ΙΟΥΛΙΑΝΑ 1965 «Οι μέρες που λαχτάρησα θα ΄ρθούν» Δ΄ μέρος: Αποστασία Τσιριμώκου και η περίφημη «νύχτα των προβοκατόρων»

                            

Γράφει ο Χάρης Παπαδόπουλος

Η κυβερνητική τριανδρία των αποστατών Αθανασιάδη-Νόβα, Κωστόπουλου και Τούμπα, είχε αναλάβει από τον βασιλιά να σχηματίσει κυβέρνηση, μετά το διώξιμο του Γεωργίου Παπανδρέου στις 15 Ιούλη 1965. Αυτό το σχήμα έμοιαζε, στα μάτια των αστών, των δημοσιογράφων και των δημοσιολόγων τους, ως πολύ ισχυρό χαρτί του παλατιού, για να εξασφαλίσει ομαλή –για το σύστημα- έξοδο από την πολιτική κρίση.

Όπως σημείωνε και ο επαναστάτης μαρξιστής ιστορικός Δημήτρης Λιβιεράτος, η κυβερνητική τριανδρία της 15ης Ιούλη εκπροσωπούσε, για την αστική τάξη και τον πολιτικό κόσμο της, «τη διανόηση, το χρήμα και την πυγμή». Διότι ο πρωθυπουργός Αθανασιάδης-Νόβας, αν και απόλυτο μηδενικό ο ίδιος, ήταν μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και, υποτίθεται, ποιητής. Ο Κωστόπουλος, που ανέλαβε υπουργός Άμυνας, ήταν τραπεζίτης και μέγας χρηματοδότης του Γεωργίου Παπανδρέου, έως τον Ιούλη του 1965. Ενώ ο απόστρατος ναύαρχος Τούμπας, που ανέλαβε το υπουργείο Δημόσιας Τάξης, φιγουράριζε αποφασισμένος να πατάξει κάθε λαϊκή αντίδραση, χωρίς να δείξει την παραμικρή ανοχή.

Οι τρεις τους ήξεραν πως θα στηρίζονταν σε κάθε βήμα τους από το παλάτι, όπως και από τους 107 βουλευτές της καθαρόαιμης Δεξιάς, της ΕΡΕ και της ομάδας Μαρκεζίνη. Και γνώριζαν καλά πως πολλές δεκάδες βουλευτές της Ένωσης Κέντρου ήταν αρκετά αποφασισμένοι να τους ακολουθήσουν στην αποστασία και να στηρίξουν με την ψήφο τους τη νέα κυβέρνηση στη βουλή. Αρκούσε το χρηματικό αντίτιμο να ήταν υψηλό και καταβλητέο άμεσα. Σε δολάρια φυσικά και όχι σε δραχμές.

Πέρασαν δώδεκα ημέρες από την ανάθεση της κυβέρνησης στον Αθανασιάδη-Νόβα. Και η αυτοπεποίθηση του παλατιού και των αποστατών είχε καταντήσει κουρελόπανο. Οι οργισμένες και μαζικότατες διαδηλώσεις, η πάνδημη κηδεία του δολοφονημένου αγωνιστή Σωτήρη Πέτρουλα και η εκπληκτική συγκέντρωση της γενικής απεργίας στις 27 Ιούλη στην Αθήνα, είχαν αποκαρδιώσει τους από πάνω. Ένας σημαντικός αριθμός βουλευτών της Ένωσης Κέντρου, που ταλαντεύονταν για να αλλάξουν στρατόπεδο, τρομοκρατούνταν από τον κόσμο που ξενυχτούσε κάθε βράδυ κάτω από τα πολιτικά τους γραφεία και τα σπίτια τους, φοβερίζοντάς τους για να μην προδώσουν. Και έτσι, κάμποσοι από τους «πατέρες του έθνους» που το σκέφτονταν, δεν τολμούσαν ακόμα να αποσκιρτήσουν.

Κάθε μέρα που περνούσε, με τις συνεχείς μαζικές συγκεντρώσεις και πορείες, έκανε τα πράγματα χειρότερα για το παλάτι και τα κυβερνητικά του ανδρείκελα. Και η ψηφοφορία της 4ης Αυγούστου στη βουλή δεν έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στην τριανδρία του βασιλιά. Έτσι, η πρώτη κυβέρνηση των αποστατών πετάχτηκε στα αζήτητα.

