«1917» – Να παραμείνουμε ζωντανοί μέχρι την επόμενη ανάσα

Ένα κινηματογραφικό σχόλιο με αφορμή το αντιπολεμικό δράμα του Σαμ Μέντες, που προβάλλεται στους κινηματογράφους

Σχετική εικόνα

*Γράφει η Κική Σταματόγιαννη

Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο «Μεγάλος Πόλεμος», πριν έρθει να τον αντικαταστήσει σε φρικαλεότητα και ανθρώπινες απώλειες ο Δεύτερος, ακόμα φονικότερος και καταστροφικότερος.

Δύο νεαροί Βρετανοί στρατιώτες στα εδάφη της Γαλλίας λαμβάνουν τη διαταγή να βγουν έξω από τις γραμμές τους, να περάσουν την τρομακτική no man’s land, να διασχίσουν τις γραμμές του γερμανικού στρατού για να παραδώσουν ένα μήνυμα στον διοικητή του αγγλικού τάγματος. Σκοπός: η αποτροπή της σχεδιαζόμενης επίθεσης. Όλα αυτά πρέπει να γίνουν σε λιγότερο από μία μέρα. Πρέπει να προλάβουν το σάλπισμα της επίθεσης την αυγή. Αν αποτύχουν, 1.600 στρατιώτες θα οδηγηθούν σε μια παγίδα φρίκης και θανάτου.

Αυτό που ξεκινά σαν αναγκαία υπακοή σε μια στρατιωτική διαταγή ανωτέρου, μετατρέπεται –μέσα από μια ωραία σεναριακή στροφή- σε προσωπική υπόσχεση και δέσμευση. Η ανάγκη να σωθούν από το μακέλεμα 1.600 στρατιώτες δίνει τη θέση της στο να γίνει επιτέλους ένα μοναδικό πράγμα σωστά μέσα στον απόλυτο παραλογισμό του πολέμου, όπου όλα είναι λάθος εξαρχής. Είναι συγκλονιστική η σκηνή όπου όλοι οι στρατιώτες της πρώτης γραμμής ορμάνε εμπρός κι ο αγγελιαφόρος τούς διασχίζει κάθετα, τρέχοντας κατά μήκος της γραμμής. Ο σκοπός του δεν είναι να πολεμήσει στη μάχη. Αυτός πρέπει να αποτρέψει τη μάχη. Τρέχει χωρίς όπλο, χωρίς κράνος, χωρίς πολεμοφόδια. Δεν είναι πια στρατιώτης. Στην αποτροπή της μάχης συμπυκνώνεται ολόκληρη η ζωή του. Γίνεται ο σκοπός εκείνος που τον υπερβαίνει.

Υπάρχουν πολλοί κριτικοί/σχολιαστές που επικεντρώνουν στον «ηρωισμό», θέλοντας να το καταλογίσουν στα αρνητικά της ταινίας. Κι όμως δεν είναι ο ηρωισμός αυτό με το οποίο τελικά φεύγεις από τον κινηματογράφο. Κι αυτό επειδή όλο το πλαίσιο είναι βαθύτατα αντιηρωικό. Στρατιώτες θάβονται ζωντανοί-νεκροί στα χαρακώματα, βουλιάζουν μες στη λάσπη, τους τρώνε τα κοράκια, έχουν για σημάδι μέσα στη νύχτα την αποκρουστική οσμή που αναδίδουν τα κουφάρια των νεκρών αλόγων, ζουν παρέα με τα ποντίκια. Κυρίως ζουν με τον απόλυτο τρόμο της επόμενης επίθεσης. Έχουν απωθήσει κάθε ελπίδα – καθώς σε έναν πόλεμο «η ελπίδα είναι επικίνδυνο πράγμα».   

Ο σκηνοθέτης Σαμ Μέντες είχε τη μεγάλη τύχη να συνεργαστεί με έναν σπουδαίο διευθυντή φωτογραφίας, τον Ρότζερ Ντίκινς. Ο Ντίκινς φώτισε –με μεγαλειώδη τρόπο- όσα έπρεπε να φωτιστούν, έκρυψε -επιμελώς- στη σκιά όσα επιβάλλονταν να παραμείνουν εκεί. Εικονογράφησε τη συνεχή ψυχολογική διακύμανση των ηρώων, όταν ο τρόμος, η ανακούφιση ή η αγωνία τάραζαν την ψυχή τους και άφηναν το ανάγλυφο αποτύπωμά τους πάνω στα πρόσωπα στρατιωτών και αξιωματικών. Και έβαλε σε κάδρο τη μεγαλειώδη αντίθεση της φύσης –όμορφη, ειρηνική και γαλήνια- απέναντι στη βρωμιά και την αγριότητα του πολέμου.

Μια από τις καλύτερες σκηνές της ταινίας είναι ο διάλογος των δύο στρατιωτών ανάμεσα στις κερασιές. Θα μπορούσε να είναι μια βόλτα δύο νέων ανθρώπων ανάμεσα σε μεγαλόπρεπα ανθισμένες κερασιές, αν έβγαζες από το κάδρο τον πόλεμο. Ο πόλεμος, όμως, είναι εκεί. Αποκρουστικός, τρομακτικός και δύσκολος. Είναι πίσω τους. Και κυρίως μπροστά τους. Όσο πιο ήσυχο και ερημωμένο φαντάζει ένα τοπίο, τόσο πιο επικίνδυνο αποδεικνύεται. Αυτή την εναλλαγή ηρεμίας-έντασης μέσα σε έναν πόλεμο, που κυκλώνει από παντού, τη χειρίζεται με μεγάλη τέχνη ο Μέντες.

