
«Να χτίζουμε γέφυρες ανθρώπινες.
Μόνον έτσι θα ενώσουμε τα ποτάμια που μας χωρίζουν»
Έχουμε τη χαρά να φιλοξενούμε στην «Κόκκινη» συνέντευξη με την Έλενα Γκιοργκίοφσκα, απόφοιτη καθηγήτρια Μακεδονικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου «Άγιος Κύριλλος και Μεθόδιος» στα Σκόπια και εδώ και τρία χρόνια λέκτορας Μακεδονικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας στην έδρα Ρωσικής και Σλαβικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου του Βουκουρεστίου. Η Έλενα, επίσης, διδάσκει Μακεδονική Γλώσσα σε πολίτες της Ελλάδας (μειονοτικούς Μακεδόνες και Έλληνες) μέσω διαδικτυακών μαθημάτων. H Έλενα συμμετείχε στην πολύ σημαντική εκδήλωση στις 14 Δεκέμβρη στο ΠΑ.ΜΑΚ. στη Θεσσαλονίκη που ήταν αφιερωμένη στη Μακεδονική Γλώσσα και Λογοτεχνία, η οποία, παρά τις πιέσεις από εθνικιστικούς κύκλους, πραγματοποιήθηκε με μεγάλη επιτυχία και μαζική συμμετοχή κόσμου.
Τη συνέντευξη με την Έλενα Γκιοργκίοφσκα για την εφημερίδα «Η Κόκκινη» πήρε ο Σωτήρης Μηνάς, ο οποίος και τη μετέφρασε.
Ήταν παιδικό σου όνειρο να ασχοληθείς με τη μακεδονική γλώσσα και λογοτεχνία ή αυτό συνέβη αργότερα; Πώς κατέληξες να γίνεις καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο;
Μου αρέσει πολύ που ξεκινάμε τη συνέντευξη με αυτή την ερώτηση. Είναι αλήθεια ότι το τελευταίο διάστημα σκέφτομαι συχνά πως αυτή τη στιγμή ζω το παιδικό μου όνειρο. Οπότε η απάντηση θα είναι: ναι, πάντα ήθελα να γίνω δασκάλα, αυτό ήταν το παιδικό μου όνειρο. Ξέρεις, πολύ συχνά, όταν ήμουν μικρή, μου άρεσε να παίζω με τους φίλους μου το παιχνίδι της «τάξης» και, φυσικά, ήθελα πάντα να είμαι η δασκάλα και το απολάμβανα. Φανταζόμουν τότε τον εαυτό μου, όταν θα μεγάλωνα, να είμαι αυτή που θα στέκεται μπροστά στον πίνακα μιας πραγματικής τάξης και θα μεταδίδει γνώσεις.
Ωστόσο, η επιθυμία μου να ασχοληθώ με τη μακεδονική γλώσσα και λογοτεχνία ήρθε λίγο αργότερα στη ζωή μου, όταν ήμουν έφηβη. Πάντα μου άρεσε να διαβάζω, αλλά στο γυμνάσιο και λύκειο, την αγάπη και το ενδιαφέρον μου για τη μακεδονική γλώσσα και λογοτεχνία τα ξύπνησαν οι καθηγητές μου. Ακόμα και σήμερα αντηχούν στο μυαλό μου οι διαλέξεις τους για τη λογοτεχνία, τη γλώσσα. Ύστερα, ήξερα πλέον ότι η πορεία της ζωής μου με οδηγούσε στο Τμήμα Μακεδονικής Λογοτεχνίας της Φιλολογικής Σχολής «Μπλάζε Κονέσκι» στα Σκόπια.
