Ο αφανισμός της πρωτοπορίας/Πώς οργανώθηκε η εξόντωση των τροτσκιστών στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Στάλιν

Αποσπάσματα από το «Απόβλητος Προφήτης», τρίτος τόμος της βιογραφίας του Λέοντα Τρότσκι από τον Ισαάκ Ντόϋτσερ, εκδόσεις Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, μετάφραση Νίκος Ταμβακλής, σελίδες 620-626.    

Για περισσότερο από δέκα χρόνια ο Στάλιν κράτησε τους τροτσκιστές πίσω από σιδερένιες μπάρες και αγκαθωτά σύρματα […] και κατόρθωσε σχεδόν να τους αποκόψει από την κοινωνία. Μετά από το 1934 ο τροτσκισμός έμοιαζε να έχει απομονωθεί ολοκληρωτικά. Και όμως, δύο ή τρία χρόνια αργότερα, ο Στάλιν τον φοβόταν όσο ποτέ προηγουμένως.

Κατά παράδοξο τρόπο, οι μεγάλες εκκαθαρίσεις και οι μαζικές εκτοπίσεις που ακολούθησαν τη δολοφονία του Κίροφ έδωσαν νέα πνοή στον τροτσκισμό. Με δεκάδες και εκατοντάδες χιλιάδες εξόριστους γύρω τους, οι τροτσκιστές δεν ήταν πλέον απομονωμένοι […]. Αντιπολιτευόμενοι από ομάδες νεότερων ηλικιών, κομσομόλοι που στρέφονταν για πρώτη φορά ενάντια στον Στάλιν πολύ αργότερα από την ήττα του τροτσκισμού, οπαδοί κάθε είδους «αποκλίσεων», συνηθισμένοι εργάτες που εξορίστηκαν για ασήμαντα αδικήματα […], όλοι αυτοί σχημάτισαν ένα τεράστιο ακροατήριο για τους βετεράνους τροτσκιστές.

Το καθεστώς στα στρατόπεδα συγκέντρωσης γινόταν όλο και περισσότερο απάνθρωπο: Οι κρατούμενοι έπρεπε να δουλεύουν σκληρά δέκα ή δώδεκα ώρες την ημέρα. Λιμοκτονούσαν. Και χαροπάλευαν μέσα στις αρρώστιες και την απερίγραπτη εξαθλίωση. Ωστόσο τα στρατόπεδα, για μια ακόμη φορά, έγιναν σχολεία και πεδία εξάσκησης της αντιπολίτευσης, με τους τροτσκιστές σε ρόλους απαράμιλλων εκπαιδευτών. Αυτοί βρίσκονταν επικεφαλής των εκτοπισμένων σχεδόν σε όλες τις απεργίες και τις απεργίες πείνας. Αυτοί αντιμετώπιζαν  τη διοίκηση με αιτήματα τη βελτίωση των συνθηκών στα στρατόπεδα. Και αυτοί με την τολμηρή, τη συχνά ηρωική συμπεριφορά τους, εμφυσούσαν στους άλλους τη δύναμη να αντέξουν. Με σφιχτοδεμένη οργάνωση, αυτοπειθαρχημένοι και πολιτικά καλά πληροφορημένοι, αποτελούσαν την πραγματική ελίτ του τεράστιου τμήματος του έθνους που το είχαν ρίξει πίσω από τα συρματοπλέγματα.

Ο Στάλιν συνειδητοποίησε πως δεν θα πετύχαινε τίποτε με το να αυξήσει την καταστολή. Ήταν σχεδόν αδύνατο να προσθέσει κάτι στα βασανιστήρια και στις διώξεις, που είχαν μοναδικό αποτέλεσμα να περιβάλλον τους τροτσκιστές με το φωτοστέφανο του μάρτυρα. Όσο ήταν ζωντανοί αποτελούσαν για τον Στάλιν μια απειλή […]. Και αποφάσισε να διασφαλιστεί από όλους τους κινδύνους. Και υπήρχε μόνο ένας τρόπος για να το πετύχει: η ολοκληρωτική εξολόθρευση όλων των αντιπάλων του. Και πρώτα από όλα των τροτσκιστών […].

Ένας αυτόπτης μάρτυρας, πρώην κρατούμενος του μεγάλου στρατοπέδου της Βορκουτά, που δεν ήταν τροτσκιστής ο ίδιος, περιγράφει ως εξής τις τελευταίες μέρες των τροτσκιστών και τον αφανισμό τους […]

Το φθινόπωρο του 1936, μετά από τη δίκη των Ζηνόβιεφ και Κάμενεφ, οι τροτσκιστές διοργάνωσαν στο στρατόπεδο συγκεντρώσεις και διαμαρτυρίες. Λίγο αργότερα, στις 27 Οκτωβρίου, ξεκίνησαν μια απεργία πείνας. Οι απεργοί διαμαρτύρονταν για τη μεταφορά τους από τους προηγούμενους τόπους εξορίας και την επιβολή ποινών χωρίς δίκες. Ζητούσαν οχτάωρη εργάσιμη μέρα, την ίδια διατροφή για όλους τους εγκλείστους – ανεξάρτητα αν είχαν πιάσει τη νόρμα παραγωγής και διαχωρισμό των πολιτικών και ποινικών κρατουμένων […].   

