
Με αφορμή το αστυνομικό μυθιστόρημα «Ρόζα» του Jonathan Rabb
που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις «ΠΟΛΙΣ»
«Τα πάντα εκτός από την αλήθεια, είναι η μόνη που δεν πουλάει»
(Μπόρις Βιαν)
Γράφει ο Χάρης Παπαδόπουλος
Το μυθιστόρημα που έδωσε αφορμή για αυτό εδώ το σημείωμα είναι ιδιαίτερα καλογραμμένο και η έκδοσή του στα ελληνικά έχει γίνει με ξεχωριστή επιμέλεια.
Το θέμα του είναι τυπικά αστυνομικό: Ένα μυστήριο πρέπει να λυθεί, το ποιος οργάνωσε τη δολοφονία της Ρόζα Λούξεμπουργκ τον Γενάρη του 1919 στο ταραγμένο Βερολίνο. Υπάρχει ένας αστυνομικός επιθεωρητής, ο Νικολάϊ Χόφνερ, κύριος ήρωας του βιβλίου και ολότελα φανταστικό πρόσωπο, ο οποίος αναλαμβάνει να διαλευκάνει την πολιτική δολοφονία.
Το ξετύλιγμα του κουβαριού
Όμως πώς μπορεί να γίνει αστυνομική έρευνα σε έναν φόνο όπου οι αυτουργοί του ήταν γνωστοί από την πρώτη στιγμή και παρέμειναν εσαεί ατιμώρητοι; Πώς θα μπορούσε ένα τέτοιο θέμα να μην εξελιχθεί σε καταγγελία της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης της Γερμανίας που όπλισε και καθοδήγησε τα Freikorps, τα «Ελεύθερα Σώματα», δηλαδή τις βαριά οπλισμένες συμμορίες της Άκρας Δεξιάς, να μπουν στο Βερολίνο και να κατασφάξουν την ηγεσία του «Σπάρτακου», της βασικής οργάνωσης της Επαναστατικής Αριστεράς στη Γερμανία, και την ίδια την ηγέτιδά του την Ρόζα Λούξεμπουργκ;

Ο συγγραφέας δοκιμάζει να αποφύγει αυτές τις δυσκολίες με ένα πιπεράτο εύρημα: Έτσι, στο Βερολίνο της πολιτικής αναταραχής, των διαδηλώσεων και των φονικών οδομαχιών, ο Jonathan Rabb επιλέγει να τοποθετήσει και μια σειρά τελετουργικούς φόνους γυναικών. Τα πτώματά τους έχουν χαραγμένα στις πλάτες τους μια σειρά περίτεχνα σχέδια, σαν κομμάτια ενός εντελώς πολυσύνθετου πάζλ. Και μία από αυτές τις γυναίκες-θύματα του άγνωστου μακελλάρη είναι και η ίδια η Ρόζα Λούξεμπουργκ!
Στην πραγματική ιστορία -αλλά και στην υπόθεση του βιβλίου- η Ρόζα δολοφονείται από τα Freikorps το βράδυ της 15ης Γενάρη 1919 και το πτώμα της πετιέται αμέσως σε ένα κανάλι. Παρόλα αυτά, όταν το πτώμα ανασύρεται, μέρες μετά, έχει πάνω του παρόμοια χαραγμένα σημάδια όπως τα άλλα θύματα. Έτσι, ο επιθεωρητής της Αστυνομίας αναλαμβάνει δράση.
Με αυτό το εύρημα ο συγγραφέας ξεκινά να μας ταξιδέψει επί 560 σελίδες στο Βερολίνο της Ρόζας και του «Σπάρτακου», αλλά και των Freikorps και του λυσσαλέου αντικομμουνισμού. Είναι το Βερολίνο που φιλοξενεί απίστευτα φωτεινά πνεύματα τα οποία θα συναναστραφεί, για τις ανάγκες της υπόθεσης, ο επιθεωρητής Χόφνερ. Ανάμεσά τους τον Άλμπερτ Αϊνστάϊν και τη ζωγράφο και χαράκτρια Κάτε Κόλβιτς. Όμως ταυτόχρονα είναι και το Βερολίνο όπου νέα κορίτσια εκπορνεύονται για ένα φλιτζάνι ζεστή σοκολάτα, ενώ πάρα πολλές οικογένειες της εργατικής τάξης προσπαθούν να επιβιώσουν έχοντας συνεχώς μπροστά τους το δίλημμα: να φάνε ή να πληρώσουν το νοίκι;
Ο Jonathn Rabb καταφέρνει να μη χάσει τον δρόμο του στην αναπαράσταση της εποχής την οποία θίγει, καθώς και την πινακοθήκη των πραγματικών και φανταστικών προσώπων που επιχειρεί να ζωντανέψει. Ο αναγνώστης και η αναγνώστρια θα αισθανθούν πως βρίσκονται πραγματικά στη Γερμανία του 1919 και πως μπόρεσαν να γίνουν αυτόπτες μάρτυρες σε συναρπαστικές ιστορικές στιγμές.