Έτσι, μετά τις σπουδές μου, το όνειρο που έκαιγε μέσα μου από τα παιδικά μου παιχνίδια και η επιθυμία μου να γίνω δασκάλα πραγματοποιήθηκαν, όταν το Διεθνές Σεμινάριο Μακεδονικής Γλώσσας, Λογοτεχνίας και Πολιτισμού του Πανεπιστημίου Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου προκήρυξε διαγωνισμό για λέκτορα (διδάσκοντα) στη μακεδονική γλώσσα στη Σχολή Ξένων Γλωσσών και Λογοτεχνίας στο Βουκουρέστι. Χωρίς δεύτερη σκέψη, έκανα αίτηση, με δέχτηκαν, και να ‘μαι, εδώ και τρία χρόνια, κάνοντας αυτό που πάντα ήθελα – να είμαι δασκάλα, διδάσκουσα, λέκτορας. Αλλά πρέπει να πω ότι αυτή η ευκαιρία ήρθε με μια ακόμα μεγαλύτερη αποστολή για μένα – να διδάσκω τη μητρική μου γλώσσα, τη λογοτεχνία και τον πολιτισμό της χώρας μου σε ξένους φοιτητές, σε μια ξένη χώρα. Αυτό κάθε άλλο παρά εύκολο είναι, και πρέπει να παραδεχτώ πως, από τη μία, είναι μεγάλη, πολύ μεγάλη τιμή, αλλά από την άλλη και μεγάλη ευθύνη.
Κάπως έτσι βρέθηκα στη Σχολή Ξένων Γλωσσών και Λογοτεχνίας στο Βουκουρέστι. Και όταν κοιτάζω πίσω, βλέπω με περηφάνια το μικρό κορίτσι που χαίρεται ειλικρινά γιατί σήμερα, ως ενήλικη, ζει το όνειρό της – γιατί, αν το επιθυμούμε αρκετά έντονα, πίστεψέ με, τα όνειρα γίνονται πραγματικότητα και, πριν καν το καταλάβουμε, η πραγματικότητα μπορεί να αποδειχθεί ακόμα πιο όμορφη από τα όνειρα.
Πώς βιώνεις την εμπειρία να διδάσκεις τη μακεδονική γλώσσα στο Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου; Υπάρχει ενδιαφέρον από τους φοιτητές εκεί για τη γλώσσα;
Ένα από τα πιο όμορφα πράγματα που μου συνέβησαν στη ζωή μου είναι ακριβώς αυτή η εμπειρία: να διδάσκω τη μακεδονική γλώσσα σε ένα ξένο πανεπιστήμιο και να έχω τη δυνατότητα να γνωρίσω στους φοιτητές μια ιδιαίτερη γλώσσα από την ομάδα των σλαβικών γλωσσών, τη μακεδονική. Στο Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου, στο Τμήμα Ρωσικής και Σλαβικής Φιλολογίας, διδάσκονται όλες οι σλαβικές γλώσσες: ρωσικά, ουκρανικά, σερβικά, κροατικά, βουλγαρικά, σλοβενικά, σλοβακικά, τσεχικά. Ανάμεσά τους, φυσικά, διδάσκεται και η μακεδονική γλώσσα, ως επιλεγόμενο μάθημα. Αυτό σημαίνει ότι ο ανταγωνισμός είναι μεγάλος, και όπως γνωρίζετε, ο αριθμός των ενδιαφερομένων για φιλολογικές σπουδές σήμερα μειώνεται, καθώς οι νέοι στρέφονται προς άλλες, για αυτούς πιο προσοδοφόρες, επαγγελματικές επιλογές. Έτσι, δεν είναι καθόλου εύκολο να σχηματιστούν ομάδες φοιτητών που θα σπουδάσουν τη γλώσσα. Ωστόσο, ευτυχώς, υπάρχει ενδιαφέρον για τη μακεδονική γλώσσα, και μάλιστα αυξάνεται χρόνο με τον χρόνο. Είναι ενδιαφέρον ότι, πρωτίστως, αυτό που προσελκύει τους/τις φοιτητ(ρι)ες είναι το γεγονός ότι η μακεδονική γλώσσα δεν έχει πτώσεις, σε αντίθεση με τις περισσότερες σλαβικές γλώσσες, αλλά και σε αντίθεση με τη μητρική τους γλώσσα, τη ρουμανική, η οποία επίσης έχει πτώσεις. Θέλουν να δουν πώς λειτουργεί μια σλαβική γλώσσα χωρίς πτώσεις. Στη συνέχεια, τους ελκύει η μακεδονική κουλτούρα, τα έθιμά μας, η επιθυμία τους να επισκεφθούν τη Μακεδονία και να μάθουν περισσότερα γι’ αυτήν.