Με εντολές της Μόσχας, η διοίκηση υποχώρησε σε όλα τα σημεία. Και η απεργία τερματίστηκε […]. Σύντομα όμως, ο τρόμος επέστρεψε με νέα μανία. Οι μερίδες φαγητού μειώθηκαν στα 400 γραμμάρια ψωμί την ημέρα. Οι δεσμοφύλακες όπλισαν ποινικούς κρατούμενους με ρόπαλα και τους υποκινούσε ενάντια στους τροτσκιστές. Τους πυροβολούσαν αδιακρίτως. Και απομόνωσαν όλους τους πολιτικούς κρατούμενους σε ένα στρατόπεδο μέσα στο στρατόπεδο, περιφραγμένο με συρματοπλέγματα και φρουρούμενο από μια εκατοστή βαριά οπλισμένους στρατιώτες μέρα και νύχτα.

Ένα πρωί, προς τα τέλη Μαρτίου του 1938, εικοσιπέντε άντρες, οι περισσότεροι τροτσκιστές ηγέτες, κλήθηκαν να βγουν έξω. Τους δόθηκε από ένα κιλό ψωμί και διατάχθηκαν να μαζέψουν τα πράγματά τους και να ετοιμαστούν για πορεία.

«Μετά από ένα συγκινητικό αποχαιρετισμό με τους συντρόφους τους άφησαν τα παραπήγματα. Ακολούθησε ένα ονομαστικό προσκλητήριο και απομακρύνθηκαν βαδίζοντας. Σε δεκαπέντε ή είκοσι λεπτά ακούστηκε ξαφνικά μια ομοβροντία. Μετά ακούστηκαν μερικοί σκόρπιοι πυροβολισμοί και ακολούθησε σιωπή. Σύντομα, οι στρατιώτες του αποσπάσματος επέστρεψαν και πέρασαν μπροστά από τα παραπήγματα. Όλοι κατάλαβαν σε τι πορεία είχαν στείλει αυτούς τους εικοσιπέντε».   

Την επόμενη μέρα όχι λιγότερο από σαράντα άνθρωποι κλήθηκαν έξω με τον ίδιο τρόπο, τους δόθηκαν μερίδες ψωμιού και διατάχθηκαν να ετοιμαστούν. «Μερικοί ήταν τόσο εξαντλημένοι που δεν μπορούσαν να περπατήσουν. Τους δόθηκε υπόσχεση ότι θα τους μετέφεραν με κάρα. Με κομμένη την ανάσα εμείς στα παραπήγματα ακούγαμε το τρίξιμο του χιονιού κάτω από τα πόδια αυτών που απομακρύνονταν. Σιωπή απλώθηκε παντού. Όμως, εξακολουθήσαμε να έχουμε τεντωμένα τα αυτιά μας. Μετά από μια ώρα περίπου πυροβολισμοί ακούστηκαν σε όλη την τούντρα[…].

Σε όλη τη διάρκεια του Απρίλη και στις πρώτες μέρες του Μάη, οι εκτελέσεις συνεχίστηκαν. Καθημερινά ή κάθε δύο μέρες τριάντα με σαράντα άνθρωποι οδηγούνταν έξω».

Ανακοινωθέντα μεταδίδονταν από τα μεγάφωνα: «Οι παρακάτω εκτελέστηκαν για αντεπαναστατική προπαγάνδα, σαμποτάζ, ληστεία, άρνηση εργασίας και απόπειρα δραπέτευσης».

«Μια φορά, μια μεγάλη ομάδα, εκατό περίπου άνθρωποι, τροτσκιστές κυρίως, οδηγήθηκαν έξω. Καθώς απομακρύνονταν τραγουδούσαν τη Διεθνή. Και εκατοντάδες φωνές μέσα στα παραπήγματα ενώθηκαν μαζί τους στο τραγούδι. Στην πορεία προς τον τόπο της εκτέλεσης, ανάμεσα στους κρατούμενους, η γυναίκα ενός τροτσκιστή βάδιζε με τις πατερίτσες».

Τα παιδιά των κρατουμένων τα άφηναν να ζήσουν μόνο αν ήταν μικρότερα των δώδεκα ετών. Η σφαγή συνεχίστηκε σε όλα τα στρατόπεδα της επαρχίας Πετσόρα και κράτησε μέχρι και τον Μάϊο […].

Σχολιάστε