«ΣΠΑΤΑΛΗΣΑΝ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΠΟΥ ΤΟΥΣ ΣΠΑΤΑΛΑ»*

(* Ουίλιαμ Σαίξπηρ)

Ένα σχόλιο για την Αριστερά και τη διανόηση τη δεκαετία του 1980 στην Ιταλία και την Ευρώπη, με αφορμή την κινηματογραφική προβολή της ταινίας «Η ταράτσα» του Ετόρε Σκόλα από τη Λέσχη Εργαζομένων της ΕΡΤ 3

Γράφει ο Χάρης Παπαδόπουλος

Ο Ετόρε Σκόλα παρουσιάζει, στη σπονδυλωτή ταινία του, μια παρέα φίλων της μέσης ηλικίας. Πρόκειται για διανοούμενους του χώρου του πολιτισμού που ανήκουν στο ευρύ περιβάλλον της Αριστεράς ή και είναι οργανωμένοι σ’ αυτήν, στην Ιταλία του 1980. Όλοι τους συναντώνται στο αίθριο ενός σπιτιού της αστικής τάξης, ως καλεσμένοι της οικοδέσποινας, για μια χαλαρή βραδιά με μπουφέ και ποτό. Από εκείνη τη συνάντηση στο αίθριο, ο σκηνοθέτης παρακολουθεί για λίγο τις ζωές τους, σε πέντε επεισόδια.

Το κοινό χαρακτηριστικό των ηρώων και των πέντε ιστοριών της ταινίας είναι οι καθηλωμένες ζωές τους. Οι περισσότεροι, παρόλο που υποτίθεται πως εργάζονται, απλώς αφήνουν τον χρόνο να περνά, χωρίς να κάνουν τίποτα το παραγωγικό. Δεν εξελίσσονται, δεν δρουν, δεν καταφέρνουν να ορίσουν και να αλλάξουν τις ζωές τους. Ένας συγγραφέας που δεν καταφέρνει πια να γράψει λέξη, ένας συντάκτης εφημερίδας που γράφει το ίδιο ουσιαστικά άρθρο εκατοντάδες φορές επί αρκετά χρόνια, ένας σύμβουλος της κρατικής τηλεόρασης που κανείς δεν δίνει σημασία στα υπομνήματα και στις προτάσεις του.

Ακόμη και ο Μάριο, ο βουλευτής του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, ο νευρωτικά εργασιομανής της ταινίας, δεν καταφέρνει να ξεφύγει από αυτό το μοτίβο. Ο Μάριο, που γράφει απανωτά κείμενα προς την ηγεσία του Κόμματος επιχειρώντας να διευκρινίσει τα αίτια της κακοδαιμονίας της Αριστεράς, μοιάζει με χάμστερ που τρέχει δαιμονισμένα μέσα στον τροχό του. Τα γράμματά του δεν διαβάζονται από κανέναν: Όσο πιο πολύ γράφει, τόσο πιο γενικόλογος, αφηρημένος και απεραντολόγος γίνεται.

Όλοι οι ήρωες της ταινίας, παρά την εκφραστικότητα, τη ζωντάνια και το ταπεραμέντο τους, μοιάζουν με περιφερόμενες σκιές. Είτε παθιάζονται είτε παραιτούνται, όλοι οι πρωταγωνιστές του έργου φαίνονται να φωνάζουν πως δεν είναι ούτε στο ελάχιστο ευτυχισμένοι με τις ζωές τους.  Ο σκηνοθέτης δείχνει πως από κάπου περιμένει μια λύση.

Από τη νεολαία; Ίσως, αν και η Ισαβέλλα και ο Τζούλιο, οι νέοι της «Ταράτσας», κινηματογραφούνται ως μέρος, έστω παράταιρο, του περιβάλλοντος του αίθριου. Ως μέρος του προβλήματος περισσότερο, παρά της λύσης.