Αυτή τη στιγμή έχουμε δύο μικρές ομάδες αρχαρίων, δύο μεσαίου επιπέδου και μία προχωρημένου. Ο αριθμός των φοιτητ(ρι)ών δεν είναι μεγάλος, περίπου είκοσι άτομα, αλλά δεδομένου ότι το μάθημα είναι επιλεγόμενο, αυτός είναι ένας εξαιρετικός αριθμός. Προσωπικά πιστεύω ότι δεν έχει τόση σημασία η ποσότητα, όσο η ποιότητα – δηλαδή, πόσοι από αυτούς τους φοιτητές θα αφοσιωθούν πραγματικά στη μελέτη της μακεδονικής γλώσσας, στη μετάφραση, στη διάδοση της μακεδονικής φιλολογίας. Μέχρι στιγμής, η πλειονότητα των φοιτητών δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για τη μακεδονική φιλολογία, και νιώθω χαρούμενη όταν τους βλέπω να αρχίζουν σιγά-σιγά να μιλούν μακεδονικά, να ολοκληρώνουν όλες τις εργασίες και τις ασκήσεις τους. Ακόμη περισσότερο, χαίρομαι όταν με ενθουσιασμό και επιθυμία θέλουν να συμμετέχουν και σε εξωδιδακτικές δραστηριότητες. Έτσι, διοργανώνουμε εργαστήρια μετάφρασης και μεταφράζουμε ποίηση από τα μακεδονικά στα ρουμανικά, δημιουργώντας μια γέφυρα και μια σύνδεση μεταξύ των δύο λογοτεχνιών, της μακεδονικής και της ρουμανικής. Για δύο συνεχόμενα χρόνια, γιορτάσαμε την Ημέρα της Μακεδονικής Γλώσσας στη Ρουμανία, η οποία καθιερώθηκε με Διάταγμα του Προέδρου της Ρουμανίας, Κλάους Βέρνερ Γιοχάνις, το 2018, προς τιμήν της μακεδονικής γλώσσας και της μακεδονικής μειονότητας που ζει στη Ρουμανία. Φέτος, σε συνεργασία με την πρεσβεία της χώρας μας στο Βουκουρέστι, γιορτάσαμε και τα 50 χρόνια από την έναρξη των μακεδονικών σπουδών στη Ρουμανία, με τη συμμετοχή όλων των φοιτητών. Επιπλέον, κάθε χρόνο οι φοιτητές συμμετέχουν στα Θερινά και Χειμερινά Σχολεία Μακεδονικής Γλώσσας, Λογοτεχνίας και Πολιτισμού, που διοργανώνει το Διεθνές Κέντρο Μακεδονικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας (ISMLLC) στο Πανεπιστήμιο Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου (UKIM), και μέσα από αυτές έχουν την ευκαιρία να εμπλουτίσουν τις γνώσεις τους στη μακεδονική φιλολογία, αλλά και να επισκεφτούν τη Μακεδονία, την Οχρίδα, και να απολαύσουν τη μαγεία της Λίμνης της Οχρίδας, ενώ μαθαίνουν ή βελτιώνουν τη μακεδονική γλώσσα. Έτσι, εύχομαι και όνειρό μου είναι να αποκτήσει ένας συνάδελφός μου, ένας λέκτορας ή μια λέκτορας, μια τέτοια εμπειρία διδάσκοντας τη μακεδονική γλώσσα στην Ελλάδα, σε κάποιο από τα ελληνικά πανεπιστήμια. Να δημιουργηθεί η δυνατότητα για το άνοιγμα μιας έδρας και τη διδασκαλία της μακεδονικής γλώσσας ως μέρους της ομάδας των σλαβικών γλωσσών, όπως ακριβώς στη Φιλοσοφική Σχολή των Σκοπίων διδάσκονται η αρχαία και η νέα ελληνική γλώσσα. Αυτό θα ήταν πραγματικά ένα τεράστιο βήμα προς τα εμπρός για όλους μας.

