Συμφωνία για τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας: ο κανόνας είναι ότι δεν υπάρχουν κανόνες

Γράφει ο Δημήτρης Κατσορίδας

Η επικοινωνιακή εκδήλωση της κυβέρνησης με τους «κοινωνικούς εταίρους», μέσω της κοινής συνέντευξης Τύπου (26.11.2025), σχετικά με τη συμφωνία για την ενίσχυση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας (ΣΣΕ), καθώς και η συνάντηση με τον Κυριάκο Μητσοτάκη (2.12.2025) αποτελούν μνημείο πολιτικής κοροϊδίας προς τους εργαζόμενους. Κατ’ αρχάς, παραμένει άθικτο ολόκληρο το αντεργατικό οπλοστάσιο και δεν αναιρείται κανένας μνημονιακός νόμος.

Επιπλέον, μετά τη θεσμοθέτηση του 13ωρου εργασίας στον ίδιο εργοδότη (νόμος 5239/2025 της Κεραμέως) και τη συνεχιζόμενη απορρύθμιση της αγοράς εργασίας -όπου οι επιχειρησιακές συμβάσεις υπερισχύουν, η ελαστική εργασία και η ενοικίαση εργαζομένων παραμένουν στο απυρόβλητο, τα εργατικά ατυχήματα αυξάνονται συνεχώς και η επισφάλεια εξακολουθεί να αποτελεί καθημερινότητα για χιλιάδες εργαζόμενους- είναι προφανές ότι αυτό που η κυβέρνηση αποκαλεί «ιστορική συμφωνία» και «νέα εποχή», δεν αποτελεί το «τέλος των μνημονιακών περιορισμών», αλλά τη συνέχισή τους με διαφορετικό περιτύλιγμα.

Ας δούμε ποιες είναι οι παγίδες παραπλάνησης της «νέας συμφωνίας»:

1) Ο κατώτατος μισθός παραμένει υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης, αντί να καθορίζεται μέσω των Εθνικών Γενικών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας (ΕΓΣΣΕ), δηλαδή μέσα από ελεύθερες διαπραγματεύσεις μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών.

2) Η μείωση του ποσοστού για την επέκταση μιας κλαδικής ή ομοιεπαγγελματικής σύμβασης εργασίας, όπου οι εργοδοτικές οργανώσεις έπρεπε να εκπροσωπούν το 50% των εργαζομένων του κλάδου για να υπογραφεί, τώρα κατεβαίνει στο 40%. Θετικό, αλλά όχι ιδιαίτερα σημαντικό. Διότι, με τον νόμο Βρούτση (2019) απαιτείται έκθεση τεκμηρίωσης των επιπτώσεων της επέκτασης μιας εργασιακής σύμβασης στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων του κλάδου. Συνεπώς, η δυνατότητα επέκτασης παύει να είναι εργατικό δικαίωμα και μετατρέπεται σε εργαλείο κρατικού ελέγχου. Επίσης, η δυνατότητα επέκτασης μιας ΣΣΕ στο σύνολο ενός κλάδου εξαρτάται από τον αρμόδιο υπουργό.

3) Η κατάργηση του μνημονιακού νόμου για τη μετενέργεια (δηλαδή η συνέχιση ισχύος ορισμένων όρων μιας ΣΣΕ μετά τη λήξη της) είναι μεν θετικό μέτρο, ωστόσο ενώ πριν από τα μνημόνια όταν έληγε εξακολουθούσε να ισχύει για έξι μήνες, η επαναφορά της παραμένει περιορισμένη στους τρεις μήνες.

4) Δεν επανέρχεται η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης. Να θυμίσουμε ότι είναι μια θεμελιώδης αρχή του εργατικού δικαίου σύμφωνα με την οποία όταν για τον ίδιο εργαζόμενο ισχύουν περισσότερες από μία ρυθμίσεις (νόμος, συλλογική σύμβαση, κανονισμός εργασίας, ατομική σύμβαση) εφαρμόζεται αυτή που είναι πιο ευνοϊκή για τον εργαζόμενο. Ακόμη και στην περίπτωση μιας ατομικής σύμβασης, αυτή πρέπει να είναι με καλύτερους όρους και όχι χειρότερους, όπως γίνεται. Αυτή η αρχή είχε προβλεφθεί επειδή στο εργατικό δίκαιο θεωρείται ότι ο εργαζόμενος βρίσκεται σε ασθενέστερη διαπραγματευτική θέση σε σχέση με τον εργοδότη.

