
Γράφει ο Κώστας Φωτίου
Στο παρόν κείμενο εξετάζεται η μπουρντιανή θεώρηση του χρόνου, στη βάση της αντικειμενικής αλληλόδρασης των προσδοκιών του habitus εντός του κοινωνικού πεδίου, με τις αντικειμενικές ευκαιρίες που το κοινωνικό πεδίο προσφέρει για την εκπλήρωσή τους. Μέσα από την εσωτερική ανασυγκρότηση των επιχειρημάτων του Μπουρντιέ, όπως αυτά ξεδιπλώνονται στο τελευταίο κεφάλαιο του έργου του Πασκαλιανοί διαλογισμοί, με τίτλο «Το κοινωνικό είναι, ο χρόνος και το νόημα της ύπαρξης»[1], επιχειρείται η ανάδειξη της κοινωνικής διάστασης της εμπειρίας του χρόνου, δηλαδή η ανάδειξη των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών που, σύμφωνα με τον Μπουρντιέ, ορίζουν τον τρόπο με τον οποίο βιώνουμε τον χρόνο.
Μόνιμη μέριμνα του Μπουρντιέ, η οποία διατρέχει το σύνολο του συγκεκριμένου κεφαλαίου, είναι η αντιπαραβολή της κοινωνικής διάστασης της έννοιας του χρόνου με τον τρόπο που αντιλαμβάνεται την ίδια έννοια η νοησιαρχική φιλοσοφία. Η νοησιαρχική θεώρηση του χρόνου, η οποία κατά τον Μπουρντιέ ανάγεται στον Ντεκάρτ και την οποία ο ίδιος αποκαλεί σχολαστική θεώρηση –από την κατάσταση της σχόλης των διανοούμενων, δηλαδή του απελευθερωμένου από οποιαδήποτε εξωτερική αναγκαιότητα χρόνου–, αδυνατεί να συλλάβει την εμπειρία του χρόνου των καθημερινών ανθρώπων που υπόκεινται στους καταναγκασμούς του βιοπορισμού. Καθολικοποιώντας τη σχολαστική αντίληψη για τον χρόνο, η φιλοσοφία αποκρύπτει, κατά τον Μπουρντιέ, τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες.
Ο Μπουρντιέ κάνει μια διάκριση ανάμεσα στον φυσικό χρόνο και στον ανθρώπινο χρόνο. Ο φυσικός χρόνος είναι ο χρόνος της βιολογίας και της αστρονομίας, άρα ένας χρόνος έξω από την ιστορία. Ο ανθρώπινος χρόνος είναι ο χρόνος έτσι όπως βιώνεται από την εμπειρία. Σημείο αναφοράς της σχολαστικής θεώρησης είναι ο φυσικός χρόνος, εντός του οποίου η κοινωνική πρακτική αντιμετωπίζεται ως συνειδητό σχέδιο για το μέλλον, ένα σχέδιο στο οποίο προβαίνουν ορθολογικά σκεπτόμενοι δρώντες. Αντίθετα, σημείο αναφοράς της πρακτικής θεώρησης του Μπουρντιέ είναι ο ανθρώπινος χρόνος, ενώ η κοινωνική πρακτική δεν είναι κάτι που τοποθετείται εντός του, αλλά είναι εκείνη που τον δημιουργεί.
Η κοινωνική πρακτική για τον Μπουρντιέ ορίζεται από την αντικειμενική αλληλόδραση μεταξύ habitus και πεδίου. Ενώ για τη σχολαστική θεώρηση, το παρελθόν είναι κάτι που έχει περάσει ανεπιστρεπτί και το θυμόμαστε, το μπουρντιανό habitus είναι η ζωντανή παρουσία του παρελθόντος που δεν γίνεται αντιληπτό ως παρελθόν μέσα στο παρόν. Εφόσον το habitus εμπεριέχει το παρελθόν, εμπεριέχει και το μέλλον όχι ως κάτι που πιθανολογείται ότι θα συμβεί στη βάση ενός ορθολογικού σχεδίου αλλά ως άμεσα ορατή ιδιότητα του παρόντος. Στη βάση δηλαδή του παρελθόντος, το habitus αποκτά προσδοκίες και κάνει προβλέψεις για ένα μέλλον προς το οποίο είναι ήδη προσανατολισμένο να κινηθεί. Οι προσδοκίες του habitus τείνουν να εναρμονίζονται με τις ευκαιρίες που προσφέρει το πεδίο για την εκπλήρωσή τους, στον βαθμό που δημιουργούνται εκείνες οι προσδοκίες που ταιριάζουν στις ευκαιρίες, τις οποίες το πεδίο θα προσέφερε αντικειμενικά.