Μέσω της Μακεδονικής Κίνησης για την Προώθηση της Μητρικής Γλώσσας «Κρστε Μισίρκοβ», διδάσκεις τη μακεδονική γλώσσα σε Έλληνες πολίτες. Τι συναισθήματα σού προκαλεί η εμπειρία να διδάσκεις τη μακεδονική γλώσσα σε ανθρώπους από την Ελλάδα; Πες μας για την εμπειρία σου.
Ναι, το διαδικτυακό σχολείο «Learn Macedonian Online», στο οποίο εργαζόμουν και συνεχίζω να εργάζομαι, συνεργάζεται με το «Krste Misirkov – Μακεδονική Κίνηση για την Προώθηση της Μητρικής Γλώσσας», και έτσι δημιουργήθηκε η ευκαιρία να διδάσκω τη μακεδονική γλώσσα σε Έλληνες πολίτες, αλλά και σε Μακεδόνες που ζουν στην Ελλάδα και θέλουν να τελειοποιήσουν ή να μάθουν τη γλώσσα των προγόνων τους. Το συναίσθημα να διδάσκω τη μακεδονική γλώσσα σε ανθρώπους που δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία ή την ελευθερία να τη μάθουν, το ανακάλυψα όταν ξεκίνησα να διδάσκω. Και σήμερα, κάθε μέρα, το ανακαλύπτω ξανά και ξανά. Ξέρεις, το να γνωρίζεις τα ιστορικά γεγονότα και τις εξελίξεις που σχετίζονται με τα γλωσσικά, ιστορικά και πολιτισμικά ζητήματα, καθώς και τους διαλεκτολογικούς κανόνες των αιγαιακών ιδιωμάτων, είναι κάτι που μπορεί να το μάθεις ως πληροφορία, ως γεγονός, ως μια πραγματικότητα. Όμως, είναι εντελώς διαφορετικό να έρθεις σε προσωπική επαφή με ανθρώπους, Μακεδόνες που είναι άμεσα ή έμμεσα μέρος του συστήματος που τους απαγόρευε τη μητρική τους γλώσσα, που τη μιλούν ελάχιστα ή καθόλου, αλλά γνωρίζουν πως αυτή η γλώσσα είναι κομμάτι της ταυτότητάς τους. Και για αυτούς τους ανθρώπους, το να είμαι εγώ αυτός ο συνδετικός κρίκος που θα τους ενώσει ξανά με τη γλώσσα των προγόνων τους, να παρατηρώ τα συναισθήματα και τις εκφράσεις τους καθώς μαθαίνουν, είναι ένα απερίγραπτο συναίσθημα. Είναι ένα μείγμα θλίψης, χαράς, αλλά κυρίως περηφάνιας και θαυμασμού, επειδή δεν ξέχασαν και επέστρεψαν στη γλώσσα τους για να τη μάθουν ή να τη βελτιώσουν, για να μάθουν περισσότερα για αυτήν τη γλώσσα, με την οποία είναι δεμένοι σαν με ομφάλιο λώρο.
