
Γράφει η Κίρα Δούδη*
*Το κείμενο στη συνέχεια είναι η εισήγηση της γράφουσας στη βιβλιοπαρουσίαση της δίγλωσσης μπροσούρας «Γκόρε Γκλάβατα» της εφημερίδας «Η Κόκκινη» που πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 26 Ιούνη 2025 στα πλαίσια του Αντιρατσιστικού Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Η εισήγηση αυτή διαβάστηκε στην εκδήλωση από την Κική Σταματόγιαννη διότι η συγγραφέας του κειμένου δεν μπόρεσε να παραβρεθεί η ίδια.
**Η φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο είναι από κατασκήνωση στην Πολωνία για εκπατρισμένα παιδιά του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα.
Λίγα λόγια για μένα που θεωρώ ότι είμαι μια τυπική περίπτωση μέλους της μακεδονικής μειονότητας.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε ένα χωριό του νομού Πέλλας και από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου βιώνω πάντα έναν διχασμό.
Ο πρώτος είναι τοπικός, είναι το χωριό που είναι χωρισμένο στα δύο από ένα ποτάμι που κυλάει ανάμεσα. Στη μια πλευρά του χωριού κατοικούν οι πόντιοι, πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν εδώ από το 1924, μετά τη μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών. Στην άλλη πλευρά κατοικούμε εμείς οι εντόπιοι, όπως μας αποκαλούν κάπως κόσμια. Τα άλλα προσδιοριστικά για μας είναι τα «γηγενείς», που μικρή δεν ήξερα καθόλου τί μπορεί να σημαίνει, Βούλγαροι, Σέρβοι, Γάλλοι (εννοείται κοροϊδευτικά) αλλά Μακεδόνες απέφευγαν πολύ να μας πουν.
Ο δεύτερος είναι γλωσσικός. Όπως και όλα τα παιδιά ημών των «εντόπιων» μιλούσαμε άλλη γλώσσα στο σπίτι, άλλη γλώσσα στο σχολείο. Μακεδονικά στο σπίτι, ή να το πω Σλαβομακεδονικά; Ελληνικά στο σχολείο. Στο δικό μας σπίτι ο διχασμός γινόταν ακόμη πιο βαθύς γιατί οι γονείς μου μιλούσαν μακεδονικά μεταξύ τους αλλά ελληνικά όταν απευθύνονταν σε εμένα και τον αδερφό μου. Όλοι οι άλλοι, γιαγιά, παπούς, θείες , θείοι, μας μιλούσαν μακεδονικά.
Πριν την πρώτη δημοτικού ο πατέρας μου αγόρασε ένα μικρό σπιτάκι στη γειτονιά των ποντίων. Όπως μου εκμυστηρεύτηκε πολύ αργότερα, ήμουν πια μεγάλη, το έκανε για να κάνουμε παρέα με τα παιδιά των ποντίων και να μιλάμε περισσότερο ελληνικά για μην επηρεαστεί η προφορά μας και μας ξεχωρίζουν στο σχολείο και πολύ περισσότερο στο Γυμνάσιο αργότερα. Ήταν από τα σπιτάκια που έχτισε κατά μήκος ενός και μόνον δρόμου η Εταιρεία Αποκατάστασης Προσφύγων για να στεγαστούν οι οικογένειες των πόντιων προσφύγων. Εκεί ένιωσα ακόμα περισσότερο και ακόμα χειρότερα μπορώ να πω τον διχασμό. Ήμουν εντόπια, δίγλωσση και όμως ζούσα και μεγάλωνα ανάμεσα στους πόντιους. Σιγά σιγά έγιναν πολλά τα πράγματα που δεν μπορούσα να καταλάβω. Αυτό όμως που σίγουρα ένιωθα ήταν η υποτίμηση της μιας πλευράς του εαυτού μου, αυτής της μακεδονικής καταγωγής. Όλα στο σχολείο αλλά και στο ευρύτερο περιβάλλον συντελούσαν σε αυτό. Ό,τι ελληνικό φάνταζε καθαρό και ανώτερο, ό,τι δικό μας, άρα και η γλώσσα μας κατώτερο και καλά θα κάναμε να το ξεχάσουμε, μας έλεγαν στο σχολείο, στην εκκλησία, στο κατηχητικό, παντού. Έτσι μάλωνα με τη μητέρα μου που κάθε μέρα έπιανε στο ραδιόφωνο το ράδιο Σκόπιε, τον ραδιοφωνικό σταθμό των Σκοπίων δηλαδή για να ακούσει νάροτνι πέσνι, δημοτικά τραγούδια. Τί τα θέλεις αυτά, της έλεγα, δεν είναι ωραία. Βλέπετε τα τραγούδια αυτά δεν επιτρέπονταν να τα τραγουδούμε εμείς, γι’αυτό και οι χοροί μας έμειναν χωρίς λόγια.