«Ο εξευτελισμός σου να γίνει τέλειος»

Ο βασιλιάς δεν παραιτήθηκε από την προσπάθεια να εγκαταστήσει επόμενη δοτή κυβέρνηση. Στην αρχή, κάλεσε ένα–ένα όλα τα κόμματα –ακόμη και τη μιαρή και κομμουνιστική ΕΔΑ για πρώτη φορά στην Ιστορία- σε αργές, κουραστικές και χρονοβόρες «διαβουλεύσεις». Όταν τίποτα δεν βγήκε απ’ αυτό, ανέθεσε, στις 8 Αυγούστου 1965, την πρωθυπουργία στον Στεφανόπουλο, ένα έμπειρο στέλεχος της Δεξιάς που είχε στοιχηθεί από το 1961 στην πολυσυλλεκτική Ένωση Κέντρου και ήταν αντιπρόεδρος στην προηγούμενη κυβέρνηση Παπανδρέου. Ο Στεφανόπουλος, κλείνοντας το μάτι στις βαθύτερες ανάγκες της Αυλής, ζήτησε και πήρε και αυτός χρόνο για να «διαβουλευτεί» με πολιτικούς παράγοντες. Αλλά επέστρεψε την εντολή τη μεθεπόμενη μέρα, 10 Αυγούστου, δηλώνοντας δημόσια και σε όλους τους τόνους πως μόνο αν τον στήριζε η Ένωση Κέντρου και ο Γεώργιος Παπανδρέου θα μπορούσε να αναλάβει πρωθυπουργός.

Ο βασιλιάς συνέχιζε να ροκανίζει τον καιρό, τραβώντας σε μάκρος τις διαβουλεύσεις. Μέχρι που, στις 16 Αυγούστου, ο ίδιος Στεφανόπουλος, που ελάχιστες μέρες πριν έπινε νερό στο όνομα της ενότητας της Ένωσης Κέντρου, κατέθεσε δήλωση ανεξαρτητοποίησης στη βουλή. Και μαζί του ανεξαρτητοποιούνταν το βασικότερο αριστερό στέλεχος της Ένωσης Κέντρου, ο Ηλίας Τσιριμώκος.

Ο Τσιριμώκος, σοσιαλιστής δικηγόρος και συγγραφέας, συνοδοιπόρος του Αλέξανδρου Σβώλου, είχε υπάρξει ηγετικό στέλεχος του ΕΑΜ. Συγκαταλέγονταν στους εαμικούς υπουργούς της κυβέρνησης εθνικής ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου τον Οκτώβρη του 1944. Επρόκειτο για την κυβέρνηση που οδήγησε στα Δεκεμβριανά και στο φιάσκο της Βάρκιζας. Ο Τσιριμώκος ήταν ένας από αυτούς που διαπραγματεύτηκαν και υπέγραψαν εκ μέρους του ΕΑΜ στη Βάρκιζα την κατάπτυστη συμφωνία. Και στη συνέχεια κράτησε φρόνιμα αποστάσεις από το ΕΑΜ και το ΚΚΕ.

Τη δεκαετία του ‘50 ο Τσιριμώκος συνεργάστηκε με την ΕΔΑ και κατάφερε να εκλεγεί δύο φορές βουλευτής. Κατόπιν, το 1961, εντάχθηκε στην Ένωση Κέντρου για να εκλεγεί το 1963 πρόεδρος της βουλής και να διοριστεί στη συνέχεια ως υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση Παπανδρέου.

Ο Τσιριμώκος, παρά τις μέχρι τότε παλινωδίες του, θεωρούνταν «κόκκινο πανί» για το παλάτι και την πρεσβεία των ΗΠΑ. Μέχρι και ελάχιστες ημέρες πριν από τη ξαφνική ανεξαρτητοποίησή του δήλωνε διαπρύσιος αντίπαλος της αποστασίας και υποστηρικτής του Γεωργίου Παπανδρέου. Μόλις στις 28 Ιούλη του 1965, ο Τσιριμώκος ήταν ο κεντρικός ομιλητής στην τεράστια συγκέντρωση της Ένωσης Κέντρου στη Θεσσαλονίκη, όπου είχε βγάλει πύρινους λόγους ενάντια στους αποστάτες και τον δοτό πρωθυπουργό Νόβα.

Τώρα, δύο μόλις μέρες μετά την ανεξαρτητοποίησή του, στις 18 Αυγούστου 1965, ο Τσιριμώκος καλείται από τον βασιλιά και αναλαμβάνει πρωθυπουργός. Ο δεξιός Στεφανόπουλος δηλώνει την αλληλεγγύη του στον «σοσιαλιστή» νέο πρωθυπουργό. Και στις ελάχιστες μέρες που ο Ηλίας Τσιριμώκος θα προλάβει να γευτεί την εξουσία, θα επιδείξει μοναδική σκαιότητα και μίσος απέναντι στον εχθρό λαό.

Πρώτη ενέργεια του Τσιριμώκου ήταν να καθαιρέσει την –δεξιά και γραφειοκρατική- διοίκηση της ΓΣΕΕ, που είχε εξαναγκαστεί παρόλα αυτά να καλέσει σε απεργιακές συγκεντρώσεις ενάντια στην αποστασία. Και δεύτερη εντολή του Τσιριμώκου ήταν να απαιτήσει από την αστυνομία την ανελέητη καταστολή των διαδηλώσεων στην Αθήνα.

Ο εχθρός–λαός

Στο διάστημα ανάμεσα στη γενική απεργία της 17ης Ιούλη και την ανάθεση της πρωθυπουργίας στον Τσιριμώκο στις 18 Αυγούστου, οι διαδηλώσεις, οι απεργίες και οι κάθε είδους κινητοποιήσεις των από κάτω συνεχιζόταν με τους ίδιους λίγο-πολύ ρυθμούς, όπως και στις πρώτες δεκαπέντε ημέρες των Ιουλιανών. Κάθε τόσο κάποια συλλογικότητα καλούσε σε μια συγκέντρωση: τη μια γυναικείες οργανώσεις, την άλλη ο δικηγορικός σύλλογος, την τρίτη κάποια σωματεία. Και κάθε φορά, άσχετο από το ποιος έκανε το κάλεσμα, οι συγκεντρώσεις αυτές μάζευαν δεκάδες χιλιάδες εξοργισμένες/ους εργάτ(ρι)ες και νεολαία και κατέληγαν σε πολύ δυναμικές πορείες, ιδιαίτερα στην Αθήνα.

Κάποτε οι διαδηλώσεις συγκρούονταν άγρια με την αστυνομία, όταν τολμούσε να εμφανιστεί και να διεκδικήσει τον δρόμο από την εργατική τάξη. Όμως σε κάθε περίπτωση, οι διαδηλωτ(ρι)ες είχαν να αντιμετωπίσουν τα κορδόνια των «Εφόρων της Τάξεως» της ΕΔΑ, που, πότε εκλιπαρώντας πότε «προειδοποιώντας» για επικείμενο αιματοκύλισμα της διαδήλωσης από τις ταράτσες με πολυβόλα και πότε απλώς σπρώχνοντας το πλήθος, προσπαθούσαν να εμποδίσουν τον κόσμο να φτάσει ως την πλατεία Συντάγματος.

Κατά κανόνα, οι πυροσβεστικές αυτές επιχειρήσεις της ΕΔΑ αποτύγχαναν οικτρά. Και τα συνθήματα των πορειών διαμαρτυρίας για δημοψήφισμα και ανατροπή της μοναρχίας ξέφευγαν εντελώς από το πολιτικό πλαίσιο της ηγεσίας της Ένωσης Κέντρου και της ψοφοδεούς ΕΔΑ.

Όμως δεν υπήρχε οργανωμένη δύναμη στο κίνημα, που να μπορέσει να προχωρήσει τα πράγματα πέρα από την έκφραση της λαϊκής διαμαρτυρίας. Να οργανώσει εργατικές επιτροπές και ομάδες γειτονιάς. Να ορθώσει έναν άλλο πύργο, ατίθασο, απέναντι στο αστικό κράτος και το παλάτι. Έτσι, η συνεχής τριβή με τα κορδόνια των «πυροσβεστών» της ΕΔΑ και η έλλειψη ορατής κλιμάκωσης και προοπτικής κούραζε και απογοήτευε τον κόσμο που συμμετείχε στο κίνημα.

Μια πιο προσεκτική ματιά στους αριθμούς συμμετοχής στις κινητοποιήσεις, αλλά και στον παλμό τους, πρόδιδε μια όλο και πιο διακριτή αποκλιμάκωση.

Αυτή την αργή πορεία αποδρομής του κινήματος την ανέτρεψε προσωρινά το ίδιο το παλάτι, με την ανάθεση της πρωθυπουργίας στον Τσιριμώκο. Η εξαγορά ενός ανθρώπου, που βρισκόταν στον χώρο της Αριστεράς και είχε συχνά στο παρελθόν συνεργαστεί με το ΚΚΕ, ήρθε και έσκασε σαν σκαμπίλι στο πρόσωπο κάθε εξεγερμένου/ης εργάτη/τριας. Ο Τσιριμώκος είχε υπάρξει πάντοτε ρηχός και λίγος. Αλλά τώρα πλέον είχε περάσει απέναντι. Και είχε κηρύξει με σαματά τον πόλεμο στους πληβείους.

Το βράδυ της 19ης Αυγούστου 1965, η αστυνομία εφαρμόζει τις εντολές Τσιριμώκου και επιτίθεται με απίστευτη λύσσα σε μια μικρή συγκέντρωση λίγων εκατοντάδων νεολαίων στο θέατρο Γκλόρια στην Αθήνα. Η επιχείρηση της αστυνομίας είναι πανομοιότυπη στον σχεδιασμό με εκείνη της βραδιάς, κατά τη διάρκεια της οποίας δολοφονήθηκε ο Σωτήρης Πέτρουλας. Και έχει σκοπό όχι μόνο να διαλύσει τη συγκέντρωση, αλλά και να συντρίψει το κεφάλι του καθενός διαδηλωτή ξεχωριστά. Από καθαρή τύχη δεν υπήρξε νεκρός εκείνο το βράδυ.

Για την επόμενη ημέρα, την 20η Αυγούστου 1965, είχε ήδη καλεστεί συγκέντρωση από την Ομοσπονδία Τύπου. Τουλάχιστον πενήντα χιλιάδες διαδηλωτ(ρι)ες κατεβαίνουν στο κέντρο της Αθήνας απαιτώντας την πτώση της νέας εγκληματικής αυλικής κυβέρνησης. Φυσικά, ανατρέπουν νωρίς-νωρίς τα κορδόνια των σταλινικών «εφόρων» της ΕΔΑ. Και δέχονται κατευθείαν την επίθεση όλης της δύναμης της αστυνομίας στην οδό Σταδίου. Η σύγκρουση γενικεύεται σε όλο το κέντρο της Αθήνας.

Μόνο που, αυτή τη φορά, η αστυνομία έχει αλλάξει επιχειρησιακή τακτική. Χρησιμοποιεί μια απίστευτη ποσότητα νεοφερμένων δακρυγόνων, που τα εκτοξεύουν τα μηχανοκίνητα της αστυνομίας με πληρώματα που φορούν αντιασφυξιογόνες μάσκες. Δεν μπορεί να γίνει μετωπική αντιπαράθεση με τις δυνάμεις καταστολής. Για να προστατευτούν τα πλήθη από τις εφόδους των μηχανοκινήτων της αστυνομίας, στήνονται πρόχειρα οδοφράγματα, συνήθως αποτελούμενα από οικοδομικά υλικά, μια και η Αθήνα, που οικοδομείται ταχύτατα τη δεκαετία του ’60, είναι γεμάτη από γιαπιά. Οι διαδηλωτές ανάβουν φωτιές για να αντιμετωπίσουν τα δακρυγόνα και σπάνε τα πεζοδρόμια για να προμηθευτούν πολεμοφόδια. Και ανταποδίδουν τις βολές της αστυνομίας με πέτρες, τούβλα και καφάσια. Πέντε ώρες κρατά η μάχη. Και ο ίδιος ο πρωθυπουργός Τσιριμώκος κατεβαίνει τα μεσάνυχτα στο κέντρο της Αθήνας για να ελέγξει αν εκτελούνταν κατά γράμμα οι εντολές του. Αλλά μάταια.

Εργάτες και νεολαία πολέμησαν, χωρίς ηγεσία, την οργανωμένη κατασταλτική μηχανή του κράτους, που εφορμούσε με ολότελα νέο τρόπο και σχέδιο μάχης. Και δεν υποχώρησαν.

Τις επόμενες ημέρες η γενναιότητα και η παρρησία των μαζών το βράδυ της 20ης Αυγούστου θα αναγνωριστεί, με έμμεσο και μεσοβέζικο –είναι η αλήθεια- τρόπο, από τον ίδιο τον αστό ηγέτη Γεώργιο Παπανδρέου, που θα μιλήσει για το «δικαίωμα της εκατέρωθεν αυτοαμύνης και των διαδηλωτών και των αστυνομικών».

Όμως η ηγεσία και τα έντυπα της ΕΔΑ θα αποκηρύξουν μετά βδελυγμίας την αυτοάμυνα των εργατικών μαζών απέναντι στο κράτος. Και όχι μόνο αυτό. Θα καταληφθούν από τον ίδιο πανικό με τους αστούς μπροστά στην μαχητικότητα και την αντοχή των μαχητών της εργατικής τάξης. Το στίγμα αυτού του τρόμου αστών και σταλινικών αποδίδει η υπόθεση του «ανθρώπου με το κόκκινο πουκάμισο».

Το κόκκινο πουκάμισο

Το 1919, το Παρίσι μόλις είχε βγει από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Και η αστική τάξη, οι πολιτικοί εκπρόσωποί της και οι εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας στη Γαλλία, βίωναν τον πανικό μιας επικείμενης μπολσεβίκικης επανάστασης, όπως στη Ρωσία το 1917.

Ένα επεισόδιο αυτού του τρόμου των μπουρζουάδων ήταν το σκάνδαλο με αφορμή έναν πίνακα του Καρόλ Ντυράν στο Μουσείο του Λουξεμβούργου. Ο ζωγράφος είχε πεθάνει λίγο καιρό πριν. Όσο ζούσε, ζωγράφιζε σχεδόν αποκλειστικά ανθρώπους των ανώτερων τάξεων ή τον ίδιο τον εαυτό του. Είχε ξεκόψει από πολύ νωρίς τις νεανικές γνωριμίες του με επαναστάτες και αντικομφορμιστές ζωγράφους και καλλιτέχνες. Εισέπραττε υψηλές αμοιβές και παχυλές κρατικές χορηγίες, συναναστρεφόταν την καλή κοινωνία και γενικά, όσο ζούσε, δεν έδινε αφορμές στην καθεστηκυία τάξη.

Όμως, το 1919, η αστική κοινωνία του Παρισιού αναστατώθηκε από την αυτοπροσωπογραφία του Ντυράν με τίτλο «Ο άνθρωπος με το κόκκινο πουκάμισο», που θεωρήθηκε πως προανήγγειλε μια εκδικητική επαναστατική έκρηξη των πληβείων. Και ο νεκρός ζωγράφος κατέστη αμέσως ύποπτος ως ανατρεπτικός, τόσο από υπουργικά χείλη όσο και από τον Τύπο, που ξεσήκωσε πανδαιμόνιο.

Μια ανάλογη φρενίτιδα ξέσπασε στην Ελλάδα των Ιουλιανών το πρωί της 21ης Αυγούστου 1965 και τις αμέσως επόμενες εβδομάδες. Όλες οι αστικές εφημερίδες, τόσο οι ανοιχτά δεξιές όσο και οι υποτιθέμενες κεντρώες και προοδευτικές, είχαν κύριο θέμα τα ολονύχτια επεισόδια της προηγουμένης, 20ης Αυγούστου. Και όλες στηλίτευαν τον ίδιο εχθρό των φιλήσυχων πολιτών. Και με τους ίδιους χαρακτηρισμούς: «Αλήτες, αναρχικοί και τροτσκιστές» ήταν το τρίπτυχο σε όλα τα πρωτοσέλιδα. Ενώ στο ίδιο μήκος κύματος ήταν και οι κριτικές στην Αστυνομία πως δεν κατάφερε να δείξει «πυγμή» απέναντι στους ταραξίες.

Και ο πρωταγωνιστής σε όλες τις περιγραφές των άγριων συγκρούσεων με την αστυνομία ήταν «ο άνδρας με το κόκκινο υποκάμισο», που καθοδηγούσε τα αναρχικά στοιχεία και έμπαινε επικεφαλής στο στήσιμο των οδοφραγμάτων και στις εφόδους των διαδηλωτών ενάντια στις αστυνομικές δυνάμεις.

Το κρεσέντο της τρομολαγνείας συνεχίστηκε και επαυξήθηκε τις επόμενες ημέρες. Ενώ τον κύκλο σε όλο τον αστικό –και όχι μόνο- Τύπο της Ελλάδας έκανε η πληροφορία πως η 20η Αυγούστου 1965 υπήρξε η επέτειος 25 χρόνων από τη δολοφονία του Λέοντα Τρότσκι. Άρα, ήταν ηλίου φαεινότερο: Τα αναρχικά στοιχεία έδρασαν συντεταγμένα το βράδυ της 20ης Αυγούστου στην Αθήνα για να τιμήσουν με αυτόν τον τρόπο τη μνήμη του αρχηγού τους.

Το παραπάνω παραλήρημα δεν ήταν ακόμη το τέρμα του κατήφορου. Ο ίδιος πρωταγωνιστής με το κόκκινο πουκάμισο εμφανιζόταν πανηγυρικά και στις εξιστορήσεις των εφημερίδων της Αριστεράς, στην Αυγή και στην Αλλαγή της21ηςΑυγούστου. Μόνο που εδώ παρουσιαζόταν ως «ο σωματώδης αστυνομικός με το κόκκινο πουκάμισο», που καθοδηγούσε ολόκληρη ομάδα προβοκατόρων, για να δημιουργεί επεισόδια και να εκθέτει το λαϊκό κίνημα. Και επειδή η σταλινική σχολή τρομολαγνικής ειδησιογραφίας πάσχιζε να ξεπεράσει σε γελοιότητα την καθαρόαιμη αστική, τις επόμενες ημέρες ο «αστυνομικός προβοκάτορας με το κόκκινο πουκάμισο» θα κλωνοποιηθεί πολλές φορές στα σχετικά άρθρα των εντύπων της Αριστεράς. Έτσι, στα άρθρα της Αυγής και της Αλλαγής στα τέλη Αυγούστου και του Σεπτέμβρη του 1965, θα υπάρχουν πολυάριθμοι «προβοκάτορες με κόκκινα πουκάμισα», οι οποίοι καθοδηγούσαν τους υφιστάμενούς τους ανθυποπροβοκάτορες με τη λιγότερο φανταχτερή ένδυση, το βράδυ της 20ης Αυγούστου. Ενώ ο μόνιμος χαρακτηρισμός από κει και πέρα εκείνης της βραδιάς στον σταλινικό τύπο θα είναι: «Η νύχτα των προβοκατόρων».

Σημειώνει ο Γιώργος Δαλαβάγκας, στέλεχος της τροτσκιστικής ομάδας ΚΔΚΕ της εποχής: «Το μίσος της μικροαστικής ηγεσίας της ΕΔΑ ενάντια στα επεισόδια της 20ης Αυγούστου εκδηλώνεται με την έλλειψη οποιασδήποτε υπεράσπισης των 42 αγωνιστών που πιαστήκανε εκείνη τη νύχτα»[i].

Ο άνθρωπος με το κόκκινο πουκάμισο είναι υπαρκτό πρόσωπο – ζει ως σήμερα. Ήταν μαχητικός οικοδόμος και οργανωμένος τροτσκιστής. Και τροτσκιστής παρέμεινε. Βρισκόταν πράγματι την 20η Αυγούστου 1965 στην πρώτη γραμμή της μάχης με την αστυνομία. Όπως και σε κάθε διαδήλωση των Ιουλιανών ήταν μπροστά, για να αντιμετωπίζει την καταστολή τόσο από τις αστυνομικές δυνάμεις όσο και από τους «νοβαλτζίνες»[ii], τους πυροσβέστες της ΕΔΑ που προσπαθούσαν πάντα να τρομάξουν τις/τους διαδηλωτ(ρι)ες και να τους στείλουν πίσω στα σπίτια τους.

Φυσικά, όλη η –μικροσκοπική- επαναστατική πρωτοπορία της εποχής ήταν πάντα στην πρώτη γραμμή στα Ιουλιανά και όχι μόνο οι, ελάχιστοι τότε, τροτσκιστές. Δεν επρόκειτο για συνηθισμένες διαδηλώσεις, όπου τα μπλοκ των διαδηλωτ(ρι)ών κατεβαίνουν συντεταγμένα και σχετικά περιφραγμένα. Αντίθετα, στα Ιουλιανά όλος ο κομματικός μηχανισμός της ΕΔΑ είχε ριχτεί στην προσπάθεια να πεδικλώσει και να φρενάρει την εργατική και λαϊκή οργή. Αυτή, όμως, η κατάσταση έφερνε τους σταλινικούς σε μόνιμη αντιπαράθεση με τον κόσμο τους και έδινε συνεχώς την ευκαιρία στην Επαναστατική Αριστερά να βρίσκεται ξανά και ξανά στην εμπροσθοφυλακή των διαδηλώσεων και των συγκρούσεων.

Με τις ελάχιστες δυνάμεις που διέθεταν, οι επαναστάτες της εποχής δεν ήταν δυνατόν να γυρίσουν μόνοι τους το τιμόνι της Ιστορίας. Όμως, κατάφεραν να βγουν για λίγο από την απομόνωση. Ανέπνευσαν σαν ψάρι στο νερό μέσα στις μαχητικές διαδηλώσεις. Και μπόρεσαν να δώσουν ένα στίγμα, να αφήσουν ένα ιστορικό ίχνος. Να νιώσουν οι ίδιοι πως βρίσκονται στο κέντρο της ταξικής σύγκρουσης, πως επιτέλους πολεμούν με γυμνά χέρια τον εχθρό. Και πως τον αναγκάζουν συχνά να τραπεί σε φυγή από το πεδίο της μάχης, παρά την υπεροχή του σε τεχνικά μέσα.

Ο άνθρωπος με το κόκκινο πουκάμισο ήταν το σύμβολο που πήρε ο τρόμος, τόσο των αστών όσο και των σταλινικών, το καλοκαίρι του 1965 μπροστά στον μαζικό εργατικό ξεσηκωμό. Και ταυτόχρονα, αυτή η μορφή λαϊκού αγωνιστή μέσα από τα οδοφράγματα της 20ης Αυγούστου, ήταν και είναι η δική μας σημαία. Η δική μας περηφάνεια.

Οι «πυρκαγιές της Ασφάλειας»

Ήδη, πολύ πριν την 20η Αυγούστου 1965, σχεδόν από την αρχή των Ιουλιανών, ο κομματικός μηχανισμός της ΕΔΑ νουθετούσε κάθε τόσο τα μέλη του κόμματος και της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη να κλείνουν τα αυτιά στα «μαξιμαλιστικά» και «υπεραριστερά» συνθήματα της επαναστατικής πρωτοπορίας. Και ιδιαίτερα να αποφεύγουν να δίνουν προσοχή στα συνθήματα των τροτσκιστών. Μαζί με την κομματική οργάνωση μπήκαν στην αντιτροτσκιστική μάχη και τα έντυπα της ΕΔΑ, κυρίως η «Αυγή», με συχνές αναφορές στα «εξτρεμιστικά» συνθήματα των τροτσκιστών, που πρέπει πάση θυσία να αποφύγουν οι μάζες των διαδηλωτών να χρησιμοποιήσουν στον δρόμο.

Το κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των άρθρων στην «Αυγή» ήταν πως, σε καμιά περίπτωση, δεν αναφέρονταν συγκεκριμένα αυτά τα τόσο επικίνδυνα συνθήματα. Ποια ήταν; Και για ποιον λόγο ήταν λάθος να τα φωνάξει ο κόσμος; Μήπως ήταν συνθήματα αισχρά και χυδαία και από αιδημοσύνη οι συντάκτες της «Αυγής» απέφευγαν να τα επαναλάβουν;

Όμως ήταν κοινό μυστικό πως τα στελέχη της ΕΔΑ, που αρθρογραφούσαν στην «Αυγή», δεν τολμούσαν να αναφερθούν συγκεκριμένα στα «Δημοψήφισμα» και «Δεν σε θέλει ο λαός, παρ’ τη μάνα σου και μπρος». Επειδή έθεταν ανοιχτά πολιτειακό ζήτημα και συμπύκνωναν το λαϊκό πολιτικό καταστάλαγμα: Πως, αν δεν ξεπατωθεί οριστικά η σφηκοφωλιά του παλατιού, τίποτε το προοδευτικό δεν θα μπορέσει να μακροημερεύσει.

Γι’ αυτό και τέτοια συνθήματα οι σταλινικοί της ΕΔΑ και της «Αυγής» δεν ριψοκινδύνευαν καν να τα ψιθυρίσουν. Για άλλη μια φορά σε εξεγερτικές στιγμές στην Ιστορία, όταν οι εργατικές μάζες τραβούν αποφασιστικά στα αριστερά, οι ηγεσίες τους οπισθοχωρούν τρομοκρατημένες προς τα δεξιά.

Εκ του αποτελέσματος κρίνουμε πως οι αντιτροτσκιστικές εκκλήσεις της «Αυγής» δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν τον εργατόκοσμο στις διαδηλώσεις να φωνάξει με πάθος τα συνθήματα κατά του βασιλιά και της ναζίστριας μάνας του, της Φρειδερίκης.

Όμως, τα αντιτροτσκιστικά άρθρα της «Αυγής» δεν πήγαν ολότελα χαμένα. Εξασφάλισαν μια κάποια συγκαταβατική αναγνώριση και μια αλληλεγγύη κατεργάρηδων από τον αστικό τύπο. Έτσι, για παράδειγμα η έξαλλα αντικομουνιστική «Βραδινή», στις 30 Ιούλη 1965, θα επιδαψιλεύσει χαρακτηριστικά πολλές τιμητικές αναφορές στην ΕΔΑ και την «Αυγή» για το πολιτικό μέτωπό της απέναντι στην «ανεύθυνη» στάση του τροτσκισμού. Αμέσως, τις επόμενες ημέρες, τη σκυτάλη των επιθέσεων στον εξτρεμιστικό τροτσκισμό θα πάρουν τα κεντρώα «Νέα» παινεύοντας ταυτόχρονα την «υπεύθυνη και συγκρατημένη» ΕΔΑ. Αλλά και πιο πολύ ακόμα από αυτές τις ενδεικτικές αναφορές, είναι γεγονός πως ο αστικός τύπος, μέσα στα Ιουλιανά, άρχισε να εκπαιδεύεται από την ΕΔΑ. Και, σιγά-σιγά, δίπλα στους χαρακτηρισμούς των αστών δημοσιογράφων όπως «τεντυμπόυδες» και «αναρχικοί» για τους μαχόμενους διαδηλωτές, έπαιρνε θέση και ο όρος «τροτσκιστές».

Σήμερα, είναι δύσκολο να καταλάβουμε πώς ένα κόμμα της Αριστεράς με πολλές χιλιάδες οργανωμένα μέλη και εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόρους τη δεκαετία του ’60, ένιωθε τέτοια οργή και φόβο για μια δράκα ελάχιστων δεκάδων επαναστατών τροτσκιστών. Φυσικά, οι σταλινικοί της ΕΔΑ πανικοβάλλονταν στην προοπτική να υπερκεραστούν από τα αριστερά μέσα στο εργατικό κίνημα.

