Ο «ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΤΕΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ»

Ο «ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΤΕΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ»

(Βορειανατολική Βραζιλία, 1895 – 1898)

Γράφει ο Χάρης Παπαδόπουλος

Χτες, στις 13 Απρίλη 2025 έφυγε από τη ζωή ο αγαπημένος μου συγγραφέας, ο λογοτέχνης που μου άλλαξε τη ζωή. Είναι αυτός που μου έμαθε κριτήρια για να επιλέγω ταξικό στρατόπεδο, όταν τα πράγματα δεν είναι άσπρο-μαύρο. Και του χρωστάω το ότι στέκομαι στα πόδια μου μετά την κατάρρευση του κόσμου μου το 1989 και το 1991, όταν γκρεμίστηκε με πάταγο το υποτιθέμενο «σοσιαλιστικό στρατόπεδο».

Ως άνθρωπο, δεν του είχα ούτε την ελάχιστη εκτίμηση. Αν τύχαινα να μπορούσα να τον συναντήσω κάπου, θα φρόντιζα να ξεμακρύνω. Αλλά δεν μπορώ να σκεφτώ πώς θα ήταν να ζω χωρίς τα βιβλία του. Και δεν μπορώ να φανταστώ ποιος θα ήμουν εγώ, αν δεν είχα διαβάσει το πιο αγαπημένο μου από τα μυθιστορήματά του, το «Ο Πόλεμος της Συντέλειας του Κόσμου«.

Ναι, ο αγαπημένος μου συγγραφέας είναι ο Μάριο Βάργκας Γιόσα, ένας περουβιανός εύελπις που παράτησε τη στρατιωτική καριέρα και πέρασε στην Αριστερά, για να την παρατήσει κι αυτήν και να επιστρέψει στον φυσικό του χώρο, τη νεοφιλελεύθερη ακραία αντιδραστική Δεξιά. Μάλιστα, γύρω στο 1990 κατέβηκε υποψήφιος στις προεδρικές εκλογές του Περού με πρόγραμμα αρκετά παρόμοιο με αυτό του Τζήμερου. Έχασε από τον ελαφρώς πιο συγκεκαλυμμένο νεοφιλελεύθερο Φουχιμόρι, τον άνθρωπο που συνέτριψε κατόπιν τα αριστερά αντάρτικα στο Περού.

Όσο μοναδική είναι η πένα του Γιόσα, τόσο ελεεινή -και περισσότερο- είναι η πολιτική πρακτική του. Τα αρκετά τελευταία χρόνια αρθρογραφούσε στην ισπανική Ελ Παίς δεν υπάρχει ιμπεριαλιστική επέμβαση των ΗΠΑ που να μην επικρότησε με ενθουσιασμό.

Όσο για το βιβλίο του, που συμβαίνει να είναι το αγαπημένο μου, είναι ακριβώς εκείνο το έργο που έγραψε ο Γιόσα, για να μουντζουρώσει και να φτύσει το όραμα της Αριστεράς (και της Αναρχίας) και να αποδείξει πως δεν έχει κανένα νόημα η συλλογική πάλη για την αλλαγή της κοινωνίας.

Και όμως, είναι το ίδιο βιβλίο που πάντα εμένα θα με ξαναστήνει όρθιο, για να μην κάνω ποτέ στην άκρη στον πόλεμο με τα αφεντικά, το κράτος τους και τους φασίστες! Και το συστήνω ανεπιφύλακτα το βιβλίο, σε όλες, όλα και όλους.

Γιατί είναι τόσο μεγάλος συγγραφέας ο Γιόσα; «Γίνεσαι μεγάλος μονάχα όταν με τα μεγάλα καταπιάνεσαι«, έγραφε ο Σέξπιρ.

Και ο Γιόσα όχι μόνο ασχολείται με τα μεγάλα και τα σημαντικά, αλλά μελετάει κάθε φορά το θέμα του με απίστευτα εξαντλητικό και βαθύ τρόπο.

Στον «Πόλεμο της Συντέλειας του Κόσμου» ο Γιόσα αφηγείται την επανάσταση των χωρικών το 1895-1898 στη Βορειανατολική Βραζιλία. Μέσα από την αναπαράσταση της εποχής, ο συγγραφέας επιχειρεί να αποδείξει πως, όταν οι καταπιεσμένοι προσπαθούν να αλλάξουν τη μοίρα τους, τότε η ιστορία καταλήγει πάντα σε τραγωδία και πλήρη αφανισμό. Ενώ, όταν οι οργανωμένοι επαναστάτες προσπαθούν να παρέμβουν για να υποστηρίξουν τους καταπιεσμένους στον αγώνα τους, τότε η κατάληξη είναι ιλαροτραγωδία και καταστάσεις ανάξιες λόγου και αφήγησης.