Πλέον, και εγώ έχω συναισθηματικά δεθεί με όλους τους ανθρώπους που έχουν μάθει ή μαθαίνουν μακεδονικά μαζί μου. Χαίρομαι που είχα την ευκαιρία να τους γνωρίσω και να τους γνωρίζω συνεχώς, τους είμαι ευγνώμων γιατί μαθαίνω από αυτούς, όπως μαθαίνουν κι εκείνοι από εμένα. Μου αρέσει να τους ακούω όταν μιλούν, έστω και τις λίγες φράσεις που έχουν απομείνει από τη γλώσσα των παππούδων τους. Έχω ερωτευτεί τις διαλέκτους του Λέριν (Φλώρινας), του Κόστουρ (Καστοριάς) και γενικά τις αιγαιακές διαλέκτους. Μου αρέσει να τις ακούω γιατί με μεταφέρουν σε έναν παλιό καιρό που έχει σταματήσει κάπου στο παρελθόν, αλλά είναι τόσο ζωντανός και σήμερα στο παρόν. Είναι ένα γλωσσικό και διαλεκτικό σύστημα που, λόγω όλων των κοινωνικών εξελίξεων, δεν μπόρεσε να αναπτυχθεί πλήρως, έχει αλλάξει, κάτι χάθηκε στην πορεία, αλλά είναι εδώ – παρά τα τόσα χρόνια, εξακολουθεί να υπάρχει και να αγωνίζεται να μην εξαφανιστεί. Μου αρέσει να βλέπω πώς μαθαίνουν τη μακεδονική φιλολογική γλώσσα – τη μαθαίνουν με πάθος, με επιθυμία, κάποιοι ακόμα και με δάκρυα στα μάτια. Και αυτό μου δίνει ακόμα μεγαλύτερο κίνητρο να είμαι καλή δασκάλα και να τους διδάξω όσο περισσότερο μπορώ. Η ίδια η διαδικασία της διδασκαλίας είναι μια θετική πρόκληση, γιατί η ηλικία όσων μαθαίνουν μακεδονικά ποικίλλει, από 7 έως 77 ετών, και αυτό από μόνο του δείχνει και αποδεικνύει ότι η ηλικία δεν μπορεί να είναι περιορισμός, όταν πρόκειται για την εκπλήρωση της επιθυμίας να μάθει κανείς τη γλώσσα που άφησαν ως παρακαταθήκη οι πρόγονοί του.
Εκτός από τους Μακεδόνες μειονοτικούς, υπάρχουν και Έλληνες που δείχνουν ενδιαφέρον να μάθουν τη μακεδονική γλώσσα;
Φυσικά, και αυτό είναι που με χαροποιεί ιδιαίτερα, γιατί η γλώσσα πρέπει να είναι κάτι παραπάνω και μεγαλύτερο από τις πολιτικές που διαχωρίζουν και τα πολιτικά παιχνίδια, από τα στερεότυπα και το μίσος που μπορεί να δημιουργηθεί για έναν λαό. Και το γεγονός ότι οι Έλληνες δείχνουν ενδιαφέρον και μαθαίνουν τη μακεδονική γλώσσα δείχνει ότι οι γλώσσες έχουν τη δύναμη να ενώνουν – η γνώση της γλώσσας, του πολιτισμού και της ιστορίας του γειτονικού λαού μάς κάνει μόνο πιο πλούσιους και ανοίγει τη δυνατότητα να γνωριστούμε και να έρθουμε πιο κοντά, να συνεργαστούμε, να συνδεθούμε, να είμαστε ανοιχτοί και να κοιτάμε τον κόσμο με ανοιχτό μυαλό.
Προσωπικά, γνωρίζω και έχω καλούς φίλους Έλληνες που αγαπούν απεριόριστα τη μακεδονική γλώσσα, γράφουν για μακεδονικά θέματα, μεταφράζουν, αγωνίζονται για τα μακεδονικά ζητήματα. Είναι άνθρωποι που μετακινούν βουνά, άνθρωποι που φέρνουν αλλαγή, άνθρωποι με ανοιχτούς ορίζοντες. Και πρέπει, και οφείλουμε, να προσπαθήσουμε να αυξηθεί ο αριθμός αυτών των ανθρώπων. Λυπάμαι, όμως, που εξακολουθούν να υπάρχουν και Έλληνες που μαθαίνουν τη μακεδονική γλώσσα κρυφά από τους κοντινούς τους ανθρώπους και τους φίλους τους, για να αποφύγουν την κατακραυγή του περιβάλλοντός τους. Ελπίζω ότι σταδιακά θα το αλλάξουμε αυτό.
