
Η εφημερίδα «Η ΚΟΚΚΙΝΗ» έχει τη χαρά να συνομιλεί με τον ζωγράφο Γιώργο Γαβριήλ, η πρόσφατη έκθεση του οποίου υπέστη σκληρή λογοκρισία. Μετά από τις σφοδρότατες αντιδράσεις εκ μέρους (ακρο)δεξιών και βαθιά συντηρητικών κύκλων, ματαιώθηκε.
Τη συνέντευξη για την «Κόκκινη» πήρε η Χριστιάνα Βωνιάτη
Ερ.: Κύριε Γαβριήλ, θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια για την καλλιτεχνική σας διαδρομή και το έργο σας μέχρι σήμερα; Πώς ξεκινήσατε και τι είναι αυτό που σας παρακινεί να εκφράζεστε μέσω της ζωγραφικής;
Γ. Γ.: Από πάρα πολύ μικρή ηλικία είχε, θα έλεγα, καθοριστεί ο προσανατολισμός μου. Από το Δημοτικό που θυμάμαι τον εαυτό μου, πάντοτε ζωγράφιζα. Το ίδιο και στο Γυμνάσιο–Λύκειο: συνέχιζα, χωρίς όμως να πάω κάπου να παρακολουθήσω μαθήματα.
Και παρ’ όλα αυτά, τελείωσα τον στρατό, εργάστηκα έναν χρόνο σε διάφορα επαγγέλματα, και μετά πήρα υποτροφία για σπουδές στη Μόσχα. Πήγα στη Μόσχα και φοίτησα εκεί επτά χρόνια, μαζί με το μεταπτυχιακό. Τελείωσα την Ακαδημία Καλών Τεχνών με κατεύθυνση τη μνημειακή τέχνη. Δηλαδή διδαχτήκαμε τεχνικές για τοιχογραφίες, υαλογραφήματα και διάφορες άλλες τεχνικές για έργα μεγάλου μεγέθους—έργα που γίνονται σε κτίρια, σε εξωτερικούς και εσωτερικούς χώρους.
Μετά επέστρεψα στην Κύπρο, όπου ξεκίνησα να εργάζομαι, να ζωγραφίζω, να εκθέτω. Παράλληλα διορίστηκα στο Δημόσιο ως εκπαιδευτικός. Αλλά εργαζόμουν πάντοτε. Η ζωγραφική, για μένα, ήταν τρόπος ζωής κατά κάποιο τρόπο: το μέσο με το οποίο εκφραζόμουν, το μέσο με το οποίο επικοινωνούσα με τον κόσμο τις απόψεις μου, τις ιδέες μου, τα βιώματα, τις εμπειρίες, τους προβληματισμούς.
Και σιγά-σιγά, ωριμάζοντας, αφουγκραζόμουν το πολιτικοκοινωνικό γίγνεσθαι της εποχής και προσπαθούσα να το αποτυπώσω στα έργα μου. Έτσι άρχισε η τέχνη μου να παίρνει έναν χαρακτήρα ακτιβιστικό—θα έλεγα και ανατρεπτικό. Εγώ, μεταξύ σοβαρού και αστείου, όταν ανέβασα τα πρώτα έργα αυτής της μορφής, τα ονόμαζα «αντισυστημική τέχνη»: ενάντια στο υφιστάμενο σύστημα, ως μια προσπάθεια για τη δημιουργία μιας πιο δίκαιης κοινωνίας.
Η τέχνη δεν είναι μόνο για να χαϊδεύει το μάτι, δεν είναι μόνο για αισθητική απόλαυση. Η τέχνη αφυπνίζει τον άνθρωπο, τον ενεργοποιεί να δει κάποια πράγματα, που μπορεί να μην τον αφήνει το σύστημα να τα δει. Και μιλώ για τη διαφθορά, τη σήψη που επικρατεί στην κοινωνία, την υποκρισία, την εκμετάλλευση που τυγχάνει ο άνθρωπος – τούτα όλα που μας κατατρώνε, κατά κάποιο τρόπο, στον κόσμο που ζούμε.
Επίσης, η τέχνη είναι πολιτικοποιημένη ανεξάρτητα από το τι ζωγραφίζει ο καθένας μας. Ακόμη κι αυτός που επιλέγει να ζωγραφίζει μόνο τοπία ή μόνο πορτραίτα, πάλι είναι μια πολιτική τοποθέτηση: να αποφεύγει να δείξει το τι γίνεται στον κόσμο και να παραμένει σε ένα συγκεκριμένο είδος. Όπως κι ο κόσμος που λέει «δεν πάω να ψηφίσω» και πιστεύει ότι είναι πολιτικοποιημένος ή ότι είναι ενάντια στο σύστημα—ενώ, στην πραγματικότητα, το εξυπηρετεί με το να μην πηγαίνει στις κάλπες.