Άνθρακες ο θησαυρός
Όμως παρά τις αναμφισβήτητες αρετές του, το μυθιστόρημα καταρρέει ακριβώς τη στιγμή που θα έπρεπε να απογειωθεί και η λύση του είναι τόσο ανιαρή και προβλέψιμη όσο έδειχνε από τις πρώτες ήδη σελίδες: Τη δολοφονία της Ρόζας, σύμφωνα τον κύριο Jonathan Rabb, την οργάνωσε η ακροδεξιά σε συνεργασία με το «βαθύ κράτος», χρόνια πριν καταρρεύσει το μέτωπο και συνθηκολογήσει η Γερμανία. Το σχέδιο δολοφονίας της ήταν εξαιρετικά λεπτολόγο και πολύπλοκο, σε αναλογία με τα σχέδια στις πλάτες των δολοφονημένων γυναικών. Αλλά και σε απόλυτη αντίθεση με την περιορισμένη ευφυΐα και την απεριόριστη στενοκεφαλιά όλων των ακροδεξιών «εγκεφάλων» της συνομωσίας που παρελαύνουν από τις σελίδες του βιβλίου.

Ο Rabb στήνει μια απέραντη σκαλωσιά για να στεγάσει ένα ψόφιο ποντίκι. Το μέτρο χάνεται ολοκληρωτικά για να υποστηριχτεί η άποψη πως η Σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Γερμανίας δεν είχε καμία απολύτως ευθύνη για τη σφαγή των Σπαρτακιστών και τη δολοφονία της Ρόζας. Ο συγγραφέας δεν αρκείται να βάζει τον αστυνομικό ήρωά του να μονολογεί διαρκώς για το πόσο χρειάζονται οι σοσιαλδημοκράτες στην εξουσία για να γαληνέψουν τα πάθη στη χώρα. Δυστυχώς, επιχειρεί να αλλοιώσει και τους πραγματικούς ήρωες της Αριστεράς, βάζοντας στις σελίδες του τον ηγέτη του Σπάρτακου Λέο Γιόγκισες να ομολογεί στον επιθεωρητή Χόφνερ -μπροστά στα εργατικά στελέχη του Βερολίνου που καθοδηγεί!- πως «Πέρασε οριστικά η εποχή των επαναστάσεων»!
Όμως «η Επανάσταση είναι η πατρίδα μας στο χρόνο» έγραφε ο Τρότσκι και αυτό είναι ταυτοτικό στοιχείο για κάθε κομμουνιστή και κομμουνίστρια. Πόσο μάλλον για ανθρώπους του επιπέδου και της κομματικής αφοσίωσης του Λέο Γιόγκισες.
Τι πραγματικά συνέβη
Το 1919 η κυβέρνηση της Γερμανίας ελεγχόταν από τους σοσιαλδημοκράτες. Ταυτόχρονα, η συντριπτική πλειοψηφία της εργατικής τάξης της χώρας, οργανωμένη στα συμβούλια εργατών και στρατιωτών, εμπιστευόταν απόλυτα την κυβέρνηση. Και κάτι παραπάνω: Η γερμανική εργατική τάξη ήταν εκείνη τη στιγμή η μοναδική ένοπλη τάξη στη χώρα. Οι στρατιωτικές μονάδες κατέρρεαν με ταχείς ρυθμούς, ως αποτέλεσμα της επανάστασης που γκρέμισε τον Κάϊζερ τον Νοέμβρη του 1918.