Τι πιστεύεις για το μέλλον των σχέσεων μεταξύ του μακεδονικού και του ελληνικού λαού; Πιστεύεις ότι υπάρχει ελπίδα για μεγαλύτερη φιλία και συνεργασία; Μπορούν να ξεπεραστούν οι εθνικιστικές αντιπαραθέσεις και το μίσος; Θεωρείς ότι με το έργο και τις δραστηριότητές σου έχεις συμβάλει σε αυτό;
Πιστεύω ότι υπάρχει ελπίδα. Πιστεύω ότι οι εθνικιστικές διαμάχες και το μίσος μπορούν να ξεπεραστούν, μόνο αν σταθούμε πάνω από τις πολιτικές αναταράξεις, τα παιχνίδια, τις στρατηγικές και τις διαιρέσεις. Ο 21ος αιώνας είναι πλέον η κατάλληλη στιγμή να βγούμε από το πολιτικό καλούπι, στο οποίο έχουμε εγκλωβιστεί για τόσο καιρό. Κανείς δεν μπορεί να αλλάξει τα ιστορικά γεγονότα και τα συμβάντα ούτε μπορούμε να τα ξεχάσουμε, γιατί η ελπίδα δεν βρίσκεται στη λήθη, αλλά στο θάρρος να μάθουμε από το παρελθόν – χωρίς, όμως, να γίνουμε αιχμάλωτοί του και, φυσικά, χωρίς να το επαναλάβουμε. Πιστεύω ότι μπορούμε και πρέπει να ξεκινήσουμε από μια νέα αφετηρία – να οικοδομήσουμε αλληλεγγύη, ενσυναίσθηση. Πρέπει να δούμε ο ένας τον άλλον ως ανθρώπους, όχι ως αντιπάλους, και να αναγνωρίσουμε την αξία της πολιτισμικής ποικιλομορφίας.
Είμαι σίγουρη ότι εμείς είμαστε η γενιά που θέλει και επιδιώκει τις αλλαγές, και ότι οι επόμενες γενιές σίγουρα θα τα καταφέρουν. Τουλάχιστον, έτσι βλέπω εγώ τους νέους – ανοιχτόμυαλους, θαρραλέους, γεμάτους δίψα για αλλαγή. Νομίζω ότι διαθέτουν λίγο περισσότερο θάρρος από τις προηγούμενες γενιές, και αυτή είναι η εποχή τους. Ελπίζω να μην δηλητηριαστούν από βαριές και ψεύτικες ιδεολογικές κατασκευές, ελπίζω να βγουν από το κλουβί και να δουν τα πράγματα από μια άλλη σκοπιά – την ανθρώπινη, την πολιτισμική. Οι γλώσσες, οι πολιτισμοί, οι λογοτεχνίες είναι μέσα που μπορούν να ενώσουν, να δημιουργήσουν νέες ευκαιρίες για συνεργασίες και φιλίες. Ίσως μου πείτε ότι βλέπω τα πράγματα υπερβολικά «ρόδινα», αλλά ειλικρινά, δεν πιστεύω στις πολιτικές που διαχωρίζουν τους ανθρώπους, στα πολιτικά παιχνίδια και στις υποτιθέμενες «αλήθειες». Πιστεύω στα ανθρώπινα συναισθήματα, στις ανθρώπινες ιστορίες, στην ενσυναίσθηση και στις πράξεις. Και αν, έστω για μια στιγμή, αφήναμε τα πολιτικά συμφέροντα στην άκρη – αν σταματούσαμε να αναζητούμε ποια «αλήθεια» είναι «πιο αληθινή» από την άλλη – και απλώς αφήναμε τους ανθρώπους να είναι αυτό που πραγματικά πρέπει να είναι, δηλαδή άνθρωποι, τότε θα καταλαβαίναμε ότι κανένας λαός, καμία γλώσσα και κανένας πολιτισμός δεν υπάρχει για να ανταγωνίζεται ή να απαγορεύει κάποιον άλλο. Αλλά, αντίθετα, για να ζει, να δημιουργεί, να μοιράζεται. Γιατί κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα να είναι ό,τι θέλει και να νιώθει όπως επιθυμεί.