Ερ.: Στο τέλος της απάντησής σας είπατε κάτι που έχει ενδιαφέρον: ότι κάθε τέχνη είναι, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, πολιτική. Παρ’ όλα αυτά, το δικό σας έργο λειτουργεί συχνά ως άμεσο εικαστικό σχόλιο στην κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα και προκαλεί αντιδράσεις. Θα δεχόσασταν τον χαρακτηρισμό «πολιτικός καλλιτέχνης»—και τι είναι αυτό που θεωρείτε ότι “ενοχλεί” περισσότερο;
Γ. Γ.: Ναι, είναι αυτό που είπα: ότι όλοι είμαστε πολιτικοί καλλιτέχνες, ανεξάρτητα από το τι απεικονίζουν τα έργα μας. Μπορεί και μόνο λουλούδια να ζωγραφίζω—και πάλι είμαι πολιτικός καλλιτέχνης.
Απλώς, εμένα η δουλειά μου μπορεί να προκαλεί αντιδράσεις περισσότερο από εκείνους που ζωγραφίζουν τοπία ή λουλούδια μόνο. Προκαλεί το σύστημα και το προκαλεί στοχευμένα—και επιτυγχάνει τον στόχο του από τη στιγμή που υπάρχουν αντιδράσεις. Δηλαδή αγγίζει και το κατεστημένο: αυτούς που θέλω να θίξω, αυτούς που θέλω να απαξιώσω μέσα από τη δουλειά μου. Διάφορους θεσμούς—όπως ο θεσμός της Εκκλησίας, αλλά και άλλους θεσμούς, όπως η Αστυνομία, τα Δικαστήρια—αυτά όλα τα οποία το σύστημα τα χρησιμοποιεί για να επιβιώσει.

Ερ.: Υπάρχουν άλλοι καλλιτέχνες/καλλιτέχνιδες που εκτιμάτε και θαυμάζετε στην Κύπρο, βόρεια και νότια;
Γ. Γ.: Στη βόρεια πλευρά δεν γνωρίζω πάρα πολλούς—είναι ελάχιστοι οι καλλιτέχνες που γνωρίζω. Τα τελευταία χρόνια άρχισα να έχω μια επαφή με κάποιους καλλιτέχνες από εκεί. Να με συγχωρείτε, αλλά δεν θυμάμαι τα ονόματά τους.
Οπωσδήποτε όμως υπάρχουν αξιόλογοι καλλιτέχνες, και στα κατεχόμενα και στις ελεύθερες περιοχές. Υπάρχουν καλλιτέχνες που μπορεί η τέχνη τους να μην προσομοιάζει με τη δική μου, αλλά τους εκτιμώ και τους θαυμάζω οπωσδήποτε.
Ερ.: Με αφορμή την πρόσφατη έκθεσή σας άνοιξε ένας μεγάλος δημόσιος διάλογος για τα όρια της κριτικής στην τέχνη—και για το πώς η κριτική μπορεί να καταλήξει σε φίμωση, είτε από την εξουσία είτε από (ακρο)δεξιές, συντηρητικές φωνές. Στην Ελλάδα μέσα στη χρονιά είχαμε το παραλήρημα εναντίον των έργων του εικαστικού Χριστόφορου Κατσαδιώτη, όπου και πάλι είδαμε να συσπειρώνεται όλος ο συντηρητικός και φασιστικός εσμός. Στην Κύπρο, πόσο συχνές είναι οι απόπειρες λογοκρισίας της καλλιτεχνικής δημιουργίας; Σας έχει τύχει κάτι αντίστοιχο και στο παρελθόν;
Γ. Γ.: Αυτό που συνέβη αυτές τις μέρες, συνέβη και πριν τέσσερα-πέντε χρόνια, το 2020–2021. Και τότε εργαζόμουν—ήμουν ακόμη Διευθυντής στα σχολεία—και γι’ αυτό δημιουργήθηκε περισσότερος σάλος. «Πώς είναι δυνατόν ένας Διευθυντής», έλεγαν τότε, «να ζωγραφίζει τα έργα που ζωγράφιζε», παρόμοια με αυτά που ζωγραφίζω και σήμερα, θίγοντας βασικά το σύστημα. Διότι, λόγω της εργασίας μου, με θεωρούσαν –κατά κάποιο τρόπο- μέρος του συστήματος.