Και ενώ η εργατική τάξη σε τεράστιους αριθμούς εμπιστευόταν τους σοσιαλδημοκράτες, η κυβέρνηση δεν είχε καμία απολύτως διάθεση να στηριχτεί στα συμβούλια εργατών και στρατιωτών. Το SPD επιχείρησε να ξεφορτωθεί πρώτα την επαναστατική Αριστερά. Και χρησιμοποίησε για τον σκοπό αυτό κυρίως τις πιο αντιδραστικές στρατιωτικές μονάδες, τα περίφημα Freikorps («ελεύθερα σώματα»), που τα αποτελούσαν στρατιωτικοί αποφασισμένοι για κάθε έγκλημα προκειμένου να πολεμήσουν τον κομμουνισμό. Ορισμένες μονάδες Freikorps θα χρησιμοποιήσουν για πρώτη φορά ως σύμβολο τον αγκυλωτό σταυρό. Αρκετοί από τα μέλη τους θα στελεχώσουν αργότερα το κόμμα του Χίτλερ.

Ο «Σπάρτακος» ήταν η κυριότερη επαναστατική οργάνωση, με ηγέτες τη Ρόζα Λούξεμπουργκ και τον Καρλ Λήμπκνεχτ. Ιδρύθηκε μέσα στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο, από εκείνα τα στελέχη της σοσιαλδημοκρατίας που αρνιόντουσαν τη συμμετοχή στην «εθνική προσπάθεια» της Γερμανίας και προπαγάνδιζαν με πάθος ενάντια στον πόλεμο. Σύνθημά τους: «ο εχθρός είναι στην ίδια μας τη χώρα». Όλη η ηγεσία του Σπάρτακου βρέθηκε γρήγορα στη φυλακή. Απελευθερώθηκε από τους επαναστατημένους εργάτες και στρατιώτες τον Νοέμβρη 1918 με την κατάρρευση της μοναρχίας.
Ο Σπάρτακος και άλλες ομάδες ίδρυσαν το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας στις αρχές Γενάρη 1919. Το κόμμα αποτελούσε ανερχόμενη δύναμη, ιδιαίτερα μέσα στην εργατική τάξη του Βερολίνου και της Βρέμης. Αλλά είχε πολλή δουλειά ακόμη, έστω και για να αποκτήσει τοπικές οργανώσεις σε σημαντικές πόλεις.
Στο Βερολίνο διοικητής της Αστυνομίας είχε αναλάβει ένας αριστερός εργάτης, ο Άϊχορν, διορισμένος από τα εργατικά συμβούλια της πόλης. Ο Άϊχορν δεν ήταν Σπαρτακιστής, αλλά έδιωξε τη μισή αστυνομική δύναμη και προσέλαβε εργάτες στη θέση τους. Η βερολινέζικη αστυνομία επί δύο μήνες στήριζε κάθε εργατική κινητοποίηση και τσάκιζε τις προκλήσεις της ακροδεξιάς.
Η κυβέρνηση του SPD απαίτησε την παραίτηση του Άιχορν. Στη θέση του διόρισε τον Ερνστ. Ο κύριος αυτός, έναν μόλις χρόνο μετά, θα στηρίξει με πάθος το πραξικόπημα Καπ της άκρας Δεξιάς ενάντια στους Σοσιαλδημοκράτες.

Ο Άϊχορν απάντησε πως τα εργατικά συμβούλια τον διόρισαν και μόνο αυτά μπορούν να τον καθαιρέσουν. Αυτό το αδιέξοδο η κυβέρνηση μπορούσε να το λύσει εύκολα: Κερδίζοντας μια απόφαση καθαίρεσης που, ακόμη και στο Βερολίνο, μπορούσε πολύ εύκολα να την πετύχει από τα εργατικά συμβούλια.
Αλλά η κυβέρνηση έψαχνε ευκαιρία να κόψει το κεφάλι των επαναστατών. Κάλεσε στο Βερολίνο όλες τις διαθέσιμες μονάδες των Freikorps, εξοπλισμένες με τανκς και φλογοβόλα. Στις ενθουσιώδεις διαδηλώσεις και καταλήψεις κτιρίων υπέρ του Άιχορν θα επιτεθεί με λύσσα το κατακάθι της ακροδεξιάς και του μιλιταρισμού. Στις ολιγοήμερες μάχες του Βερολίνου, 150 Σπαρτακιστές θα πέσουν νεκροί. Η υποτιθέμενη «εξέγερση του Σπάρτακου» ήταν μεθοδευμένη προβοκάτσια.
