία από τη δυτικομακεδονική διάλεκτο, χτίζει την ποιητική της εικόνα μέσα από κοινωνικά και επαναστατικά θέματα. Ο τίτλος της ποιητικής συλλογής είναι μια συμβολική εικόνα που επιθυμούν οι εργάτες, οι αγρότες, οι καπνεργάτες και όλοι οι εκμεταλλευόμενοι άνθρωποι. Η κατοχή ταυτότητας σημαίνει να είσαι διαφορετικός από τους άλλους. Αυτό οδηγεί στην εθνοποίηση του πολιτισμού, στη διάσπαση του πολιτισμού σε εθνοπολιτισμικά τμήματα, όπου κάθε εθνοτική ομάδα αναβιώνει τη δική της παράδοση και το δικό της φολκλορικό παρελθόν, για να διαφοροποιήσει την ταυτότητά της, γράφει ο Ερμής Λαφαζανόφσκι στη μελέτη του «Ανθρωπολογικοί Διάλογοι» (2002).

Με αφορμή τα 40 χρόνια από την έκδοση του έργου «Γλαυκές Αυγές», ο Αλέξανδρος Σπάσοφ στην ομιλία του, που πραγματοποιήθηκε στη ΜΑΝΟΥ (στις 23 Νοεμβρίου 1979), της έδωσε τον τίτλο: ΚΑΘΕ ΛΑΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ. Στην ομιλία αυτή, ο Αλέξανδρος Σπάσοφ αναφέρεται και στα λόγια του Κάρελ Τσάπεκ και λέει: «Η μητρική γλώσσα είναι η γλώσσα της παιδικής ηλικίας, η πρώτη γλώσσα της ψυχής, ο πλούτος των πρώτων περιπετειών και ανακαλύψεων. Διαρκώς συνεχίζεις να συνδέεσαι με την παιδική σου ηλικία αν μιλάς τη μητρική σου γλώσσα. (…) Η γλώσσα είναι η αληθινή σύνδεση του λαού… Η γλώσσα είναι η μοναδική αυθεντική έκφραση της ψυχής του λαού». Ο Κοτσό Ράτσιν είναι κανόνας. Με τη συλλογή του «Γλαυκές Αυγές», τίθενται οι βάσεις της σύγχρονης μακεδονικής ποίησης. Αν υποστηρίξουμε ότι ο κανόνας δεν λέει την αλήθεια για μια λογοτεχνία, αλλά μόνο τη βεβαιότητά της, τότε η εμφάνιση του Ράτσιν στη μακεδονική λογοτεχνία και κουλτούρα επιβεβαιώνει αυτή τη βεβαιότητα.

———–

Μετά το τέλος Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και την απελευθέρωση, η μακεδονική λογοτεχνία αρχίζει μια νέα φάση. Αυτή η νέα φάση είναι χαρακτηριστική και για την ιστορία του μακεδονικού λαού και για τον πολιτισμό του. Η μακεδονική γλώσσα, μετά την κωδικοποίησή της, μαζί με την τότε σερβοκροατική και τη σλοβενική γλώσσα, γίνεται μία από τις επίσημες γλώσσες της τότε Γιουγκοσλαβίας (πρώτα ως Ομοσπονδιακή Λαϊκή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας και αργότερα ως Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας). Σε αυτό το πλαίσιο, αμέσως μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου για τη μακεδονική λογοτεχνία και κουλτούρα συμβαίνουν τα εξής σημαντικά γεγονότα:

Στις 29 Οκτωβρίου 1944, στο Γκόρνο Βράνοβτσι, περιοχή του Βελέσκου, εκδίδεται η «Νόβα Μακεντονία», η πρώτη μακεδονική ημερήσια εφημερίδα, η οποία θεωρείται ο θησαυρός της μακεδονικής ιστορίας, το μεγαλύτερο αρχείο της μακεδονικής κουλτούρας και ο πιο αφοσιωμένος αγωνιστής για το μακεδονικό εθνικό μέλλον.