Από τους χειρώνακτες εργαζόμενους; Στην ταινία, μεταξύ των άσκοπα περιφερόμενων πρωταγωνιστών, διακρίνουμε τους  εργαζόμενους που σερβίρουν τα φαγητά του μπουφέ και τα ποτά στο αίθριο. Όλοι τους κάνουν τα εντελώς απαραίτητα, χωρίς καμιά επαφή με τον κόσμο της «Ταράτσας». Είναι αποστασιοποιημένοι και ψυχροί και δεν ενδιαφέρονται να ακούσουν λέξη από όσα διαμείβονται μεταξύ των διανοουμένων της Αριστεράς. Θα ήταν το ίδιο για αυτούς αν εργάζονταν σε μια κτηνοτροφική μονάδα, ταΐζοντας τα ζώα, δίχως να δίνουν την παραμικρή προσοχή στα μουγκανητά τους.

Ο σκηνοθέτης αποδίδει εύστοχα την απόλυτη αποξένωση της εργατικής τάξης από τη διανόηση της Αριστεράς, ενώ δεν φαίνεται να προτείνει ο ίδιος κάτι για να αλλάξει η κατάσταση.

Μια Αριστερά που δεν έχει τι να πει, απόλυτα ταιριαστή με τους διανοούμενούς της, που μιλούν συνεχώς χωρίς να λένε τίποτα.

Αλλά πώς έφτασε ως εδώ η Ιταλική Αριστερά;

«Ό,τι υπάρχει αξίζει να καταστραφεί»

(Χέγκελ)

Στην ταινία μας, στη διάρκεια της σεκάνς που είναι γυρισμένη μέσα στο συνέδριο του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, ακούγεται κάποια στιγμή από το βήμα του συνεδρίου η αποστροφή για το «σκανδαλώδες 1968». Και μοιάζει πραγματικά σαν να μέμφονται οι πεθαμένοι τους ζωντανούς κατηγορώντάς τους για το σφρίγος και τον ενθουσιασμό τους. Επειδή το 1968, όπως και το θερμό φθινόπωρο του 1969-1970 στην Ιταλία, ήταν οι στιγμές που μια νεανική επαναστατική Αριστερά επιχείρησε να δράσει μαζικά και να διεκδικήσει τα πρωτεία από το συμβιβασμένο και γερασμένο Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα.

Η απόπειρα ηττήθηκε και εκφυλίστηκε, η εξεγερσιακή φούντωση πέρασε και ό,τι απέμεινε από τις επαναστατικές οργανώσεις ξαναχάθηκε στο περιθώριο. Έτσι, το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, το μεγαλύτερο κόμμα της Αριστεράς στη Δυτική Ευρώπη με εκλογικά ποσοστά γύρω στο 30% και την πλειοψηφία της συνδικαλισμένης εργατικής τάξης να το ακολουθεί, έμεινε ήσυχο από την αντιπολίτευση από τα αριστερά του. Και αμέσως προχώρησε στο επόμενο βήμα του ξεπεσμού του, στον κακόφημο «Ιστορικό Συμβιβασμό» της δεκαετίας του 1970.

Ήταν ο πρώτος καιρός μετά από τη σφαγή της Αριστεράς στη Χιλή του Αλιέντε από το πραξικόπημα του Πινοσέτ. Για όλον τον κόσμο της Αριστεράς ήταν ένα σοκ. Αλλά για τις ηγεσίες των Κομμουνιστικών Κομμάτων της Δυτικής Ευρώπης το μακελειό στη Χιλή ήταν η τρανή διάψευση της προσδοκίας τους για έναν «ειρηνικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό» όπως τον διακήρυσσαν. Επρόκειτο για κόμματα που δεν είχαν χάσει ευκαιρία να φανούν νομοταγή στην αστική εξουσία, επιμένοντας στην αποκήρυξη της βίας και της κοινωνικής ανατροπής. Ακριβώς όπως έκανε σχετικά πρόσφατα, τον Δεκέμβρη του 2008, το ΚΚΕ στην Ελλάδα, δηλώνοντας πως, στον δρόμο του για την εξουσία «δεν θα σπάσει ούτε ένα τζάμι».