Ποιος οργάνωσε τη δολοφονία της Ρόζας;
Στην πραγματικότητα το SPD ενορχήστρωσε τη δολοφονία. Στο Βερολίνο και όλη τη Γερμανία κυκλοφορούσαν τον Δεκέμβρη και τον Γενάρη άπειρες προκηρύξεις που ζητούσαν τα κεφάλια της Ρόζας και του Καρλ. Οι εφημερίδες του SPD ήταν πρωταγωνιστές του αντικομμουνιστικού παραληρήματος, μαζί με όλη την καλή κοινωνία του Βερολίνου. Λίγο πριν από τη δολοφονία η κεντρική εφημερίδα του SPD η Φορβέρτς θα δημοσιεύσει ένα ποίημα που θα ζητά να προστεθούν στον κατάλογο των νεκρών εργατών και οι δύο κομμουνιστές ηγέτες.
Όσο για την επομένη της δολοφονίας, στις 16 Γενάρη, πάλι η Φορβέρτς είναι η πρώτη που θα αναγγείλει την είδηση γράφοντας πως ο Λήμπκνεχτ εκτελέστηκε ενώ προσπαθούσε να δραπετεύσει, ενώ η Ρόζα δήθεν λυντσαρίστηκε από τα πλήθη.
Οι πραγματικές λεπτομέρειες της δολοφονίας θα αποκαλυφθούν τις επόμενες μέρες στην εφημερίδα του Κομμουνιστικού Κόμματος. Οι δολοφόνοι του Καρλ δεν θα διωχτούν ποτέ. Από τους δολοφόνους της Ρόζας θα καταδικαστεί μόνο ο λοχαγός που πέταξε το πτώμα της σε ένα κανάλι σε τετράμηνη φυλάκιση για «εγκατάλειψη πτώματος». Επίσης, ο στρατιώτης που άνοιξε πρώτος το κρανίο της με τον υποκόπανο θα δικαστεί σε δίχρονη φυλάκιση για «απόπειρα ανθρωποκτονίας». Θα διαφύγει, όμως, με κρατική μέριμνα στην Ολλανδία.
Ο λοχαγός Παμπστ που οργάνωσε τις δύο δολοφονίες και οι υπόλοιποι συνεργάτες του δεν ενοχλήθηκαν ποτέ, ούτε για τους τύπους.
Ο πολιτικός προϊστάμενος του Παμπστ, ο σοσιαλδημοκράτης υπουργός Ασφαλείας Νόσκε, καμάρωνε να περιγράφει τον εαυτό του εκείνες τις ημέρες ως «το κυνηγόσκυλο» που αντιμετώπισε την επανάσταση. Ενώ ο Έμπερτ, ο ηγέτης του κόμματος, δήλωνε λίγους μήνες πριν: «Η επανάσταση είναι αναπόφευκτη! Όμως, δεν πρόκειται να την αφήσω να συμβεί! Τη μισώ σαν αμαρτία!».
Αυτοί οι άνθρωποι προσκάλεσαν τους εκτελεστές στο Βερολίνο, τους καθοδήγησαν και μετά φρόντισαν επιμελώς για την ατιμωρησία τους.

Γιατί τόσος κόπος για να ξαναγραφτεί η ιστορία της δολοφονίας της Ρόζας;
Ο ισχυρισμός πως για τη δολοφονία της Ρόζας Λούξεμπουργκ (και του Καρλ Λήμπκνεχτ) ευθύνονται μονάχα κάποιοι ακροδεξιοί που εκμεταλλεύτηκαν τη γενική αναμπουμπούλα, ενώ καμιά απολύτως εμπλοκή δεν είχε το SPD, είναι εξαιρετικά εξυπηρετικός. Ανοίγει διάπλατα τον δρόμο στη θεωρία πως τον φασισμό και την ακροδεξιά μπορεί να τους σταματήσει ένα «δημοκρατικό τόξο» που να περιλαμβάνει τους πάντες εκτός από τους ανοιχτά φασίστες. Πως τάχα μπορείς να παλέψεις τον φασισμό χωρίς να χρειαστεί να μετακινηθείς ρούπι από το έδαφος της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Και πως μάλιστα, όταν αυτός ο βολικός κανόνας παραβιάζεται, όταν η πάλη των ταπεινών αμφισβητεί το σύστημα, τότε λαμβάνουν χώρα τραγωδίες. Όπως η συντριβή της λεγόμενης «εξέγερσης του Σπάρτακου» στο Βερολίνο το 1919. Και η φρικτή δολοφονία των ηγετών του, της Ρόζας και του Καρλ.

Και, δυστυχώς, η «Ρόζα» του Jonathan Rabb είναι ένα όχι κακογραμμένο βιβλίο, που όμως βρίσκεται απόλυτα στρατευμένο στο πλευρό του βολικού μύθου και όχι στην υπεράσπιση της ιστορικής πραγματικότητας.