Όμως, τα μεγάλα έργα δεν είναι τέτοια, επειδή έτσι το αποφάσισε με βάση την ιδεολογία του ο συγγραφέας τους. Είναι μεγάλα επειδή, παρά το τι ιδέες έχει στο κεφάλι του ο συγγραφέας, τα πρόσωπα και οι χαρακτήρες καταφέρνουν και παίρνουν τη δική τους υπόσταση, ελέγχουν σημαντικά, και εντέλει καθοριστικά, την πένα που τα καταγράφει.

Γι αυτό και έργα όπως οι «Αδελφοί Καραμαζώφ» του Ντοστογιέφσκι, η «Άννα Καρένινα» του Τολστόι και ολόκληρη η «Ανθρώπινη Κωμωδία», η απέραντη τοιχογραφία χαρακτήρων του Μπαλζάκ, είναι έργα εξαιρετικά πιο πάνω από τις προβληματικές ή και απόλυτα αντιδραστικές ιδέες των δημιουργών τους.

Αυτά τα κείμενα θα ζουν πολλούς αιώνες ακόμα, ενώ οι συγγραφείς τους (και, κυρίως, οι πολιτικές ιδέες τους) έχουν πεθάνει ήδη προ πολλού.

Πιστεύω πως τέτοια περίπτωση τουλάχιστον είναι και «Ο Πόλεμος της Συντέλειας του Κόσμου». Έχω την εντύπωση πως το βιβλίο είναι εξαντλημένο στην ελληνική του μετάφραση (εκδόσεις ΕΞΑΝΤΑΣ) και μπορεί να βρεθεί μόνο σε δανειστικές βιβλιοθήκες.

Λίγα λόγια για να σας ιντριγκάρω, για να το αναζητήσετε και να το διαβάσετε:

Κεντρικός άξονας του βιβλίου είναι ένας αμαρτωλός που καταφεύγει στο Σερτάου, την έρημο της Βορειανατολικής Βραζιλίας. Είναι ο Αντόνιου, με το προσωνύμιο «Κονσελέιρου» («συμβουλάτορας»). Πρόκειται για ιστορικό πρόσωπο και όχι για προϊόν της φαντασίας του συγγραφέα, για το οποίο υπήρξε μια δαιμονολογική αντιμετώπιση από τη βραζιλιάνικη ιστορική βιβλιογραφία.

Ο Αντόνιου περιφέρεται ως ζητιάνος για να μετανοήσει. Όμως, ενώ ζητά μόλις λίγο ψωμί, προσφέρει δωρεάν κοινωφελή εργασία και βαθιά στοχαστικές συμβουλές στον κόσμο και λειτουργεί ως φυσικός ηγέτης. Σύντομα μαζεύονται διάφοροι κατατρεγμένοι γύρω του, περιφέρονται από χωριό σε χωριό, κηρύσσοντας τον θείο λόγο και κάνοντας έργα για την τοπική εκκλησία και τους χωρικούς.

Ο Κονσελέιρου αρχίζει να αντιμετωπίζεται ως Άγιος και ο κόσμος τον εμπιστεύεται. Στον ιδιαίτερα σκληρό κόσμο του Σερτάου, όπου η μόνη πραγματική εξουσία είναι οι γαιοκτήμονες με τους ιδιωτικούς στρατούς φονιάδων τους και οι αδίστακτες συμμορίες των καγκασέιρος, των ληστών της ερήμου, ο Κονσελέιρου εξελίσσεται σε μια ηγετική φυσιογνωμία που όλες οι άλλες εξουσίες του υποτάσσονται. Οι γαιοκτήμονες δεν μπορούν να εμποδίσουν τη λατρεία του κόσμου για τον Κονσελέιρου και οι τρομεροί καγκασέιρος παραδίνουν τα όπλα τους και προστίθενται στην ομάδα του επιδιώκοντας εξιλέωση και άφεση αμαρτιών.

Όμως, η κεντρική βραζιλιάνικη κυβέρνηση προχωρά την εξέλιξη της ιστορίας με μια άγαρμπη πολιτική απόφαση. Προωθεί ένα σχέδιο για απογραφή του πληθυσμού. Μεταξύ των ερωτήσεων της απογραφής υπάρχουν και κάποιες σχετικές με το χρώμα του δέρματος των ερωτηθέντων. Ο κόσμος στο Σερτάου τρομοκρατείται πως πρόκειται να επιστρέψει πάλι ο θεσμός της δουλείας. Ο Κονσελέιρου καλεί δημόσια τους χωρικούς να αρνηθούν να καταγραφούν. Όταν ένα απόσπασμα χωροφυλακής στέλνεται να συλλάβει τον υποκινητή, οι ακόλουθοι του Κονσελέιρου εξοντώνουν με γυμνά χέρια τους χωροφύλακες και ανακηρύσσουν πως δεν αναγνωρίζουν την εξουσία του βραζιλιάνικου κράτους.