5) Η επαναφορά των ΣΣΕ συνοδεύεται από μηχανισμούς που περιορίζουν την αυτονομία των κλαδικών ομοσπονδιών, εφόσον η ΓΣΕΕ γίνεται μέρος αυτού του μηχανισμού που της δίνει ρόλο να υπογράφει κλαδικές ΣΣΕ. Ομως, έτσι, κινδυνεύουν να αδρανοποιηθούν οι ομοσπονδίες, στις οποίες ανήκει η άμεση ευθύνη για τις κλαδικές διαπραγματεύσεις.

6) Οσον αφορά τον ΟΜΕΔ (Οργανισμός Μεσολάβησης Διαιτησίας), η κυβέρνηση δεν αποκαθιστά το δικαίωμα της μονομερούς προσφυγής των εργαζομένων σε αυτόν.

Τι ίσχυε πριν από τα μνημόνια; Υπογράφονταν Εθνικές Γενικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (ΕΓΣΣΕ), η επεκτασιμότητα μιας σύμβασης στο σύνολο του κλάδου ήταν πολύ συχνό φαινόμενο, οι κλαδικές ΣΣΕ υπερίσχυαν των επιχειρησιακών, η 6μηνη μετενέργεια ήταν πλήρης και οι μονομερείς προσφυγές στον ΟΜΕΔ αποτελούσαν όπλο πραγματικής προστασίας. Μετά το 2010, με την εφαρμογή των μνημονίων, αλλά και των νόμων της Ν.Δ., από το 2019, όλα τα παραπάνω ξηλώθηκαν, οι εργοδοτικές οργανώσεις απέκτησαν ασύδοτη ισχύ και οι ατομικές συμβάσεις έγιναν η νέα κανονικότητα.

Η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ (ΠΑΣΚΕ-ΠΑΣΟΚ και ΔΑΚΕ-Ν.Δ.) φέρει σημαντικές ευθύνες, διότι με τη συμφωνία αυτή επί της ουσίας συναινεί στην πολιτική της κυβέρνησης της Ν.Δ., νομιμοποιώντας μέτρα που υπονομεύουν τη συλλογική διαπραγμάτευση. Αντί να διεκδικήσει την πλήρη επαναφορά και εφαρμογή των εργατικών δικαιωμάτων, γίνεται μέρος ενός μηχανισμού που της δίνει ρόλο «ρυθμιστή» των κλαδικών ΣΣΕ, υποβαθμίζοντας στην πράξη τον ρόλο των ομοσπονδιών, οι οποίες αποτελούν τους άμεσους εκπροσώπους των εργαζομένων και τις φυσικές βάσεις της αγωνιστικής δράσης. Η υπεράσπιση της αυτονομίας τους είναι κρίσιμη για τη διατήρηση της δημοκρατικής λειτουργίας και της συλλογικής διεκδίκησης. Παράλληλα, είναι απαραίτητο να ενισχυθεί η δυνατότητα των ομοσπονδιών να συνάπτουν κλαδικές ΣΣΕ και να προωθούν διεκδικήσεις χωρίς «μεσάζοντες» ή περιορισμούς, ώστε οι εργαζόμενοι να μπορούν να εκφράζουν τις ανάγκες και τα συμφέροντά τους με πλήρη ελευθερία και αποτελεσματικότητα.

Είναι φανερό: Η ανασυγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος σε νέες βάσεις είναι το ζητούμενο και αποτελεί τη συζήτηση που κάποτε πρέπει να ανοίξει.

* Αντιπρόεδρος του σωματείου εργαζομένων ΙΝΕ ΓΣΕΕ

** Το άρθρο του Δημήτρη Κατσορίδα πρωτοδημοσιεύτηκε στην «Εφημερίδα των Συντακτών» την Παρασκευή 5 Δεκέμβρη 2025. Το αναδημοσιεύουμε σήμερα στην ιστοσελίδα της «Κόκκινης» με την άδεια του συγγραφέα.

Σχολιάστε