
Γράφει η Ferhan Yetisal*
Η Ferhan Yetisal γεννήθηκε το 1965 στην Άγκυρα. Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές της στην Αγγλική Φιλολογία στη Σαμψούντα, εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, όπου σπούδασε Ψυχολογία. Εργάστηκε για πολλά χρόνια ως θεραπεύτρια σε κέντρα απεξάρτησης. Ζει στο Λονδίνο εδώ και 39 χρόνια και τα τελευταία 7 χρόνια απολαμβάνει τη συνταξιοδότησή της, γράφοντας τις αναμνήσεις της μεταξύ Λονδίνου και Λέσβου.
Μετάφραση από τα τουρκικά: Lale Alatli
Στο τέλος του ελληνικού κειμένου ακολουθεί το τουρκικό πρωτότυπο.
Η πρώτη μου εμπειρία στο εξωτερικό
Το καλοκαίρι του 1987, μόλις είχα αποφοιτήσει από το Τμήμα Αγγλικής Φιλολογίας της Σχολής Ξένων Γλωσσών του Πανεπιστημίου της Σαμψούντας, μαζί με τη συμφοιτήτριά μου, τη Μπαχάρ, ξεκινήσαμε από τον σιδηροδρομικό σταθμό Σιρκέτζι της Κωνσταντινούπολης. Προορισμός μας ήταν το Λονδίνο, για έξι μήνες. Ήμασταν νέες, ενθουσιώδεις και είχαμε τα εισιτήρια του τρένου στην τσέπη μας.
Εκείνη την εποχή, οι Άγγλοι δεν απαιτούσαν ακόμη βίζα από τους Τούρκους. Η είσοδος στη χώρα δεν γινόταν αυτόματα στα σύνορα, αλλά εξαρτιόταν από τη διάθεση του τελωνειακού υπαλλήλου. Αν αρέσαμε στον υπάλληλο, σφράγιζε το διαβατήριό μας, αλλά, αν είχε κρυώσει το τσάι του εκείνη τη μέρα, το όνειρό μας για την Αγγλία μπορούσε να εξαφανιστεί χωρίς καν να δούμε τη σφραγίδα.
Το ταξίδι μας με το τρένο διήρκεσε πέντε ολόκληρες μέρες. Η πρώτη μας στάση ήταν στην «πρώην Γιουγκοσλαβία». Η χώρα δεν είχε ακόμη διαχωριστεί. Εμείς, όμως, ταξιδεύαμε με ένα τρένο γεμάτες ενθουσιασμό, ανησυχία και μια μικρή αίσθηση «τι δουλειά έχουμε εδώ».
Στο ίδιο βαγόνι βρισκόταν μια τουρκική ομάδα που πήγαινε στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Σκακιού. Ο προπονητής της ομάδας καυχιόταν συνεχώς ότι ταξίδευε συχνά στο εξωτερικό και ότι είχε κουραστεί από τις σφραγίδες στο διαβατήριό του, ενώ μας έδινε συμβουλές για το τι έπρεπε να κάνουμε στη Γιουγκοσλαβία. Αποχαιρετήσαμε την ομάδα στο Βελιγράδι και κατευθυνθήκαμε γρήγορα προς το εστιατόριο με σνίτσελ, όπως μας είχε συμβουλεύσει ο προπονητής.
Μετά από μια σύντομη περιήγηση στην πόλη, επιβιβαστήκαμε ξανά στο νυχτερινό τρένο. Μετά από μερικές αλλαγές και περνώντας από ατελείωτα μαύρα τούνελ, φτάσαμε το πρωί στη μαγευτική πόλη της Ιταλίας, τη Βενετία. Η πόλη ήταν σαν ένα παραμύθι που αντανακλούσε στο νερό. Αυτή η πόλη με τα κανάλια και τις στολισμένες γόνδολές της μας μάγεψε αμέσως. Ειδικά, όταν κοιτάξαμε απέναντι από τη γέφυρα του Ριάλτο, και οι δύο σκεφτήκαμε ότι αυτό δεν μπορούσε να είναι αληθινό, ότι ήταν μια σκηνή βγαλμένη από ταινία. (Βέβαια, χρόνια αργότερα είχα μια πιο δυσάρεστη ανάμνηση από την ίδια πόλη, ίσως την περιγράψω σε επόμενα κεφάλαια). Επειδή η βόλτα με γόνδολα ήταν προνόμιο των πλούσιων Αμερικανών, με τα περιορισμένα χρήματά μας, που αρκούσαν μόνο για μια πίτσα μαργαρίτα, δεν μπορούσαμε καν να φανταστούμε ότι θα κάναμε βόλτα με γόνδολα εκείνη τη μέρα.