Στο πλαίσιο της αλληλόδρασης προσδοκιών και ευκαιριών, ο Μπουρντιέ εντάσσει την έννοια του χρόνου σε συνάρτηση με εκείνη του παιχνιδιού. Το παιχνίδι είναι η ιδιότητα της κοινωνικής πρακτικής που δημιουργεί την illusio, δηλαδή την επένδυση στο διακύβευμα του παιχνιδιού που μας ωθεί να απορροφούμαστε από το παιχνίδι. Όταν οι προσδοκίες μας εντός του παιχνιδιού ταιριάζουν κατά έναν τρόπο αυτόματα με τις αντικειμενικές ευκαιρίες που προσφέρει το παιχνίδι για την εκπλήρωσή τους, επενδύουμε στο διακύβευμα του παιχνιδιού και απορροφούμαστε από αυτό χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Όταν είμαστε απορροφημένοι από το παιχνίδι, ο χρόνος, σύμφωνα με τον Μπουρντιέ, περνάει απαρατήρητος. Η εμπειρία του χρόνου δημιουργείται όταν οι προσδοκίες μας αποκλίνουν από τις αντικειμενικές ευκαιρίες για την εκπλήρωσή τους, όταν δηλαδή το διακύβευμα του παιχνιδιού αποκτά πραγματική σημασία. Τότε είναι που, κατά τον Μπουρντιέ, αντιλαμβανόμαστε τον χρόνο ως προσμονή ή ανυπομονησία, ενοχή ή νοσταλγία, πλήξη ή δυσαρέσκεια.
Όλα αυτά τα συναισθήματα μέσα από τα οποία βιώνουμε τον χρόνο προκύπτουν, σύμφωνα με τον Μπουρντιέ, από την αβεβαιότητα της επένδυσής μας στο διακύβευμα του παιχνιδιού, δηλαδή από την αβεβαιότητα ότι οι αντικειμενικές ευκαιρίες που μας προσφέρει το πεδίο, εντός του οποίου κινούμαστε, θα ανταποκρίνονται στις προσδοκίες μας. Για να συνεχίσουμε όμως να επενδύουμε στο διακύβευμα του παιχνιδιού, αυτή η αβεβαιότητα δεν πρέπει να είναι απόλυτη. Πρέπει να είναι, όπως επισημαίνει ο Μπουρντιέ: «μια περιορισμένη και ρυθμισμένη αβεβαιότητα»[2]. Οι αντικειμενικές ευκαιρίες που μας προσφέρει το πεδίο για την εκπλήρωση των προσδοκιών μας δεν πρέπει να χαρακτηρίζονται αποκλειστικά ούτε από την αναγκαιότητα ούτε από την τυχαιότητα. Όπως αναφέρει ο Μπουρντιέ: «τίποτα να μην είναι απολύτως βέβαιο αλλά να μην είναι και τα πάντα πιθανά»[3].