Στις 28 Δεκεμβρίου 1944, από τον αέρα ακουγόταν: «Σας μιλάει το Ράδιο Σκόπια», με το οποίο τέθηκαν τα θεμέλια για το μακεδονικό Ραδιόφωνο και τη μακεδονική Τηλεόραση.

Την επόμενη χρονιά πρέπει να εορταστεί και η 100ή επέτειος από την έκδοση του πρώτου αλφαβήτου στη μακεδονική λαϊκή γλώσσα για τη μακεδονική εθνική μειονότητα στην Ελλάδα, με τίτλο «ΑΜΠΕΤΣΕΔΑΡ», που ετοιμάστηκε από μια ειδική επιτροπή της τότε ελληνικής κυβέρνησης (Παπαζαχαρίου, Σιακτσής και Λάζαρου), υπό τη διεθνή αιγίδα της «Κοινωνίας των Εθνών» στη Γενεύη και εκτυπώθηκε στην Αθήνα τον Μάιο του 1925 στη διάλεκτο του Λέριν με ειδικά προσαρμοσμένο λατινικό αλφάβητο και με φωνητική ορθογραφία.

Αυτός ο εορτασμός πρέπει να ακολουθηθεί από την 80ή επέτειο από:

5 Μαΐου 1945, όταν εισήχθη το μακεδονικό αλφάβητο, κωδικοποιώντας τη μακεδονική γλώσσα και

7 Ιουνίου 1945, όταν εκδόθηκε το πρώτο Ορθογραφικό Λεξικό της μακεδονικής γλώσσας.

Το μακεδονικό αλφάβητο άνοιξε τη μεγάλη πόρτα στη μακεδονική ποίηση και στη μακεδονική λογοτεχνία γενικότερα. Ο Ράτσιν το 1939 και ο Σόποφ το 1944 έγραφαν ακόμα στη λαϊκή μακεδονική γλώσσα, αλλά και οι δύο φλέγονταν από αγάπη για την πατρίδα, για την αγαπημένη τους, για την ελευθερία… Και καιγόντουσαν από την αγάπη τους για τους λογοτεχνικούς τους πατέρες.

Αυτή την αγάπη για τους λογοτεχνικούς τους πατέρες, που φτάνει σε δέος και σεβασμό, δείχνει και ο Μπλάζε Κονέσκι, ο «πατριάρχης του μακεδονικού λόγου», όπως τον αποκάλεσε ο Έλληνας ποιητής Κώστας Βαλέτας στο βιβλίο του «Παγκόσμια Κριτική για το έργο του Κονέσκι» (Σκόπια: Μάτιτσα Μακεντόνσκα, 2021).

Όταν ο Ματέγια Ματέφσκι γράφει για «το δέος από το ίδιο το ποίημα», εννοεί περισσότερο τον σεβασμό για το ποίημα, για το προηγούμενο ποίημα, για το ποίημα του πατρικού λογοτεχνικού έργου. Έτσι, ο Σόποφ υποκλίνεται με δέος στον Ράτσιν, τον Ράτσιν που μας ξύπνησε το ιδανικό για τη γλώσσα και την ομορφιά της ποίησης, και υποκλίνεται στη συλλογή του «Γλαυκές Αυγές», την πρώτη συλλογή στην εθνική μακεδονική γλώσσα εκτυπωμένη στην τότε Γιουγκοσλαβία. Μια συλλογή, που βράζει από χρώματα και συναισθήματα, από ανοιχτό κίτρινο, πορτοκαλί και κόκκινο, μέχρι σκούρο κόκκινο. Και ο Σόποφ ήξερε ότι αυτή η συλλογή, εκτός από το ότι είναι μια κορυφαία επίτευξη του ποιητή Ράτσιν, είναι και ένα εξαιρετικά σημαντικό γεγονός στην πολιτιστική και πολιτική ιστορία του μακεδονικού λαού, όπως και ότι είναι έργο αδιαχώριστο από τη ζωή του Ράτσιν και την ταξική και εθνική του ταυτότητα. Με το «Γλαυκές Αυγές» άνοιξε ο δρόμος για τη σύγχρονη μακεδονική ποίηση και τη σύγχρονη μακεδονική λογοτεχνία. Ο Σόποφ είναι συνειδητοποιημένος για αυτό και γι’ αυτό με τη συλλογή του «Ποιήματα» τού 1944 υποκλίνεται στις «Γλαυκές Αυγές» του Ράτσιν το 1939.