Καθώς το τρένο μας περνούσε γρήγορα από αμπελώνες και τούνελ, προσπαθούσα να φανταστώ σε τι περιπέτεια είχαμε μπλέξει και πού και πώς θα τελείωνε αυτό το ταξίδι. Όταν φτάσαμε στο Παρίσι, ήμασταν ακόμα ζωντανές, αλλά πολύ κοντά στην απογοήτευση. Έπρεπε να αλλάξουμε αποβάθρα για μετεπιβίβαση, αλλά οι Γάλλοι, με την περιττή επιμονή τους να μιλούν μόνο τη δική τους γλώσσα, δεν μας έδιναν τις απαραίτητες πληροφορίες, παρά το γεγονός ότι στην πινακίδα ήταν γραμμένο με μεγάλα γράμματα «INFORMATION DESK». Κάθε φορά που δείχναμε τα εισιτήριά μας και λέγαμε «Excuse me, where is the platform five? (Συγγνώμη, πού είναι η πλατφόρμα πέντε;), ο υπάλληλος απέναντί μας απαντούσε με βαριά γαλλική προφορά στα αγγλικά «Ιφ ϊού ζοντ ζπικ φγανσέ, αϊ κεντ αντιγστενζ ϊού» (Αν δεν μιλάτε γαλλικά, δεν μπορώ να σας καταλάβω).
Όλες οι προσπάθειές μας για συνεννόηση αποδείχθηκαν μάταιες και, επιπλέον, ανησυχούσαμε ότι θα χάναμε το τρένο που θα μας μετέφερε στο Καλαί, με αποτέλεσμα να είμαστε απογοητευμένες στον μεγάλο σταθμό. Τόσο πολύ που, όταν η Μπαχάρ κάθισε εξαντλημένη πάνω στη βαλίτσα της και άρχισε να κλαίει, εγώ, που πάντα τα παρατάω εύκολα μπροστά στις δυσκολίες, σκέφτηκα ότι το καλύτερο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να επιστρέψουμε στην Τουρκία. Αλλά από την άλλη, επειδή είχα κάνει αυτό το ταξίδι θέμα τιμής, δεν εξέφραζα δυνατά αυτή τη σκέψη μου.
Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, σαν από θαύμα, μας πλησίασε μία γυναίκα. Μεσήλικη, με όμορφα μάτια και ζεστό βλέμμα. Με σπασμένα αγγλικά μας ρώτησε «Help;». Μας πήρε από το χέρι και μας οδήγησε στην σωστή αποβάθρα. Αυτή η γυναίκα, που όπως μάθαμε ήταν από την Αλγερία, ήταν ο μόνος άνθρωπος που μας ζέστανε μέσα στο κρύο πρόσωπο του Παρισιού. Ακόμα και σήμερα, όταν θυμάμαι τη βοήθεια που μας πρόσφερε σ’ εκείνη την απελπιστική στιγμή, θυμάμαι τα καστανά της μάτια και νιώθω ευγνωμοσύνη προς αυτήν. Αν τυχόν διαβάσει ποτέ αυτά τα λόγια: Merci beaucoup, madame!
Τελικά, προλάβαμε το πλοίο και ξεκινήσαμε για το Ντόβερ της Αγγλίας. Η Μάγχη ήταν εντελώς τρελή εκείνη τη μέρα. Θυελλώδης, κυματώδης, κακόκεφη. Στην πραγματικότητα, τα δρομολόγια έπρεπε να ακυρωθούν, αλλά ό,τι έγινε, έγινε, εμείς επιβιβαστήκαμε στο πλοίο και τα δρομολόγια δεν ακυρώθηκαν. Ωστόσο, η θάλασσα μάς ταλαιπώρησε από τη στιγμή που επιβιβαστήκαμε. Σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, δεν είδαμε τίποτα άλλο από την τουαλέτα του πλοίου, όπου αφήσαμε όλο το περιεχόμενο του στομαχιού μας. Μας είχε πιάσει άσχημα η ναυτία.
Οι ελπίδες και όλη η ενέργειά μας είχαν εξαντληθεί εντελώς, πριν καν δούμε τις ακτές του Ντόβερ.
İlk yurt dışı deneyimi
1987 yazında, üniversiteden arkadaşım Bahar’la Samsun Ondokuz Mayıs Üniversitesi, Yabancı Diller Fakültesi, İngilizce Öğretmenliği Bölümünden mezun olur olmaz İstanbul Sirkeci Garı’ndan yola çıktık. Hedefimiz, altı aylığına Londra’ydı. Gençtik, hevesliydik ve tren biletleri cebimizdeydi.
O zamanlar İngilizler henüz Türklere vize uygulamıyordu. Ülkeye girişiniz, sınırda değil, gümrük memurunun ruh hâlinde başlıyordu. Memur eğer tipinizi beğenirse pasaportunuza giriş damgasını basar, o gün çayı soğumuşsa, İngiltere hayaliniz bir mühür bile göremeden eriyip gidebilirdi.
Tren yolculuğumuz tam beş gün sürdü. İlk durağımız, henüz «Eski Yugoslavya’ydı». Ülke daha bölünmemişti. Bizse heyecan, tedirginlik ve biraz da «ne işimiz var bizim burada» hissiyle bir trene tutunmuş gidiyorduk.