Βέβαια, όπως υπογραμμίζει ο Μπουρντιέ, ούτε οι προσδοκίες μας ούτε οι αντικειμενικές ευκαιρίες που μας προσφέρονται είναι οι ίδιες σε όλους και όλες. Εξαρτώνται από τα διάφορα είδη κεφαλαίου που κατέχουμε, άρα από την εξουσία που κατέχει ο καθένας και η καθεμιά από εμάς, μια εξουσία που ορίζει τον βαθμό βεβαιότητας με τον οποίο επενδύουμε στο διακύβευμα του παιχνιδιού. Ο Μπουρντιέ παρομοιάζει το κοινωνικό παιχνίδι όχι με ένα παιχνίδι όπου κάθε παίχτης ή παίχτρια εκκινεί από το μηδέν, αλλά με ένα παιχνίδι σκυταλοδρομίας ή ένα παιχνίδι που όλοι και όλες εκκινούμε με μια θετική ή αρνητική βαθμολογία, ανάλογα με τους βαθμούς που έχουν μαζέψει όσοι και όσες έπαιξαν πριν από εμάς. Αυτή η θετική ή η αρνητική βαθμολογία των προηγούμενων από εμάς είναι το κεφάλαιο που κατέχουμε και ορίζει εν πολλοίς τον βαθμό στον οποίο θα εκπληρωθούν οι προσδοκίες μας εντός του πεδίου. Έτσι, επειδή οι προσδοκίες μας τείνουν να ευθυγραμμίζονται με τις αντικειμενικές ευκαιρίες που μας προσφέρει το πεδίο, ωθούμαστε να επενδύουμε σε διαφορετικά πεδία για την εκπλήρωσή τους, ανάλογα με το κεφάλαιο που κατέχουμε. Το πεδίο όμως στο οποίο θα επενδύσουμε θα είναι εκείνο στο οποίο τελικά δεν γινόταν βάσει του κεφαλαίου μας πάρα να επενδύσουμε και που ορίζει την κοινωνική θέση στην οποία δεν γινόταν πάρα να τερματίσουμε, για να παραδώσουμε με τη σειρά μας τη σκυτάλη στους επόμενους και στις επόμενες από εμάς.
Υπάρχει ωστόσο, κατά τον Μπουρντιέ, μια κοινωνική ομάδα, οι υποπρολετάριοι και οι υποπρολετάριες, οι προσδοκίες των οποίων εντός του κοινωνικού πεδίου χαρακτηρίζονται από την απόλυτη αβεβαιότητα και η ζωή των οποίων καταδεικνύει τη στενή σύνδεση της εμπειρίας του χρόνου με την έννοια της εξουσίας. Οι υποπρολετάριοι και οι υποπρολετάριες, δηλαδή όσοι και όσες κινούνται στις παρυφές της ανεργίας και της υποαπασχόλησης, στερούνται, σύμφωνα με τον Μπουρντιέ, εκείνο το στοιχείο που ρυθμίζει τον βαθμό της αβεβαιότητάς τους ώστε να συνεχίσουν να επενδύουν στο διακύβευμα του κοινωνικού παιχνιδιού. Αυτό το στοιχείο δεν είναι άλλο από την έμμισθη εργασία. Η έμμισθη εργασία είναι εκείνη που αποδίδει στο παρόν την άμεσα ορατή ιδιότητα του μέλλοντος, μέσα από τις ανάγκες και τις υποχρεώσεις που τοποθετούνται στο παρόν αλλά αφορούν στο μέλλον. Τέτοιες ανάγκες και υποχρεώσεις μπορεί να είναι διάφορες προθεσμίες, ημερομηνίες και ωράρια που καλούμαστε να τηρήσουμε, λεωφορεία να προλάβουμε, εργασίες να παραδώσουμε, παραγγελίες να ετοιμάσουμε, ραντεβού να κανονίσουμε. Ο χρόνος δηλαδή αποκτά νόημα, ένα νόημα που η ανεργία μάς στερεί μετατρέποντας, όπως εκφραστικά αναφέρει ο Μπουρντιέ, τον ελεύθερο χρόνο σε «νεκρό χρόνο, χρόνο για το τίποτα»[4].
