Μια μαρτυρία πολέμου και ένα παιδικό τετράδιο – Με αφορμή τον βομβαρδισμό της Θεσσαλονίκης την 1η Νοέμβρη 1940

*Ο πρώτος βομβαρδισμός της Θεσσαλονίκης πραγματοποιείται την 1η Νοέμβρη 1940 από τα αεροπλάνα του Μουσολίνι.

Γράφει η Αίγλη Μπρούσκου

Καθώς ξημερώνει με το καλό η 1η Νοεμβρίου, λέω να ανεβάσω και πάλι εκείνη την ιστοριούλα με τους βομβαρδισμούς της Θεσσαλονίκης, γραμμένης την Κυριακή 12 Μαρτίου του ’17, και μετά δημοσιευμένης στη «Λεχώνα και τη χελώνα». Βουαλά:

[Βλέπω εδω πέρα τις ειδικούς: δεν ρωτούν βέβαια στα ίσα τα παιδάκια για τους βομβαρδισμούς που γκρέμισαν τη ζωή τους. Τους δίνουν χαρτί και μπογιές κι ελπίζουν να μαζέψουν ζωγραφιές με μαύρες και κόκκινες εκρήξεις και μπαμ-μπουμ στη γλώσσα του καθενός, για να διαγνώσουν το περίφημο μετατραυματικό στρες και κάτι να το κάνουν. Art therapy και τέτοιες μανούβρες.]

Ομολογουμένως με ολίγη καθυστέρηση, ψάχνω κι εγώ να βρω πώς θα ήταν οι βομβαρδισμοί της Θεσσαλονίκης για τα τότε πιτσιρίκια, ξεφυλλίζοντας με τον προσήκοντα σεβασμό ένα τετραδιάκι της πρώτης τάξης του δημοτικού του μαθητή Αχιλλέα, ετών 6, που ξεκινάει να γράφει την πρώτη Οκτωβρίου του 1940. Τετραδιάκι πράσινο, φτενό, 20 σελίδων, κομμένο στη μέση για να φτουρίσει. Το παιδί που μόλις έχει μάθει να γράφει, καταπιάνεται κάθε μέρα, με το μέγα πρόβλημα της μέχρι τότε ζωούλας του, χωρίς να υποψιάζεται τι έρχεται σε λίγες μέρες.

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 1940
Αν η Έλσα δεν με δείρη, θα την χαρίσω ένα δώρο

Η Έλσα είναι η αδελφή του. Ένα χρόνο μικρότερη. Ένα τέρας αταξίας, μαγκιάς και θράσους. Τον αγαπάει, αλλά τον παιδεύει. Τον έχει ήδη κρεμάσει δυο φορές από το κουρτινόξυλο, όπως ο Τομ Μιξ τον κακό Ινδιάνο, και την έχει γλυτώσει το παιδί, γιατί γκρεμίστηκε όλο το σύστημα. Δεν τη μαρτυράει, τρώει ξύλο για χάρη της, σαν πιο μεγάλος.

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 1940
Το μεσημέρι η Έλσα με έδειρε. Την πήρα την πιτζάμα της. Έπρεπε να με δείρη;

Σωστή ερώτηση, χωρίς απάντηση. Ο ίδιος είναι ένας άγγελος. Γλυκό, ήμερο παιδί. Γυαλάκιας με πλατυποδία, και λίγη φυματίωση που του κόλλησε ο παππούς του. Εξαιρετικός πιανίστας. Και το πάει για συγγραφέας με τέτοιο καημό.

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 1940
Η Έλσα με έδειρε πολύ. Εγώ την γαργαλούσα.

Τη Δευτέρα το μεσημέρι, η δασκάλα θα πρέπει να ειδοποίησε τη μητέρα που κοιμόταν ύπνον βαθύ: «κυρία μου λίγο τα παιδιά σας να κοιτάξετε». Έτσι τις επόμενες μέρες, το μοτίβο αλλάζει θεαματικά. Και το παιδί αρχίζει με αυτοπεποίθηση πλέον να υπογράφει τις εκθέσεις του.

Τρίτη 8 Οκτωβρίου 1940
Σήμερα είμασταν καλά παιδιά. Αχιλλεύς

Και Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 1940
Η Έλσα ζωγραφίζει και εγώ γράφω. Αχιλλεύς

Και όντως, βγήκαν και φωτογραφία εκείνη τη μέρα, για να θυμούνται το αξιοσημείωτο γεγονός.