Ο Αντρέ Ζιντ πιστεύει ότι οι μεγάλοι συγγραφείς, μεταξύ των οποίων αναμφίβολα ανήκουν οι Κότσο Ράτσιν (1908), Μπλάζε Κονέσκι (1921), Άτσο Σόποφ (1923), καθώς και οι Γκάνε Τοντόροφσκι (1929) και Μάτεϊα Ματέφσκι (1929), (αυτή τη χρονιά γιορτάζονται τα 95 χρόνια από τη γέννησή τους), αλλά και ο Πέτρ Μ. Αντρίεφσκι (1934) και ο Βλάδα Ουρόσεβιτς (1934) (για τους οποίους το 2024 είναι η χρονιά του εορτασμού των 90 χρόνων από τη γέννησή τους) είναι αυτοί που όχι μόνο δεν φοβούνται, αλλά αναζητούν τις επιρροές, τις συγκρίνουν και μέσω αυτής της γόνιμης σύγκρισης και συνάντησης χτίζουν την ατομικότητά τους και την ιδιαίτερότητά τους μέσω του δυνατού μακεδονικού λόγου.

Η δυνατότητα να μιλήσουμε για τη μακεδονική ποίηση, για τη μακεδονική λογοτεχνία και τον πολιτισμό στο Πανεπιστήμιο «Μακεδονία» στη Θεσσαλονίκη και να μιλήσουμε για αυτή την ποίηση είναι μια αληθινή πρόκληση. Και μέσω αυτού του σύντομου κειμένου για αυτή την ποίηση ας αποκαλυφθούν όλες οι λέξεις, γιατί «Το πρόσωπό τους δεν είναι ένα», όπως λέει ο Πέτρε Μ. Αντρίεφσκι. Και γιατί αυτές οι μακεδονικές λέξεις αποκτούν κάποια νέα πρόσωπα, καθώς ακούγεται/διαβάζεται η μακεδονική ποίηση που αντηχεί και στα ελληνικά.

Αυτή η ομιλία έρχεται στο φως κάποιων προηγούμενων σημαντικών ετών και δημοσιεύσεων, όπως:

– Το 1960 στην Τασκένδη (Ουζμπεκιστάν) εκδίδεται η πρώτη ελληνική μετάφραση του «Γλαυκές Αυγές» από τον Βάσκο Καράτζα.

– Το 1978 στην Αθήνα (Ελλάδα) εκδίδεται η ελληνική μετάφραση του «Γλαυκές Αυγές» («Γλαυκές αυγές») από την Βικτωρία Θεοδωρού.

– Το 1979 στην Αθήνα εκδίδεται επιλογή από την ποίηση του Μπλάζε Κονέσκι με πρόλογο του ποιητή Κώστα Βαλέτα.

– Το 2009 στη Θεσσαλονίκη εκδίδεται το Σύγχρονο Ελληνο-Μακεδονικό Λεξικό, προετοιμασμένο από τον Βάσκο Καράτζα.

– Το 2024 στη Θεσσαλονίκη πραγματοποιείται η εργαστηριακή συνάντηση «Προοπτικές για πολιτιστική συνεργασία στον τομέα της μακεδονικής γλώσσας» («The Republic of North Macedonia and Greece: Perspectives for Cultural Collaboration: The Macedonian Language»).

Κάθε όριο είναι δύσκολο να ξεπεραστεί. Αλλά πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις, επαγγελματικές και προσωπικές, για να αρχίσουν να ρέουν τα πράγματα προς πραγματική συνεργασία μεταξύ των δύο πανεπιστημίων και των δύο χωρών. Και αυτό το αποδείξαμε σήμερα εδώ στη Θεσσαλονίκη.