Αυτός ο κενός νοήματος χρόνος ωθεί το υποπρολεταριάτο να αποκτά προσδοκίες απέναντι σε αντικειμενικές ευκαιρίες που χαρακτηρίζονται από την τυχαιότητα. Πασχίζοντας να βρουν έστω ένα νόημα για να γεμίσουν τον χρόνο, για να γίνουν κοινωνικά ορατοί και ορατές, παρότι βρίσκονται εκτός του κοινωνικού παιχνιδιού, οι υποπρολετάριοι και οι υποπρολετάριες μπορεί να ωθούνται στα τυχερά παιχνίδια ή, σε μικρότερες ηλικίες, να εμπλέκονται σε πράξεις βίας ή σε επικίνδυνες ενέργειες με το αμάξι ή με τα μηχανάκια, δηλαδή σε παιχνίδια των οποίων το κόστος μπορεί να είναι μεγαλύτερο από οτιδήποτε θα μπορούσε να θεωρηθεί όφελος. Η απόλυτη αβεβαιότητα του υποπρολεταριάτου κάνει άμεσα εμφανή, για τον Μπουρντιέ, τον ρόλο της εξουσίας, των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών που μας επιτρέπουν ή μας απαγορεύουν την πρόσβαση στο διαφόρων ειδών κεφάλαιο, το οποίο χρειάζεται να κατέχουμε για να συμμετέχουμε και να απορροφούμαστε από το κοινωνικό παιχνίδι, για να έχουμε δηλαδή το προνόμιο ο χρόνος να περνάει απαρατήρητος.
Για να καταστήσει σαφέστερο τον ρόλο των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων στον τρόπο που βιώνουμε τον χρόνο, ο Μπουρντιέ αντιπαραβάλλει τον κενό χρόνο των ανέργων με τον ελεύθερο χρόνο των διανοούμενων ή των φοιτητών και με τον υπερφορτωμένο χρόνο των προνομιούχων στελεχών. Σε αντίθεση με τους άνεργους και τις άνεργες που συνειδητοποιούν τον χρόνο και πασχίζουν να τον γεμίσουν, ο χρόνος των διανοούμενων μπορεί να είναι ελεύθερος, αλλά περνάει απαρατήρητος, γιατί χαρακτηρίζεται από τη σχόλη, δηλαδή από την απουσία εξωτερικών καταναγκασμών, σαν αυτούς που επιβάλλονται από την έμμισθη εργασία στον εργάτη, στον κατώτερο δημόσιο υπάλληλο ή στον σερβιτόρο. Χαρακτηρίζεται, δηλαδή, από την αποστασιοποίηση «από όλες τις ταπεινές έγνοιες της συνηθισμένης ύπαρξης των συνηθισμένων ανθρώπων»[5].
Από την άλλη, τα προνομιούχα στελέχη αντιμετωπίζουν, για τον Μπουρντιέ, το ακριβώς αντίθετο πρόβλημα από το υποπρολεταριάτο. Ενώ ο χρόνος των υποπρολετάριων είναι πάρα πολύς σε σχέση με τις ασχολίες τους, αλλά και με τα υλικά αγαθά που αξιοποιούν, ο χρόνος των προνομιούχων είναι ελάχιστος. Η σπανιότητα του χρόνου τους οφείλεται στην υπερσυσσώρευση διαφόρων ειδών κεφαλαίου, το οποίο αυξάνει πέρα από τα αντικειμενικά χρονικά όρια τον αριθμό των κοινωνικών πεδίων στα οποία καλούνται να επενδύσουν, δηλαδή τις προσδοκίες τους εντός όλων αυτών των πεδίων και τις αντικειμενικές ευκαιρίες που αυτά τα πεδία προσφέρουν. Στη σπανιότητα του χρόνου οφείλεται και η βιασύνη με την οποία οι προνομιούχοι επιδίδονται στις διάφορες ασχολίες τους, που μπορεί να τους οδηγήσει στην υπερκόπωση, αλλά και ο ατομικισμός τους. Η αλληλεγγύη, το μοίρασμα υλικών αγαθών και υπηρεσιών, απαιτεί μια περίσσια χρόνου, την οποία οι προνομιούχοι, σε αντίθεση με τους μη προνομιούχους, ούτε μπορούν να διαθέσουν ούτε σε τελική ανάλυση τους χρειάζεται.