Έτσι τα καλά παιδιά έχουν να ελπίζουν μια μέρα στην Έκθεση.

Σάββατο 12 Οκτωβρίου 1940
Αύριο η μανούλα θα πη στον μπαμπά. Μια φορά που θα τελειώση η Έκθεσις ας τα πάμε τα παιδιά. Αχιλλεύς

Εννοεί να αρχίση η Έκθεσις, αλλά σε κάθε περίπτωση, το σχέδιο πετυχαίνει.

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 1940
Χθες πήγαμε στην Έκθεσι, και ανεβήκαμε στα παιχνίδια. Αχιλλεύς

Κατά τις επόμενες μέρες, και με εξαίρεση την Τρίτη 23 που δεν πήγε σχολείο, γιατί είχε ευκοιλιότητα (δύσκολη λέξη, αλλά ο πάσχων την έγραψε σωστά), ο Αχιλλεύς ζωγράφισε την τελετή του Αγίου Δημητρίου, και αντέγραψε τα κατάλληλα ποιηματάκια στο τετράδιό του («σκόλη σήμερα. Τα παιδιά πάνε στην εξοχή με τον παππού», «ο Μίμης χτίζει σπιτάκι. Το χτίζει για την κούκλα της Λόλας…»). Δεν υποψιάζεται ο αθώος ότι αυτό το σπιτάκι, η κούκλα, η Λόλα, ο Μίμης και η λοιπή πόλη κινδυνεύουν άμεσα να γκρεμιστούν.

Ευτυχώς στο δικό του σπίτι, ο πατέρας, βετεράνος του πρώτου πολέμου, υποψιάζεται τι τους περιμένει. Όπως τόσοι άλλοι Θεσσαλονικιοί εκείνες τις μέρες, έχει βάλει και του σκάβουν καταφύγιο κάτω από το σπίτι. Εργάτες πηγαινοέρχονται εδώ και ένα μήνα. Ίσα-ίσα που προλαβαίνουν να παραδώσουν ένα ευρύχωρο καταφύγιο, με κολώνες από μπετόν και τούβλινη επένδυση, με είσοδο μέσα στο σπίτι και έξοδο στον κήπο. Πάγκοι χτισμένοι, αποχωρητήριο, λάμπες πετρελαίου, εφόδια. (Έπαιζα κρυφτό εκεί μέσα μέχρι τα έξι μου που γκρεμίσαμε το σπίτι).

Στο μεταξύ η Έλσα έχει εξαφανιστεί από τις καθημερινές αναφορές για λόγο σοβαρό. Την Τετάρτη 16, όπως και κάθε Τετάρτη που ερχόντουσαν οι πλύστρες και έκαναν την μπουγάδα της βδομάδας, η Έλσα κατέβαινε στο πλυσταριό και έκανε πατινάζ στις σαπουνάδες. Εκείνη τη φορά όμως, η γλύστρα την οδήγησε κατευθείαν μέσα στο καζάνι με την καυτή κόλλα, όπου κολλάρισαν τα σεντόνια. «Κάηκε ο πισινός μου τόσο πολύ, που με είχαν δεμένη μπρούμυτα στο καναπεδάκι της μαμάς μου» θυμάται.

Όσο το έγκαυμα της μικρής υποχωρεί, κι όσο πλησιάζει η αποφράδα ημέρα, η δασκάλα του Αχιλλέα, που πρέπει να ήταν σαϊνι μοναχό, υπαγόρευσε το:

«Μπαμ, μπουμ…. Ο Μπάμπης, ο Τάκης του κυρ Μπέμπα, η Ισμήνη του Μπούρη, ο Γιώργος του Σγουρού και άλλα παιδιά παίζουν πόλεμο».

Οπωσδήποτε. Ακολουθούν σελίδες προσεκτικά επιλεγμένης ποίησης: «Καβαλάρης εγώ, εν δυο και στην Πόλη θα μπω εν δυο…» και το «Ντον, νταν, σηκωθήτε παιδιά, εσάς κράζουν οι καμπάνες…«. Αμάν κορίτσι μου.