Τα Κομμουνιστικά Κόμματα σε όλη τη Δυτική Ευρώπη συνειδητοποίησαν πως το παράδειγμα της  Χιλής εκμηδένιζε κάθε ελπίδα για αλλαγή της κοινωνίας με το κέρδισμα της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Έτσι, η πρώτη αντίδρασή τους ήταν να συμφωνήσουν με τις αξιοθρήνητες πολιτικές εκτιμήσεις του ΚΚ Χιλής για την ανατροπή του Αλιέντε. Θεώρησαν, δηλαδή, πως οι εργάτες και οι εργάτριες στη Χιλή το «παρατράβηξαν» και «εξώθησαν» τους χιλιανούς καπιταλιστές και τις ΗΠΑ να «καταφύγουν» στο πραξικόπημα.

Κι όμως, αυτό το απίστευτο συμπέρασμα δεν ήταν ο πάτος του κατήφορου: Τα Κ.Κ. της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Ισπανίας προχώρησαν ένα βήμα παραπέρα. Το βήμα αυτό έμεινε στην Ιστορία ως «ιστορικός συμβιβασμός», που ήταν μια διατύπωση του Μπερλιγκουέρ, γενικού γραμματέα του Ιταλικού Κ.Κ., σε ένα διάσημο θεωρητικό άρθρο του. Σ’ αυτό το άρθρο ο Μπερλιγκουέρ έγραψε πως η χιλιανή τραγωδία απέδειξε πως η Αριστερά, ακόμη κι αν κατακτήσει το 50% +1 των ψήφων, δεν μπορεί να κυβερνήσει, γιατί χρειάζεται μια πλατύτερη πλειοψηφία στην κοινωνία. Αυτή η πλειοψηφία πρέπει να περιλαμβάνει όχι μόνο την Αριστερά, αλλά και τους καθολικούς (δηλαδή τη Δεξιά!) Η αναγκαιότητα της συμμαχίας στηριζόταν στη βάση του αντιφασιστικού άξονα και του «συνταγματικού τόξου κατά της εκτροπής», δηλαδή του στρατιωτικού πραξικοπήματος τύπου Χιλής ή Ελλάδας των συνταγματαρχών.

Τι καθήκοντα έβαζε στο Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα ο δρόμος του «ιστορικού συμβιβασμού»; Πώς θα μπορούσαν να χτιστούν οι όροι για μια συμμετοχή του Κ.Κ. και της Αριστεράς στην κυβέρνηση;

Το πρώτο καθήκον ήταν ο έλεγχος του μαζικού κινήματος. Με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό της μεγάλης απεργίας στη FIAT, τα στελέχη του Κόμματος έπαιζαν συστηματικά το ρόλο του «πυροσβέστη» των κοινωνικών αγώνων.

Το δεύτερο ήταν να ζητήσει το Κόμμα από τους εργάτες «να αναλάβουν αυτοί τις θυσίες για νικηθεί πρώτα ο πληθωρισμός, να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα και μετά να συζητήσουμε για αύξηση μισθών, δικαιώματα και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις».

Ακόμη και το δικαίωμα στην έκτρωση ή την προοδευτικότερη νομοθεσία για το διαζύγιο, οι κομμουνιστές βουλευτές δεν τα στήριξαν, για «να μην τρομάξει ο καθολικός ψηφοφόρος».

Το Κομμουνιστικό Κόμμα στην Ιταλία ξεκίνησε τις διαπραγματεύσεις με Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλιστές (σαν να λέμε με ΝΔ και ΠΑΣΟΚ) για μια κυβέρνηση Εθνικής Αλληλεγγύης, ώστε να ξεπεράσει η Ιταλία την κρίση. Το Κ.Κ., για να αποδείξει την καλή του πίστη, στήριξε, από το 1976, την κυβέρνηση Αντρεότι των Χριστιανοδημοκρατών με τη συστηματική αποχή των βουλευτών του κόμματος από τις ψηφοφορίες στη Βουλή.

Το «κοινό πρόγραμμα» εξόδου από την κρίση, που συναποφασίστηκε στη συνέχεια με τους χριστιανοδημοκράτες, δεν εφαρμόστηκε ποτέ, αλλά μούδιασε και απογοήτευσε τη βάση του κόμματος και την απήχησή του στη νεολαία οδηγώντας το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα στην ήττα στις εκλογές της 14 Μάη του 1978.