Η βεβαιότητα για το μέλλον, το άμεσα ορατό μέλλον εντός του παρόντος, επικυρώνει μια εξουσία απέναντι στις αντικειμενικές ευκαιρίες που μας προσφέρει το κοινωνικό πεδίο για εκπλήρωση των προσδοκιών μας, η οποία ουσιαστικά δεν αποτελεί παρά μια εξουσία απέναντι στους άλλους. Η εξουσία απέναντι στους άλλους επιβεβαιώνεται, κατά τον Μπουρντιέ, από τη δυνατότητα να ρυθμίζει κανείς κατά το δοκούν τον χρόνο των άλλων, να γίνεται απρόβλεπτος απέναντι στους άλλους, άρα να ελέγχει τις αντικειμενικές ευκαιρίες που έχουν οι άλλοι για να εκπληρώσουν τις προσδοκίες τους. Η δυνατότητα της εργοδοσίας να επιβάλλει πότε θα δουλέψουν ή πότε θα πληρωθούν οι υπάλληλοί της, η δυνατότητα του δικαστηρίου να αναβάλλει δίκες ή η δυνατότητα του καθηγητή ή της καθηγήτριας να καθυστερεί, να ορίζει ή να ακυρώνει μαθήματα και συναντήσεις, περιορίζει αυθαίρετα τη βεβαιότητα με την οποία οι εξουσιαζόμενοι και οι εξουσιαζόμενες εμπλέκονται στις κοινωνικές πρακτικές, δημιουργώντας τους όλα εκείνα τα συναισθήματα που σχετίζονται με την εμπειρία του χρόνου, δηλαδή στερώντας τους το προνόμιο ο χρόνος τους να περνάει απαρατήρητος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της πιο απρόβλεπτης εξουσίας είναι η εμπειρία του ναζισμού, η απόλυτη αυθαιρεσία του οποίου ακύρωνε κατά το δοκούν τον χρόνο και μηδένιζε τις υπάρξεις των ανθρώπων.
Η βεβαιότητα για το μέλλον επιφέρει επίσης έναν ρεαλισμό όχι μόνο ως προς την αποδοχή της τάξης του κόσμου αλλά και ως προς την προσπάθεια αλλαγής του. Όταν οι προσδοκίες μας συντονίζονται πλήρως με τις αντικειμενικές ευκαιρίες εντός του κοινωνικού πεδίου, δηλαδή όταν η εξουσία μας είναι αντικειμενικά αδιαμφισβήτητη, η αποδοχή των υπαρχουσών κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών προκύπτει κατά έναν τρόπο αυτόματα. Όταν η αβεβαιότητά μας για το μέλλον είναι ως έναν βαθμό ρυθμισμένη ώστε να μας επιτρέπει να επενδύουμε στα διακυβεύματα των κοινωνικών παιχνιδιών, δηλαδή όταν έχουμε μια σταθερή δουλειά, ένα εισόδημα ή γενικότερα ένα κεφάλαιο ορισμένου είδους, ενδέχεται να προσπαθήσουμε ατομικά ή συλλογικά να αυξήσουμε τις πιθανότητες εκπλήρωσης των προσδοκιών μας, απαιτώντας την αλλαγή των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών μέσω κάποιου μεταρρυθμιστικού ή κάποιου επαναστατικού σχεδιασμού. Όταν όμως το μέλλον το χαρακτηρίζει η απόλυτη αβεβαιότητα, όταν ανήκουμε δηλαδή στο υποπρολεταριάτο, η απουσία αντικειμενικών ευκαιριών τείνει να ωθεί τις προσδοκίες μας εκτός του οικονομικού και κοινωνικού συγκειμένου. Είναι επομένως πιθανό, κατά τον Μπουρντιέ, να διακατεχόμαστε σε αυτή την περίπτωση από υπερβολικές προσδοκίες ή και να αποζητούμε το ξέσπασμα κάποιας απελπισμένης εξέγερσης, η οποία δεν έχει καμία σχέση με τον ρεαλιστικό επαναστατικό σχεδιασμό των εργαζόμενων τάξεων.