Υπήρχε όμως ένας ακόμα διχασμός. Το σόι μας ήταν μοιρασμένο, όπως άλλωστε εξακολουθεί να είναι. Οι μισοί ζουν στην Βόρεια Μακεδονία, πολιτικοί πρόσφυγες εκεί από το 1947-48 και οι υπόλοιποι είμαστε εμείς που παραμείναμε στην Ελλάδα. Όταν ήμουν μικρή όμως άκουγα για τους συγγενείς μας που ζούσαν «πάνω», ουδεμία αναφορά μπορούσε να γίνει στη χώρα. Και έμαθα να τους αγαπώ χωρίς ποτέ μου να τους έχω δει όλους αυτούς που ζούσαν «πάνω». Έτσι η λέξη «πάνω», είναι μια λέξη που πολύ με δυσκόλεψε. Φέρε γρήγορα τη ζακέτα του αδερφού σου, είναι πάνω στο δωμάτιο, πάνω στο σεντούκι, έλεγε η μαμά μου κι εγώ έτρεχα πάνω, έπαιρνα τη ζακέτα για τον μικρό μου αδερφό και το πράγμα τελείωνε εκεί. Γκόρε όμως; Όντι γκόρε, έλεγε η μπάμπου μου, πάνε πάνω, έλεγε η γιαγιά μου και πάλι μια χαρά το καταλάβαινα κι αυτό το γκόρε-πάνω. Τοπικό επίρρημα όπως μας είπαν οι δάσκαλοι στο δημοτικό για το «πάνω», άρα το ίδιο είναι και το «γκόρε» που το ακούω στο σπίτι από τους μεγάλους, μόνο που τις περισσότερες φορές αυτό το «γκόρε» χρωματίζεται τόσο από πόνο, είναι σαν να στάζει πόνο και νοσταλγία και εγώ είμαι μικρή και δεν μπορώ να καταλάβω γιατί, γιατί σε αυτό το «γκόρε» το ακαθόριστο ζουν άνθρωποι αγαπημένοι. Περνούν πολλά χρόνια, μεγαλώνω ακούγοντας ονόματα που δεν είναι ελληνικά, ονόματα που αντιστοιχούν σε πρόσωπα που δεν τα γνωρίζω, που ωστόσο τα πονάω, τα νιώθω οικογένεια, τα νοσταλγώ κι εγώ μαζί με τους άλλους, τους δικούς μου, αυτούς με τους οποίους ζω κάθε μέρα στο ίδιο σπίτι. Περνούν πολλά χρόνια μέχρι να καταλάβω ότι αυτό το κομμάτι της οικογένειάς μας βρέθηκε αλλού γιατί διώχτηκε στα χρόνια του εμφύλιου πολέμου. Μεγαλώνω με δύο οικογένειες, μία πραγματική, χειροπιαστή με τα πάνω και τα κάτω της και μία φανταστική, ιδεατή σε έναν άλλο τόπο, χωρίς τις φθορές της καθημερινότητας. Όπως μεγαλώνω και με δύο γλώσσες, μία για το σχολείο, για το έξω για τις κοινωνικές συναναστροφές, για τα τραγούδια, τις μουσικές, τα ποιήματα και τα βιβλία, τις θεατρικές παραστάσεις ντυμένη Σουλιοτοπούλα την 25η Μαρτίου και μία για να μιλάω με τη νίνα, την τέτα, την μπάμπα, τον ντέντε. Είναι σαν να φοράω τα «καλά» μου ρούχα και τα καθημερινά μου. Τα «καλά» είναι τα ελληνικά. Τα καθημερινά είναι παλιά, φτωχικά, ξεφτισμένα, παρακατιανά. Και είναι και απαγορευμένα όπως μαθαίνω αργότερα. Η μαμά και ο μπαμπάς μας μιλούν ελληνικά στο σπίτι, μόνο μεταξύ τους μιλούν εντόπικα και μόνο όταν νευριάζουν μαζί μας και μας μαλώνουν. Και ντρέπομαι γι’ αυτά. Και τα ξεχνάω. Τα παραπετάω. Μέχρι που κάποια στιγμή ακούω στα δελτία ειδήσεων στην τηλεόραση ότι εμείς και αυτή η φτωχική μας γλώσσα είμαστε ανύπαρκτοι.
Φυσικά και έχω θέμα ταυτότητας. Τα χρόνια μου πέρασαν υπηρετώντας τη μία γλώσσα και ξεχνώντας την άλλη. Την ξέχασα. Την ξέχασα; Νόμιζα ότι την ξέχασα, έτσι έπρεπε. Μα να που οι λέξεις μου ξανάρχονται λίγο λίγο. Εικόνες και λέξεις. Και χωρίς να ξέρω πως ακριβώς έγινε χαίρομαι γι’ αυτό, για τη γλώσσα μου που ξανάρχεται. Λυπάμαι όμως που η γλώσσα αυτή χάθηκε για το παιδί μου. Τώρα, δε θέλω πια να ντρέπομαι, δε θέλω να φοβάμαι, θέλω να μιλάω και στις δύο γλώσσες γιατί και στις δύο είμαι εγώ.
Σας ευχαριστώ που με ακούσατε.