Δεν ξέρω πόση δύναμη μπορεί να έχει μια δασκάλα για να αλλάξει τη συνολική εικόνα ή τις σχέσεις μεταξύ δύο χωρών, αλλά ξέρω ότι, αν θέλουμε να συνεισφέρουμε σε ένα μεγάλο επίπεδο, πρέπει να ξεκινήσουμε με μικρά βήματα. Έτσι, νιώθω ευτυχισμένη αν ξέρω ότι έχω βοηθήσει έστω και έναν άνθρωπο να επιστρέψει στις ρίζες του, να μάθει τη μακεδονική γλώσσα – τη γλώσσα που κάπου στη διαδρομή της ζωής του έχασε – και εγώ τον καθοδήγησα να τη βρει ξανά.

Ποια ήταν η εμπειρία σου από τη συμμετοχή σου στην πανεπιστημιακή εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στις 14 Δεκέβρη στη Θεσσαλονίκη; Τι εντυπώσεις αποκόμισες από αυτή τη σημαντική εκδήλωση; Σκοπεύεις να συμμετάσχεις σε παρόμοιες εκδηλώσεις στο μέλλον;
Αν και η αρχική ιδέα για την εκδήλωση ήταν λίγο διαφορετική, τελικά, στις 14 Δεκεμβρίου, η εκδήλωση στο Πανεπιστήμιο «Μακεδονία» στη Θεσσαλονίκη ήταν ιστορική. Ίσως για πρώτη φορά σε ένα αναγνωρισμένο ελληνικό πανεπιστήμιο ακούστηκαν πράγματα ελεύθερα για τη μακεδονική γλώσσα, τη μακεδονική λογοτεχνία, τον πολιτισμό, την ιστορία, και μάλιστα, όλα αυτά ειπωμένα στη μακεδονική γλώσσα.
Υπήρχαν πολλά δάκρυα, πολλά χαμόγελα, αναστεναγμοί, αναμνήσεις. Μιλήσαμε για τις προσωπικές και συλλογικές δοκιμασίες, για την αγάπη για τις ρίζες, για τη γλώσσα, για όλα όσα κάνουν έναν άνθρωπο αυτό που είναι. Δεν μπορεί να αποτυπωθούν με λόγια το συναίσθημα – το ένιωσαν όλοι όσοι ήταν εκεί. Έφυγα από τη Θεσσαλονίκη γεμάτη όμορφες εντυπώσεις, με πολλές νέες φιλίες, με γεμάτη καρδιά, γιατί κατάφερα κι εγώ, έστω και λίγο, να συμβάλω σε αυτή την εικόνα και αυτή την εκδήλωση, ώστε να είναι ολοκληρωμένες. Το έκανα για όλους τους ανθρώπους που γνώρισα όλα αυτά τα χρόνια και για τις ιστορίες τους, που αξίζουν να μνημονεύονται και να ζουν, για όλους τους Αιγαιάτες που ζουν στη Μακεδονία, που γνωρίζω και είναι μέρος της οικογένειάς μου.