Είναι ακριβώς αυτό το κλίμα της παράλυσης, της αποδιοργάνωσης και της τελμάτωσης της Αριστεράς που αποδίδει τόσο πετυχημένα ο Ετόρε Σκόλα στην «Ταράτσα».

Ο «ιστορικός συμβιβασμός» σαν επίσημη στρατηγική αποσύρθηκε τον Νοέμβρη 1980, λίγους μόλις μήνες μετά την κυκλοφορία της ταινίας του Ετόρε Σκόλα. Αλλά η αργή πορεία προς την ενσωμάτωση και τελικά τη διάλυση επιταχύνθηκε με την κατάρρευση του σταλινισμού στην Ανατολική Ευρώπη και τη Ρωσία το 1989-1991. Το Κομμουνιστικό Κόμμα μετασχηματίστηκε στο Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς και τελικά στο Δημοκρατικό Κόμμα, που είναι πλέον «ένα κλικ δεξιότερα» από το ομώνυμο κόμμα της Χίλαρι Κλίντον στις ΗΠΑ.

Ακολούθησε η περιπέτεια του 2004, με την Κομμουνιστική Επανίδρυση (αριστερή διάσπαση από το Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς), που -παρά το αριστερό πρόγραμμά της- μπήκε στην κυβέρνηση Πρόντι για να εφαρμόσει δεξιότατες πολιτικές (κόψιμο συντάξεων, «υπεύθυνη» στάση για αμερικάνικες βάσεις και ΝΑΤΟ κλπ). Το αποτέλεσμα είναι πως εδώ και δεκαπέντε χρόνια μέχρι σήμερα δεν εκλέχτηκε ούτε ένας κομμουνιστής βουλευτής στο Ιταλικό Κοινοβούλιο! Η Αριστερά και το Κομμουνιστικό Κόμμα κατρακύλησαν από το 30% στην ανυπαρξία και την απαξίωση.

Και τώρα;

Έτσι λοιπόν, ο Ετόρε Σκόλα με την ταινία του καταφέρνει και αποτυπώνει στο φιλμ τη στιγμή της σύγχυσης και της παραίτησης πριν την πανωλεθρία.

Επειδή, όπως το είχε θέσει επιγραμματικά ο Σουν Τσου, θεωρητικός του πολέμου στην Κίνα πριν 2.500 χρόνια: «Οι τακτικές χωρίς στρατηγική είναι ο θόρυβος λίγο πριν από την ήττα». Και η ήττα έπεσε βαριά πάνω σε όλο τον κόσμο της Αριστεράς στην Ιταλία και την Ευρώπη. Και δεν έχει ξεπεραστεί ως σήμερα.

Εκτός και αν υπάρξει νέα χαραμάδα φωτός. Όπως γίνεται με τα «Ανυπότακτα Βαγόνια» στην ταινία μας, την κολλεκτίβα των σιδηροδρομικών που διακόπτει τη ροή των γεγονότων στη σκηνή του αποχαιρετισμού στην ταχεία Ρώμης-Μιλάνου εφαρμόζοντας αιφνιδιαστικές στάσεις εργασίας. Ενέργεια που δηλώνεται απερίφραστα πως πηγαίνει κόντρα και στη διεύθυνση του οργανισμού αλλά και ενάντια στα γραφειοκοποιημένα συνδικάτα, που ελέγχει το Κόμμα.

Ή όπως με τα κίτρινα γιλέκα στη Γαλλία σήμερα. Και με τις παγκόσμιες κινητοποιήσεις για τα δικαιώματα των γυναικών.

Και με το νέο φως, την επανεμφάνιση των κινημάτων από τα κάτω, θα υπάρξουν και νέες ταινίες και καλλιτεχνικά έργα που θα αποτυπώνουν τη θέληση για μάχη και αλλαγή του κόσμου. Και όχι την παραίτηση και την καθήλωση.

Αλλιώς, η «Ταράτσα» θα παραμείνει ως η καλλιτεχνική υπογραφή του τέλους, όχι βέβαια της Ιστορίας, αλλά της κάποτε ελπιδοφόρας και ισχυρής Αριστεράς.

*Πρωτοδημοσιεύτηκε στη σελίδα του ΚΕΜΕΣ στις 11 Δεκέμβρη 2019

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s