Εμείς ως Πανεπιστήμιο, ως Φιλοσοφική Σχολή, σχεδόν τίποτα δεν γνωρίζουμε για τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία και τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό (όπως ταινίες, μουσική, λογοτεχνία για παιδιά…), για τον πολιτισμό του 21ου αιώνα. Οι συνάδελφοί μας και οι φοιτητές μας δεν είναι εξοικειωμένοι με τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία και πολιτισμό. Δεν γνωρίζουν ούτε την ελληνική γλώσσα. Ας δώσουμε τα χέρια!

Γι’ αυτό, πρέπει να εργαστούμε εντατικά σε τέτοιες κοινές εργαστηριακές συναντήσεις, συμπόσια, στα οποία θα γνωριστούμε και θα μοιραστούμε εμπειρίες και απόψεις. Εξ ονόματος της προσέγγισης των δύο πολιτισμών μέσω των μεταφράσεων, που έγιναν πρόσφατα και αυτών που θα γίνουν (όπως οι μεταφράσεις των έργων των Ρουμένα Μπουζάροβσκα, Τομίσλαβ Οσμάνλι, Κίτσα Κόλμπε, Λίντια Ντίμκοφσκα), πρέπει επιτέλους να αρχίσουμε να μιλάμε και να συνεργαζόμαστε.

Για άλλη μια φορά, δίνω τις ευχαριστίες μου στο Πανεπιστήμιο Μακεδονία και το Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών, καθώς και στο εργαστήριο μελέτης του πολιτισμού των συνόρων και του κοινωνία φύλου (The Culture, Borders, Genders Laboratory). Και όπως είπε ο Κοσμήτορας, καθηγητής δρ. Βλαντίμιρ Μαρτινόφσκι, την άνοιξη εμείς έχουμε σειρά να τους υποδεχθούμε σε μια νέα εργαστηριακή συνάντηση, σε ένα νέο συμπόσιο και διαλέξεις από προσκεκλημένους καθηγητές του Πανεπιστημίου Μακεδονία, αλλά και από όλους εκείνους που μιλούν ή αγαπούν, σέβονται, εκτός από την ελληνική, και τη μακεδονική γλώσσα.

*Μπορείτε να διαβάσετε ένα άρθρο σχετικά με την εκδήλωση στο site: http://www.racin.mk, που είναι αφιερωμένο στον Κότσο Ράτσιν https://racin.mk/kultura/mojsova-chepishevska-vo-solun-govoreshe-na-makedonski-za-chupovski-misirkov-raczin-shopov-koneski/

**Η ομιλία της Βέσνα Μοϊσόβα-Τσεπίσεβσκα εκφωνήθηκε στο συνέδριο, που διοργανώθηκε στις 14.12.2024 από το Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, σε συνεργασία με το Φιλολογικό Τμήμα «Μπλάζε Κονέσκι» του Πανεπιστημίου «Αγίου Κυρίλλου και Μεθοδίου» (UKIM) και το Εργαστήριο Μελέτης του Πολιτισμού των Συνόρων και του Κοινωνικού Φύλου.

***Αποσπάσματα από την εισήγηση είναι δημοσιευμένα στο 26ο φύλλο (Φλεβάρης 2025) της εφημερίδας «Η Κόκκινη», που κυκλοφορεί.

Ένα σχόλιο

  1. […] Обраќањето на проф. д-р Весна Мојсова-Чепишевска, македонска книжевна теоретичарка, критичарка и редовна професорка на Универзитетот „Св. Кирил и Методиј“ во Скопје, којшто беше одржан на конференцијата организирана на 14.12.2024 година од страна на Катедрата за балкански, слависти и ориентални студии на Универзитетот во Македонија во Солун, Грција, во соработка со Катедрата за филологија „Блаже Конески“ на УКИМ, е објавено на грчкиот потртал kokkini.org. […]

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε