Ο Γκεζγκίν

Γράφει η Lale Alatli

Το παρόν ΔΕΝ αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Τα πρόσωπα, τα ονόματα και οι καταστάσεις ΔΕΝ είναι φανταστικά και οποιαδήποτε ομοιότητα ΔΕΝ είναι συμπτωματική και ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

Ο Γκεζγκίν

Στη διάρκεια της ημέρας οι άνθρωποι έβγαιναν μόνο για τα απαραίτητα. Τα απογεύματα υπήρχε απαγόρευση κυκλοφορίας. Το βράδυ συστηματικά διάφορες ειδήσεις στην τηλεόραση για τον εκφοβισμό του λαού. Παντού στρατιωτικοί και φαντάροι να ελέγχουν ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς. Σπίτια, αυτοκίνητα, τσάντες, τσέπες, σώματα… Αν έβρισκαν κάτι ο προορισμός ήταν φυλακή και βασανίστρια, και αν δεν έβρισκαν κάτι ήταν θέμα τύχης αν θα έφτανες στο σπίτι, στη φυλακή ή γινόσουν αγνοούμενος μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα πεταμένος σε μία γωνία του δρόμου.

Στους δρόμους βρωμούσε η χούντα του Εβρέν. Με τον φόβο να κυκλοφορεί παντού και να διαπερνά όλους τους τοίχους, τα εμπόδια και να κουρνιάζει στις ψυχές όλων των ζωντανών. Ακόμα και των αδέσποτων σκυλιών. Ο Γκεζγκίν (Οδοιπόρος) ήταν ένα από αυτά. Ήταν μεγαλόσωμο. Ήμασταν στο ίδιο ύψος περίπου. Το άσπρο τρίχωμά του είχε μετατραπεί σε σταχτί. Με τα μεγάλα αυτιά  του να πέφτουν δεξιά και αριστερά σαν μαλλάκια. Με την ουρά κάτω από τα σκέλια όταν έβλεπε στρατιωτικούς και κουνιστή όταν έβλεπε παιδιά. Ήταν ο καλύτερός μου φίλος. Αλλά ένας φίλος που οι γονείς μου δεν τον δέχονταν στο σπίτι μας. Είχα κοιμηθεί μια φορά έξω μαζί του, στον κήπο της πολυκατοικίας που μέναμε στο ισόγειο. Αλλά, όλη τη νύχτα φοβόμουν να μην έρθουν οι στρατιωτικοί να μας πυροβολήσουν και τους δύο. Κάθε μέρα κάναμε μία βόλτα, που τότε μου φαινόταν τεράστια. Νομίζω ότι η απόσταση δεν ήταν παραπάνω από ένα χιλιόμετρο. Στην Κωνσταντινούπολη, ήταν εκείνα τα χρόνια, ανάμεσα στις νεόκτιστες πολυκατοικίες, αλλά ακόμα στέκονταν λίγα παλιά ξύλινα κτίρια με τους κήπους τους που μπαινοβγαίναμε. Κι εμείς τα παιδιά, μόνο όταν παίζαμε έξω ξεχνούσαμε τον φόβο και το πολιτικό περιβάλλον που επικρατούσε. Ο Γκεζγκίν ήταν πάντα μαζί μου. Του κουβαλούσα από το σπίτι τα κομματάκια  κρέας που έχωνα στις τσέπες μου κρυφά στο μεσημεριανό. Μόνο όταν φτάναμε μαζί στο σπίτι, εκείνος λίγο ντροπαλός, σταματούσε στο πατάκι έξω από το κτίριο. Κι εγώ έμπαινα με δάκρυα στα μάτια και κάπου πολύ βαθιά μέσα μου αναρωτιόμουν. «Όχι, σκυλιά μέσα στο σπίτι,» ήταν αυτό που άκουγα όταν παρακαλούσα τους γονείς μου να τον βάλουμε μέσα για να τον προστατέψουμε. «Τα σκυλιά δεν έχουν ανάγκη από σπίτι, ζούνε έξω». Εγώ όμως ήξερα πολύ καλά ότι ο Γκεζγκίν θα προτιμούσε το δωμάτιο μου, τα χάδια και ένα πιάτο ζεστό φαΐ.

Στο πάνω διαμέρισμα, στον πρώτο όροφο έμενε ένας αρκετά ηλικιωμένος συνταξιούχος δάσκαλος, που αγαπούσε τα παιδιά και μας έδινε καραμέλες μερικές φορές. Ο γιος του κρυβόταν κάπου άγνωστα για να μην πάει στο στρατό γιατί ήταν μάρτυρας του Γιεχωβά. Μερικές φορές ερχόταν να δει τον πατέρα του για λίγο και πάλι εξαφανιζόταν. Φοβόμουν τα ένστολα ανθρωπάκια πιο πολύ, εκείνες τις φορές που τον έβλεπα στη γειτονιά μας.

Μια μέρα που καθόμουν στον κήπο με κάτι φίλους από την πολυκατοικία, ήρθε ένας με μπλε μακρυμάνικο πουκάμισο που έγραφε κάτι στο πάνω μέρος των χεριών του και σκούρο μπλέ παντελόνι. Κι ένα καπελάκι σκούρο μπλε πάλι. Μου φάνηκε σαν στολή όλο αυτό, αλλά δεν ήξερα αν έπρεπε να τον φοβάμαι ή όχι. Μας ρώτησε πού ήταν ο λευκός σκύλος. Μέσα σ’ όλο το χάος που επικρατούσε παντού, οι ενήλικοι δεν ενδιαφέρονταν για τα ζώα. Με μεγάλη έκπληξη, του έδειξα τον Γκεζγκίν που κοιμόταν κάτω από τους κατιφέδες. Ο άνδρας φώναξε κάποιον που βγήκε από ένα βανάκι και έφτασε. Φορούσε τα ίδια ρούχα και ήταν πολύ ψηλός θυμάμαι. Κρατούσε κάτι σαν όπλο. Το γύρισε στον Γκεζγκίν και του έριξε ένα βελάκι. Μέσα, δεν ξέρω σε πόσα δευτερόλεπτα, ο Γκεζγκίν δεν ανάπνεε πλέον. Πήραν το νεκρό σώμα στο βανάκι, αφήνοντας πίσω εμένα μέσα σε κλάματα. Δεν ήθελα να πεθάνει. Ή ήθελα να πεθάνω κι εγώ. Δεν θυμάμαι μετά τι έκανα και τι έγινε. Πότε είδα τους γονείς μου, τι τους είπα, τι μου είπαν. Μόνο μια μαύρη κουρτίνα, θυμάμαι, να κατεβαίνει μέσα στα μάτια μου και στην ψυχή μου, που ένα κομμάτι της παρέμεινε για πάντα μαζί μου.

Πολλές φορές καθόμουν στον κήπο και κοιτούσα συνέχεια στο σημείο όπου είχα δει τον Οδοιπόρο μου για τελευταία φορά. Μια από εκείνες τις μέρες άκουσα τον δάσκαλο να μιλάει με τη μαμά μου. «Κάλεσα τον δήμο για το σκυλί και τον καθάρισαν μια και καλή. Ειδικά ανησυχούσα για το παιδί σου να μην κολλήσει κανένα μικρόβιο».

Ακόμα σκέφτομαι ποια είναι τα πραγματικά μικρόβια σ’ αυτόν τον πλανήτη.

Υ.Γ.: Αυτός ο «δάσκαλος», που έκανα πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή μου προσευχή να ψοφήσει, πέθανε 105 χρονών, όταν εγώ πλέον είχα τελειώσει το πανεπιστήμιο.

Σχολιάστε