Την 28η, ο Αχιλλεύς πέρασε sous silence την κήρυξη του πολέμου. Ο πρώτος βομβαρδισμός της Θεσσαλονίκης έγινε την 1η Νοεμβρίου το μεσημέρι. Η αδελφή του Έλσα που την έχω μαμά και πρόχειρη στο τηλέφωνο θυμάται:

«Εκείνο το πρωί ήταν πολύ ήσυχα. Περίεργα ήσυχα. Η γιαγιά μου έφτιαχνε γλυκό του κουταλιού στην κουζίνα, και όλο το σπίτι μύριζε αρμπαρόριζα και ζάχαρη. Έκανε χρόνια να μυρίσει ξανά έτσι. Περιμέναμε να έρθει η δασκάλα του πιάνου, η μαμά σκέφτηκε πως ίσως έτσι να ησυχάζαμε λίγο. Εγώ είχα χωθεί το καμαράκι της κουζίνας και είχα βάλει τα χέρια μου στην παγωνιέρα να γίνουν μπλε να μην μπορώ να παίξω. Έτσι έκανα κάθε που είχαμε μάθημα, για να μην με μαλώνουν που δεν είχα διαβάσει. Ο Αχιλλέας έπαιζε πιάνο. Όταν ακούστηκαν οι σειρήνες, δεν ξέραμε ακόμη τι είναι αυτό το πράγμα.

Άσε που ακούστηκαν πολύ αργά, γιατί σχεδόν μαζί ακούστηκε και η πρώτη βόμβα πέρα μακριά από το λιμάνι. Θυμάμαι γύρισα το κεφάλι μου ξαφνιασμένη και είδα το κλειδί της πόρτας δίπλα μου να εκτοξεύεται από την κλειδαριά του από το μπαμ. Χρόνια έβλεπα μπροστά μου κλειδιά να πετάνε. Ακούστηκαν φωνές, ‘τα παιδιά γρήγορα, όλοι, στο καταφύγιο’. Ο παππούς μου μάλωνε με τη γιαγιά μου που δεν έλεγε με τίποτα να αφήσει τις κατσαρόλες της γιατί εκείνη την ώρα έδενε το γλυκό. Δεν γινόταν να την κουβαλήσει όπως απειλούσε, ήταν εκατόν πενήντα κιλά η γιαγιά μου. Την αφήσαμε και κατεβήκαμε.

Στις σκάλες μου λέει ο μπαμπάς μου, σαν τώρα το θυμάμαι: «Μπουμπούκι μου, γιατί είναι παγωμένα τα χέρια σου; Μην φοβάσαι, ο μπαμπάς είναι εδώ». Νόμιζε ο καημένος πως είχα παγώσει από τον φόβο. Ακούγαμε τις βόμβες να πέφτουν, τις εκρήξεις, τα τζάμια να σπάνε. Σε λίγο κατέφθασε και η γιαγιά ασθμαίνουσα, κατακαμμένη, πασαλειμμένη πατόκορφα με σιρόπια. Της είχαν τιναχτεί οι κατσαρόλες στα μούτρα. «Τι σας έλεγα, κυρία Έλζα;» Τι να σου πω, εδώ γκρεμιζόταν η πόλη όλη, κι ο πληθυντικός πληθυντικός … Έσβησαν τα φώτα και μείναμε για λίγο στο σκοτάδι μέχρι να βρεθούν τα σπίρτα κι οι λάμπες. Ο Αχιλλέας καθόταν σε μια άκρη και δεν έλεγε κουβέντα. Είχε φέρει μαζί του το τετραδιάκι του κι έκανε πως γράφει το καλό παιδί. Τον είδα να σκουπίζει κρυφά τα μάτια του. Έκλαιγε».

Εγώ τώρα που μπορώ να δω τι έγραφε στο τετράδιό του το καλό παιδί Αχιλλεύς εκείνη τη στιγμή, το μεσημέρι της 1ης Νοεμβρίου του 1940 στη Θεσσαλονίκη, το μεταφέρω:

Φεγγαράκι σιγανό, πλέει μες τον ουρανό σα σκαφίδι φωτινό.
Σαν κανδήλι κάθε βράδυ, δίχως άναμμα και λάδι, φέγγει μέσα στο σκοτάδι
.

Τα γράμματά του είναι για πρώτη φορά τρεμάμενα, οι λέξεις κολλημένες η μια στην άλλη. Η γραμμούλα ανάμεσα στις στροφές, θεόστραβη. Στην επόμενη και τελευταία σελίδα, που είναι και το πράσινο εξώφυλλο, έγραψε και υπογράμμισε:
τέλος’.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s