Στην εκδήλωση διαβάστηκαν και ποιήματα στη μακεδονική γλώσσα, μεταφρασμένα στα ελληνικά, από αγαπημένους φίλους μου από την Ελλάδα, με κάποιους από τους οποίους μαθαίνουμε μαζί μακεδονικά ή τελειοποιούμε τις γνώσεις μας στη γλώσσα.
Αυτή η εκδήλωση πρέπει να είναι μόνο η αρχή μιας σειράς παρόμοιων εκδηλώσεων που πρέπει να διοργανωθούν τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Μακεδονία. Και φυσικά, όταν κάτι γίνεται με την καρδιά και για το καλό όλων, τότε η συμμετοχή αποτελεί μεγάλη χαρά.
Γι’ αυτό, η αίσθηση της γλώσσας, η αίσθηση της ταυτότητας και το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση πρέπει να υψωθούν πάνω από όλα. Σήμερα είμαστε μάρτυρες του γεγονότος ότι στην Ελλάδα η μακεδονική γλώσσα διδάσκεται πιο ελεύθερα από ό,τι στο παρελθόν, οργανώνονται πανηγύρια και εκδηλώσεις με μακεδονικά τραγούδια και χορούς, βιβλία μεταφράζονται και εκδίδονται. Και παρόλο που αυτή η κίνηση προχωρά με μικρά βήματα, το σημαντικό είναι ότι επιτέλους προχωράμε. Και δεν πρέπει να σταματήσουμε. Όπως λέει μια παλιά μακεδονική παροιμία: «Πηγαίνοντας σιγά-σιγά, φτάνεις πιο μακριά».

Ως νέα καθηγήτρια της μακεδονικής γλώσσας, ποιοι είναι οι στόχοι και οι φιλοδοξίες σου για το επαγγελματικό σου μέλλον;
Να μην σταματήσω ποτέ να μαθαίνω, να έχω συνεχή περιέργεια να μαθαίνω και να εξελίσσομαι, να ρωτάω όταν δεν ξέρω, να διαβάζω, να γράφω – απλά να αποτελώ ένα καλό παράδειγμα για τους φοιτητές και τους ανθρώπους γύρω μου. Με την ίδια αγάπη και το ίδιο πάθος να συνεχίσω να διδάσκω τη μακεδονική γλώσσα, τη μακεδονική λογοτεχνία και τον μακεδονικό πολιτισμό, όπως την πρώτη φορά που ξεκίνησα. Να γνωρίζω νέους ανθρώπους και, φυσικά, να χτίζουμε μαζί γέφυρες – γλωσσικές, πολιτιστικές, καλλιτεχνικές και ανθρώπινες, γιατί μόνο έτσι θα μπορέσουμε να ξεπεράσουμε και να ενώσουμε τα ποτάμια που μας χωρίζουν.
Σ’ ευχαριστώ πολύ, Έλενα, για τον χρόνο σου και για αυτήν την ενδιαφέρουσα συζήτηση. Κλείνοντας, υπάρχει κάτι τελευταίο που θα ήθελες να προσθέσεις;
Και εγώ σ’ ευχαριστώ πολύ, Σωτήρη, για τον χρόνο που αφιέρωσες. Νομίζω ότι πάντα μένουν πολλά να ειπωθούν, αλλά θα ήθελα να κλείσουμε αυτή τη συνέντευξη εκφράζοντας την επιθυμία μου ότι στην προσεχή περίοδο θα συναντηθούμε και πάλι σε παρουσιάσεις και εκδηλώσεις που σχετίζονται με τη μακεδονική γλώσσα στην Ελλάδα, αλλά και με την ελληνική γλώσσα στη Μακεδονία.
*Η συνέντευξη βρίσκεται δημοσιευμένη στο 27ο φύλλο της εφημερίδας «Η Κόκκινη» (Μάρτης-Απρίλης 2025), που κυκλοφορεί.
**Μπορείτε να διαβάσετε τη συνέντευξη και στα μακεδονικά πατώντας πάνω σε αυτόν τον σύνδεσμο.