Τις αμέσως επόμενες ημέρες μετά την 20η Αυγούστου 1965, η αρθρογραφία των στελεχών της ΕΔΑ κατά των «τροτσκιστών προβοκατόρων» που, τάχα, συνεργάζονται με την Αστυνομία, θα φτάσει σε παροξυσμό, με κορυφαίο παράδειγμα το κατάπτυστο άρθρο που υπέγραψε, δυστυχώς, ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης, πρόεδρος της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, αφιερωμένο στη συμμετοχή και τη δράση των τροτσκιστών στα Ιουλιανά, με τίτλο «Οι πυρκαγιές της Ασφάλειας».

Σε αυτό το άτυχο κείμενο, που δημοσιεύτηκε στην Αυγή στις 25 Αυγούστου 1965, περισσεύουν τόσο οι βαρύγδουπες γενικολογίες όσο και οι πομπώδεις καταγγελίες κατά του τροτσκισμού, με εκφράσεις όπως «ταύτιση του αντικειμενικού σκοπού ανάμεσα στην Ασφάλεια και τους τροτσκιστές και Σία» και «η αντίδραση υιοθέτησε τα συνθήματα και τη γραμμή των τροτσκιστών και Σία». Αντίθετα, απουσιάζουν ολότελα τα επιχειρήματα και οι αποδείξεις, που θα έπρεπε να αντιστοιχούν σε τέτοιες κατηγορίες μπροστά στο εργατικό κίνημα.

Ενώ κυκλοφορούσε η «Αυγή» με το θλιβερό κείμενο του Μίκη Θεοδωράκη, είχε ήδη ξεκινήσει η διαδικασία για να ζητήσει η κυβέρνηση του Τσιριμώκου ψήφο εμπιστοσύνης στη βουλή. Στις 28 Αυγούστου και η δεύτερη κυβέρνηση αποστατών θα καταρρεύσει. Και θα ακολουθήσουν πανηγυρικές διαδηλώσεις των εργατ(ρι)ών και της νεολαίας στην πλατεία Συντάγματος.

Ο βασιλιάς θα αρχίσει πάλι να χρονοτριβεί και να μην αποφασίζει εκλογές. Αυτή τη φορά, το τέχνασμα θα είναι να καλέσει σύγκληση του Συμβουλίου του Στέμματος. Δηλαδή μάζωξη των πολιτικών αρχηγών των κομμάτων, μαζί με όσους πρώην πρωθυπουργούς βρίσκονταν ακόμη εν ζωή.

Σε αυτό το αποτυχημένο και ανιαρό θέατρο σκιών του παλατιού, το επίσημα εκφρασμένο παράπονο της ΕΔΑ ήταν πως δεν καλέστηκε από τον βασιλιά να παραβρεθεί σε αυτές τις συνεδριάσεις.

Αλλά αυτή ήταν πάντα η στάση των μικροαστών, που εγκαταλείπουν τα επαναστατικά όνειρα της νιότης τους, για να αγκαλιάσουν την κοινοβουλευτική νομιμότητα και την προσδοκία για μεταρρυθμίσεις. Στριφογυρνούν, αλλάζουν θέσεις και προσπαθούν απελπισμένα να προσαρμοστούν στην αστική εξουσία. Και, ενώ στους αστούς ξεγυμνώνουν όλη τους την αδιαντροπιά, μπροστά στην επαναστατική Αριστερά αποκαλύπτουν οργή και φόβο.

Στο επόμενο:

ΙΟΥΛΙΑΝΑ 1965: «ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΛΑΧΤΑΡΗΣΑ ΘΑ ‘ΡΘΟΥΝ» Ε΄ ΜΕΡΟΣ: Πώς έκλεισαν τα Ιουλιανά – Συμπεράσματα – Σύνδεση με το σήμερα                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                


[i] Γιώργος Δαλαβάγκας «Τα Ιουλιανά γεγονότα και τα καθήκοντά μας» από τη συλλογή «Ιουλιανά 1965, τα γεγονότα και η σημασία τους», εκδόσεις Εργατική Πάλη.

[ii] Η νοβαλτζίνη ήταν καταπραϋντική ουσία με παραλυτικές ιδιότητες, που ήταν ευρύτερα γνωστή εκείνη την εποχή. Οι διαδηλωτ(ρι)ες χρησιμοποιούσαν χαρακτηρισμό «νοβαλτζίνες» για τα στελέχη της ΕΔΑ που προσπαθούσαν να λειτουργήσουν πυροσβεστικά σε όλες τις διαδηλώσεις των Ιουλιανών και, μετά το πέρας των συγκεντρώσεων, να εμποδίσουν τον λαό να διαδηλώσει ή, έστω, να τον σταματήσουν πριν φτάσει στο Σύνταγμα.   

Σχολιάστε