Για τον Μπουρντιέ, ωστόσο, οι εξουσιαζόμενοι και οι εξουσιαζόμενες δεν είναι τόσο επαναστάτες και επαναστάτριες όσο νομίζουν αυτοί που υιοθετούν μια σχολαστική άποψη. Η ανάγκη να διαθέτουν τον ελάχιστο βαθμό βεβαιότητας ώστε να συνεχίζουν να επενδύουν στο κοινωνικό παιχνίδι, δηλαδή να έχουν τις ελάχιστες αντικειμενικές ευκαιρίες για να βιοπορίζονται, οδηγεί, όπως αναφέρει ο Μπουρντιέ, στην «απροϋπόθετη υποταγή των κυριαρχούμενων στην κατεστημένη τάξη[…] που θέτει ακόμα και τους πιο ανυπόφορους όρους ύπαρξης[…] υπεράνω αντιρρήσεων και αμφισβητήσεων»[6].
Αυτή η παραίτηση των κυριαρχούμενων προκύπτει το ίδιο αυτόματα με την αποδοχή της κατεστημένης τάξης από τους προνομιούχους, δηλαδή βιώνεται από τους κυριαρχούμενους και τις κυριαρχούμενες ως αυτονόητη κατάσταση. Η αμφισβήτηση της κατεστημένης τάξης μέσω μιας απεργίας ή μιας εξέγερσης μπορεί να είναι εξαιρετικά οδυνηρή και απαιτεί θυσίες που δύσκολα κανείς πραγματοποιεί. Επομένως, η «εξέγερσή» του περιορίζεται συνήθως στο επίπεδο του συμβολικού, δηλαδή είναι ουσιαστικά μοιρολατρική και δεν αμφισβητεί αντικειμενικά τις υπάρχουσες εξουσιαστικές δομές. Τέτοιες καθημερινές μοιρολατρικές πράξεις μπορεί να εκδηλώνονται ως πράξεις βίας ενάντια στους λιγότερο προνομιούχους εντός των κυριαρχούμενων, όπως στις γυναίκες ή στα παιδιά, ή εναντία στον ίδιο τον εαυτό μέσω του ποτού και των ναρκωτικών. Επίσης, καθημερινές συμβολικές αντιστάσεις που, κατά τον Μπουρντιέ, κάνουν πιο υποφερτή την καθημερινή υποταγή στη βία των εξουσιαστικών δομών μπορεί να είναι το νταηλίκι και οι προσβολές απέναντι σε πρόσωπα με κάποια θέση, η γλώσσα των αρσενικών, οι φιλικοί καυγάδες και οι σπρωξιές, ο οπαδισμός ή, σε μικρότερες ηλικίες, η νεανική παραβατικότητα ή έστω η απείθεια στο σχολείο και γενικά σε όσα λένε οι μεγάλοι.
Σύμφωνα με τον Μπουρντιέ, λοιπόν, δεν υπάρχει άλλη λύση από το να καταστεί ορατή και να μειωθεί η ποσότητα της καθημερινής βίας, συμβολικής και πραγματικής, εντός των οικονομικών και κοινωνικών δομών, εντός των οικογενειών, των εργοστασίων, των εταιριών, της αστυνομίας, των δικαστηρίων, των νοσοκομείων, των σχολείων. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω μιας πολιτικής δράσης που, όπως αναφέρει ο Μπουρντιέ: «θα στοχεύει να ξανανοίξει τον χώρο των δυνατοτήτων»[7]. Μιας πολιτικής που θα επικαλείται και θα προσβλέπει σε ένα καλύτερο μέλλον, αναδεικνύοντας ένα περιθώριο παιχνιδιού για τους κυριαρχούμενους ανθρώπους ανάμεσα στις αντικειμενικές ευκαιρίες του κόσμου και στις προσδοκίες για την αλλαγή του. Με άλλα λόγια, που θα ξαναβάζει τους χαμένους στο παιχνίδι.
Πηγή:
Bourdieu, P. (2016), Πασκαλιανοί διαλογισμοί (μτφ. Ε. Γιαννοπούλου), Αθήνα: Πατάκη.
[1] Bourdieu, P. (2016), Πασκαλιανοί διαλογισμοί (μτφ. Ε. Γιαννοπούλου), Αθήνα: Πατάκη, σσ. 372-441.
[2] Bourdieu, 2016, σ. 385.
[3] Στο ίδιο.
[4] Bourdieu, 2016, σ. 400.
[5] Στο ίδιο, σ. 403.
[6] Bourdieu, 2016, σ. 416.
[7] Στο ίδιο, σ. 421.