Aynı vagonda Dünya Satranç Şampiyonası’na giden bir Türk takımı vardı. Takım koçu sürekli yurt dışına çıktığını, pasaportunu damgalatmaktan yorgun düştüğünü övünerek anlatırken, bize Yugoslavya’da neler yapmamız gerektiği hakkında tüyolar veriyordu. Takımla Belgrad’da vedalaşıp hızla koşun tavsiyesi olan şinitzelciye doğru yöneldik.
Şehri biraz gezdikten sonra gece trenine bindik tekrar. Bir kaç aktarma yapıp, bitmek bilmeyen kapkara tünellerden geçerek, sabah İtalya’nın o büyülü şehri Venedik’e vardık. Şehir, sanki suyun üstüne yansıyan bir masal gibiydi. Bu şehir kanallarıyla, süslü gondollarıyla bizi büyülemişti hemencecik. Hele Rialto Köprüsüne karşıdan baktığımızda bunun gerçek olamayacağını, bir film sahnesi olduğu geçmişti ikimizin de aklından. (Gerçi yıllar sonra aynı şehirde sıkıcı bir anım daha olmuştu ama onu ileriki bölümlerde anlatırım). Gondola binmek zengin Amerikalılara mahsus bir şey olduğu için, üzerimizde ancak bir pizza margheritaya yetebilecek kısıtlı harçlıklarımızla gondola binmeyi hayal bile edememiştik o gün.
Trenimiz üzüm bağlarından, tünellerden hızla geçtikçe nasıl bir maceraya atıldığımızı, bu gezinin nerede ve nasıl biteceğini hayal etmeye çalışıyordum. Paris’e vardığımızda hâlâ canlıydık ama hayal kırıklığına çok yakındık. Aktarma için bir peron değiştirmemiz gerekiyordu ama Fransızlar sadece kendi dillerinin konuşulması konusundaki gereksiz ısrarlarıyla, hatta tepedeki panoda dev harflerle ‘INFORMATION DESK’ yazmasına rağmen bir türlü gereken bilgiyi bize vermiyorlardı. Elimizdeki biletleri gösterip her “Excuse me, where is the platform five? (Pardon, beş numaralı peron nerede acaba?)” deyişimiz, karşımızdaki görevli tarafından ağır bir Fransız aksanıyla İngilizce olarak “İf yu zont zpik fğanse, ay kant undığstenz yu” (Eğer Fransızca konuşmazsanız sizi anlayamam) repliğiyle karşılanıyordu.
Tüm çabalarımız boşa çıkınca üstelik bizi Calais’e götürecek tren saatini de kaçıracağımız endişesiyle koca istasyonda perişan olmuştuk. Öyle ki Bahar’ın dayanma gücü tükenip de bavulunun üzerine oturup ağlamaya başladığında, her zorluk karşısında çabucak vaz geçen ben yapılacak en iyi şeyin Türkiye’ye geri dönmek olduğunu geçiriyordum aklımdan. Ama diğer yandan bu yolculuğu onur meselesi yaptığımdan yüksek sesle dile getirmiyordum bu düşüncemi.
Tam o anda mucize gibi bir kadın yaklaştı bize. Orta yaşlı, güzel gözlü, sıcak bakışlı. Kırık dökük İngilizcesiyle “Help?” dedi. Bizi elimizden tutup doğru perona götürdü. Cezayirli olduğunu öğrendiğimiz bu kadın, Paris’in o soğuk yüzü arasında içimizi ısıtan tek insan oldu. Bugün hâlâ o en çaresiz zamanımızda bize yaptığı yardımı hatırladıkça ela gözlerini hatırlayıp minnet duyarım bu kadına. Eğer bir gün tesadüfen bu satırları okursa: Merci beaucoup, madame!
Nihayet feribota yetişip İngiltere’nin Dover kentine doğru yola çıktık. Manş Denizi o gün tamamen çıldırmıştı. Fırtınalı, dalgalı, huysuz. Aslında seferlerin iptal edilmesi gerekiyordu ama ne olduysa olmuş, biz o feribota binmişiz, seferler de iptal edilmemişti. Fakat deniz bizi binmemizle perişan etti. Yol boyunca ikimiz de tuvaletten başka hiçbir yerini göremedik feribotun. Midemizin tüm alfabetik içeriğini orada bıraktık. Fena halde deniz tutmuştu ikimizi de.
Umutlarımız ve enerjimiz, daha Dover kıyılarını görmeden tamamıyla tükenmişti.
1965 Ankara’da doğan Ferhan Yetişal İngiliz Filolojisi eğitimini Samsun’da tamamladıktan sonra Londra’ya yerleşti, psikoloji eğitimi aldı. Uzun yıllar bağımlılık merkezlerinde terapist olarak çalıştı. 39 yıldır Londra’da yaşıyor, son 7 yıldır ise anılarını yazarak, emekliliğin keyfini Londra ve Lesvos Adası arasında sürüyor.