Η εξέγερση έχει ξεκινήσει. Οι εξεγερμένοι («Γιανκούτσους» στα πορτογαλικά) καταλύουν παντού τους κρατικούς θεσμούς, καταργούν την ιδιοκτησία και τα χρήματα και καίνε τα χωράφια – «για να ξεκουραστεί επιτέλους η γη«, όπως διακηρύσσουν. Οι γαιοκτήμονες και οι πλούσιοι βρίσκονται σε απελπισία και διωγμό.

Μάλιστα, οι εξεγερμένοι καλούν όλο τον πληθυσμό της περιοχής, κάτω από το Περναμπούκου και πάνω από το Σαλβαντόρ της Μπαία, να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να συγκεντρωθούν στην κωμόπολη Κανούντους, μέσα στην έρημο του Νορντέστε, που την αποκαλούν «Νέα Ιερουσαλήμ».

Εναντίον τους κινείται ο στρατός. Ένας ενισχυμένος λόχος πεζικού μαζί με ένα απόσπασμα ιππικού της χωροφυλακής συγκρούεται με τους Γιαγκούτσους. Ελάχιστοι στρατιώτες επιζούν.

Ένα πολύ μεγαλύτερο απόσπασμα, από ένα τάγμα στρατού με πυροβολικό και περίπου όλη τη δύναμη ιππικού της αστυνομίας της Μπαΐα επιτίθενται στους επαναστάτες. Το αποτέλεσμα είναι μια πανωλεθρία για τον βραζιλιάνικο στρατό.

Ενάντια στους επαναστάτες στρέφεται ο πιο φημισμένος στρατιωτικός ηγέτης της Βραζιλίας, με επίλεκτες δυνάμεις πολλών χιλιάδων ανδρών και ισχυρό πυροβολικό. Φτάνει στο Κανούντος και επιχειρεί να το καταλάβει εξ εφόδου.

Αλλά οι εξεγερμένοι χωρικοί, έχουν καταφέρει να συνεπάρουν όλο το Νορντέστε, δηλαδή τη Βορειοανατολική Βραζιλία. Στο Κανούντους έχουν καταφύγει ακόμη και οι τελευταίοι παγανιστές ιθαγενείς, που πολεμάνε τον στρατό με τόξα και βέλη και δεν μιλούν σχεδόν λέξη πορτογαλικά. Το κάθε κατατρεγμένο πλάσμα αυτής της χώρας νιώθει πως απέναντι στο βραζιλιάνικο κράτος ορθώθηκε μια δύναμη πρωτόγνωρη και φιλική στον λαό και τρέχει να την ενισχύσει.

Το Κανούντους θα ζήσει μια εποποιία αντίστοιχη του Στάλινγκραντ και οι εξεγερμένοι θα ταπεινώσουν ολοκληρωτικά τον ένδοξο στρατηγό.

Και η βραζιλιάνικη κυβέρνηση θα οδηγηθεί πλέον να επιστρατεύσει το σύνολο του στρατιωτικού δυναμικού της, για να αντιμετωπίσει τους ξυπόλυτους.

Και ο πόλεμος που θα ακολουθήσει θα είναι αυτός της Συντέλειας του Κόσμου, μια και οι εξεγερμένοι θεωρούν πως αυτοί που εμφανίζονται ως βραζιλιάνικη κυβέρνηση είναι πλέον τα όργανα του Αντίχριστου.

Μάλιστα, πιστεύουν πως όλοι οι άνθρωποι στον κόσμο στην πραγματικότητα ανήκουν μονάχα σε δύο έθνη: Στο έθνος του Λύκου και στο έθνος του Προβάτου. Και ξεχωρίζουν μεταξύ τους μονάχα από ένα σημείο: Όσοι και όσες είναι Πρόβατα, έχουν φουσκάλες και γδαρσίματα στα χέρια, από την καθημερινή δουλειά. Οι Λύκοι είναι καλοζωισμένοι και διαθέτουν χέρια μαλακά.

Και τα πρόβατα ξεσηκώνονται για την ύστατη μάχη, και πέφτουν πολεμώντας με συνθήματα όπως «Θάνατος στους άθεους«, «θάνατος στους προτεστάντες» και «ζήτω ο γλυκύς Ιησούς«.

Ενώ ο αντίπαλος, το αστικό ανεξίθρησκο ορθολογιστικό κράτος της Βραζιλίας, βάζει τους στρατιώτες του να πεθάνουν με συνθήματα όπως «Ζήτω η ελευθερία» και «Ζήτω η Δημοκρατία«.

Και πολεμούν μέχρις αφανισμού των ταπεινών, για να υπερασπίσουν την Ιδιοκτησία και το δικαίωμα των πλουσίων στην εκμετάλλευση των φτωχών.

Πήρατε μια γεύση;

Σχολιάστε