Λογοκρισία υπήρχε πάντα. Παρόλο που, με βάση τους νόμους και το Σύνταγμα –τόσο της Κύπρου όσο και της ΕΕ- η ελευθερία της έκφρασης είναι αδιαπραγμάτευτη και δεν μπορεί να φιμώνονται οι καλλιτέχνες. Κι εντούτοις, από τη στιγμή που πάμε κόντρα στο σύστημα, από τη στιγμή που τα έργα μας απεικονίζουν τα κακώς έχοντα του συστήματος, οπωσδήποτε το σύστημα –είτε άμεσα είτε με μεσάζοντες (όπως είναι τα ακροδεξιά κόμματα, διάφορες ομάδες πολύ θρησκόληπτων ανθρώπων)-αξιοποιεί αυτούς σαν προμετωπίδα για να επιβάλει λογοκρισία.
Το είδαμε και τις τελευταίες μέρες, με την έκθεση που είχα στην Πάφο: με εκφοβισμούς, απειλές και τρομοκρατία, κατέβηκε στο τέλος η έκθεση. Ενώ το κράτος έχει υποχρέωση να περιφρουρεί τις τέχνες—και πολύ περισσότερο όταν διώκονται.
Ερ.: Δεχθήκατε πρόσφατα επίθεση με εκρηκτικό μηχανισμό. Την ίδια στιγμή καταγράφεται διεθνώς άνοδος της ακροδεξιάς σε μια σειρά από χώρες, σε κάποιες περιπτώσεις βρίσκονται ήδη στην εξουσία. Πόσο επικίνδυνη εκτιμάτε ότι έχει γίνει η παρουσία του ΕΛΑΜ στη νότια πλευρά της Κύπρου;
Γ. Γ.: Οπωσδήποτε, είναι όπως το περιγράφετε. Βλέπουμε σε ολόκληρη την Ευρώπη –αλλά και σε άλλες χώρες- να είναι εμφανής η στρατιωτικοποίηση, η φασιστικοποίηση, η αστυνομοκρατία, η υπέρμετρη βία εκ μέρους της Αστυνομίας. Και με το Παλαιστινιακό, και με διάφορες άλλες προφάσεις, βλέπουμε να κινδυνεύει, να συρρικνώνεται η δημοκρατία—και στην Κύπρο και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Και οι καλλιτέχνες, και οι ακτιβιστές, και τα κινήματα –όλοι- πρέπει να είμαστε σε εγρήγορση για να δώσουμε τη μάχη, να μην επικρατήσουν ξανά τούτες οι δυνάμεις, όπως επικράτησαν και το ’40 με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δηλαδή να μην έχουμε έναν Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Και το βλέπουμε: βλέπουμε τη ρητορική τους, βλέπουμε τις θέσεις τους όσον αφορά και τον πόλεμο στην Ουκρανία. Δεν βλέπουμε κανέναν να μιλά για ειρήνη, για ειρηνευτικές συνομιλίες—να παρακαθίσουν σε συνομιλίες για να βρουν μια λύση. Αντίθετα, πριμοδοτούν συνεχώς τον πόλεμο, χωρίς να επιδιώκουν λύση και ειρήνη στον κόσμο.

Ερ.: Τι θα θέλατε να πείτε σε όσους, με τόσο μίσος, καταφέρονται ενάντια στο έργο σας;
Γ. Γ.: Κοιτάξτε: εγώ δεν έχω στόχο να θίξω τα πιστεύω ή τη θρησκεία. Αντίθετα, μέσα από τη δουλειά μου θίγω τη διαφθορά, τη σήψη που επικρατεί στην κοινωνία μας, και την υποκρισία αυτών που αποκαλούνται Χριστιανοί, ενώ η ρητορική τους και οι πράξεις τους είναι ακριβώς το αντίθετο από αυτά που διδάσκει ο Χριστός. Δηλαδή δεν προσφέρουν αγάπη και αλληλεγγύη στον συνάνθρωπό τους. Αντίθετα, βλέπουμε να βγάζουν κακία, να βγάζουν τη χολή τους, όπως λέμε—πράγματα αντίθετα με τα διδάγματα της χριστιανικής πίστης.
Κι εγώ, χωρίς να είμαι θρησκευόμενος, περάσαμε όλοι από τα σχολεία, διδαχτήκαμε αρκετά πράγματα για τη χριστιανική πίστη. Και εκείνο που διδαχτήκαμε είναι η αγάπη και η αλληλεγγύη σε όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από το χρώμα του δέρματός τους, από την οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκονται, και ούτω καθεξής. Κι εγώ αυτό το αναδεικνύω μέσα από τα έργα μου. Μια από τις θεματικές μου είναι ακριβώς αυτή: η υποκρισία που υπάρχει μέσα στην κοινωνία μας.
Βλέπουμε, για παράδειγμα, τους ακροδεξιούς στην Κύπρο –όπως το ΕΛΑΜ- να βγάζουν τόσο μίσος και τόση χολή ενάντια στους πρόσφυγες, στους μετανάστες, που οτιδήποτε άλλο από χριστιανικό δεν είναι. Το ίδιο και η στάση τους όσον αφορά τη γενοκτονία στην Παλαιστίνη. Πώς είναι δυνατόν ένας Χριστιανός να αποδέχεται μια γενοκτονία –δίπλα μας μάλιστα- να σκοτώνονται τόσες χιλιάδες μωρά, γυναίκες, άνθρωποι, να καταστρέφονται, να μην αφήνουν σπίτι όρθιο; Και να το αποδεχόμαστε, και να λέμε ότι είμαστε Χριστιανοί, ότι «για το συμφέρον της πατρίδας μας πρέπει να αποδεχτούμε τη γενοκτονία».
Και αυτές τις μέρες, μάλιστα, τον Πρόεδρό μας να επισκέπτεται το Ισραήλ και να μιλούν για συμφωνίες οικονομικές –και στρατιωτικές ακόμη- και ούτω καθεξής. Είναι πράγματα απερίγραπτα αυτά που γίνονται. Εμένα προσωπικά με αναστατώνουν και θέλω να τα βγάλω: τους προβληματισμούς μου και όλο αυτό που συμβαίνει, να το θίξω μέσα από τα έργα μου.
Ερ.: Μιας και όλο αυτό συμβαίνει εν μέσω μιας γενοκτονίας, θα θέλατε να μας πείτε αν –και σε ποιον βαθμό- το πρωτόγνωρο κίνημα αλληλεγγύης προς την Παλαιστίνη έχει αγγίξει τους/τις καλλιτέχνες στην Κύπρο, τόσο στη βόρεια όσο και στη νότια πλευρά του νησιού;
Γ. Γ.: Μπορεί να μη βλέπεις το αναμενόμενο που θα προσδοκούσαμε να βλέπαμε. Φυσικά, είναι ένα θέμα που απασχολεί τον κάθε καλλιτέχνη προσωπικά. Αλλά οπωσδήποτε, εγώ θα ήθελα να έβλεπα μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση των καλλιτεχνών—και για αυτά που συμβαίνουν στην Παλαιστίνη, στη Γάζα συγκεκριμένα, και για αυτά όλα που συμβαίνουν και στην Ευρώπη.
Δηλαδή, να μην κλείνουμε τα μάτια μας σε αυτό που συμβαίνει γύρω μας, στην κοινωνία μέσα στην οποία ζούμε, και να ασχολούμαστε με οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό που συμβαίνει τώρα στον κόσμο. Πιστεύω ότι είναι ένα πλην αυτό, για τους καλλιτέχνες.
Ερ.: Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σας, καλλιτεχνικά και αλλιώς; Και όλο αυτό που ζήσατε—οι πιέσεις, οι απειλές, οι απόπειρες φίμωσης—πώς το διαχειρίζεστε; Σας πείσμωσε ή σας φόβισε; Θεωρείτε ότι τελικά κατάφεραν να σας φιμώσουν;
Γ. Γ.: Αναλογιζόμενος και το τι συνέβη το 2020–21, αντίθετα: μετά τα γεγονότα τότε –που πάλι προσπάθησαν να μου επιβάλουν λογοκρισία στον τρόπο που εκφράζομαι- πέτυχαν το αντίθετο. Σταμάτησα κάποιες άλλες σειρές και έργα που έκανα και στράφηκα περισσότερο σε αυτή την τέχνη: την ακτιβιστική τέχνη, την τέχνη που αφυπνίζει τον κόσμο, που ενοχλεί την άρχουσα τάξη.
Μέσα από αυτή τη μορφή τέχνης, που δημιουργώ τώρα, θα συνεχίσω ακόμη περισσότερο και πιο πεισματικά. Διότι αυτά τα γεγονότα –η λογοκρισία, οι απειλές, οι εκφοβισμοί- για εμάς, για να ξεφύγουμε από αυτή την κατάσταση, ένας τρόπος είναι και η δημιουργικότητά μας, η τέχνη μας.
Και η τέχνη, ακριβώς, αντικατοπτρίζει αυτή την αναστάτωση—αυτά όλα που μας προκαλούν οι ακροδεξιοί, η Εκκλησία, το κατεστημένο. Μας οδηγούν προς αυτή την κατεύθυνση. Και πιστεύω ότι η επόμενη δουλειά θα είναι ακόμη πιο έντονη από ό,τι στο παρελθόν.
Ερ.: Σας ευχαριστούμε πολύ, κύριε Γαβριήλ. Ανυπομονούμε να τη δούμε.