Αποτέλεσμα εικόνας για 1917 movie

Ο πόλεμος θα κριθεί από το ποιος θα καταφέρει να επιζήσει. «Ο τελευταίος όρθιος επιζών», όπως το συνοψίζει ωμά ένας αξιωματικός. Κανένα εθνικό μεγαλείο, κανένας πατριωτισμός, καμιά μεγάλη ιδέα. Ένα απέραντο σφαγείο, όπου δολοφονήθηκαν οι νέοι άνθρωποι εκείνης της περιόδου. Λοχαγοί κλαίνε και τρέμουν ολόκληροι, λίγο πριν δοθεί το σάλπισμα της επίθεσης. Άλλοι πίνουν τόσο, σε βαθμό που τους είναι αδιάφορο τι θα γίνει μόλις περάσουν την πρώτη γραμμή. Πού είναι το εθνικό μεγαλείο σε όλο αυτό;   

Αν υπάρχει, ωστόσο, κάτι που με εμποδίζει να χαρακτηρίσω το «1917» αριστούργημα είναι ότι όλες οι αντιπολεμικές ταινίες -σχεδόν αναπόφευκτα, για μένα- έρχονται να συγκριθούν με το «Σταυροί στο μέτωπο» (Paths of Glory) του Στάνλει Κιούμπρικ. Ο Κιούμπρικ είχε και αυτός δεξιοτεχνικά επικεντρώσει στο ένα στρατόπεδο, αποφεύγοντας να δείξει τον αντίπαλο. Ο «αόρατος» εχθρός, που υπάρχει παντού, αλλά δεν τον βλέπεις ποτέ, χτίζει σταδιακά ένταση. Μια ένταση που λυτρωτικά χαλαρώνει στην τελευταία αριστουργηματική σκηνή. Ο εχθρός είναι στην πραγματικότητα μια ονειρική φιγούρα-μια γερμανιδούλα αιχμάλωτη πολέμου, που με το τραγούδι της καθηλώνει τους φαντάρους των Συμμάχων και σπάει το φράγμα των συνόρων, των εθνικών γλωσσών, των εθνικών πατρίδων. Η ταινία του Κιούμπρικ πετυχαίνει να δώσει την έμφαση στο πόσο ολοκληρωτικά αντίθετα είναι τα συμφέροντα φαντάρων και επιτελείου μέσα στο ίδιο στρατόπεδο, πόσο ασυμφιλίωτη η αντιπαλότητα αυτών – και όχι των δύο αντιμαχόμενων στρατών.

Αποτέλεσμα εικόνας για 1917 movie

Ο Σαμ Μέντες στο «1917» φαίνεται πως επιχειρεί να κάνει το ίδιο, αλλά δεν καταφέρνει –ή δεν θέλει- να το πραγματώσει. Οι εχθροί στις ελάχιστες στιγμές που εμφανίζονται είναι θολές σκιές, ένα ανθρώπινο εμπόδιο, το οποίο οι δύο αγγελιαφόροι πρέπει να ξεπεράσουν, προκειμένου να φτάσουν στον στόχο τους. Παραμένουν, όμως, πάντα «ο κακός εχθρός». Αυτός -νομίζω- είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο ο Σαμ Μέντες δεν καταφέρνει την υπέρβαση. Ασφαλώς στηλιτεύει τον πόλεμο, ασφαλώς κινηματογραφεί ένα σπουδαίο αντιπολεμικό και βαθιά ανθρώπινο σχόλιο. Δεν καταφέρνει, ωστόσο, να δείξει την προοπτική. Δεν καταφέρνει να δείξει ότι στην ουσία οι στρατιώτες, κι απ’ τις δυο πλευρές του συρματοπλέγματος, έχουν εμπλακεί σε έναν παράλογο και -πέρα για πέρα- άδικο πόλεμο. Μαχαιρώνουν, πυροβολούν και στραγγαλίζουν ανθρώπους χωρίς καμία λογική. Πεθαίνουν ή σκοτώνουν, υπακούοντας μηχανικά σε διαταγές. Διαταγές, που δεν αφορούν στο ελάχιστο τους ίδιους ή τους νέους στρατιώτες της απέναντι πλευράς. Πεθαίνουν ή σκοτώνουν, για να πλουτίσουν οι πλούσιοι και να βυθιστούν στην ανυπαρξία οι φτωχοί. Πού είναι το εθνικό μεγαλείο σε όλο αυτό;   

Ο σκηνοθέτης του «1917» επιλέγει να εστιάσει στον τρόμο και στην απόγνωση που προκαλεί ο πόλεμος στην ψυχή του στρατιώτη, που καλείται να υπερβεί τον εαυτό του, να φέρει σε πέρας ανθρωπίνως αδύνατα πράγματα, χωρίς καλά-καλά να καταλαβαίνει γιατί το κάνει αυτό. Ειδικά ο ένας από τους δύο αγγελιαφόρους της ταινίας δεν φαίνεται να εμφορείται από κανένα εθνικό ιδανικό. Το μόνο που θέλει είναι να αποτρέψει τη σφαγή 1.600 ανθρώπων. Όχι για το καλό κάποιας πατρίδας ή μιας μεγάλης υπόθεσης. Αλλά για το πολύ-πολύ υλικό πράγμα τού να παραμείνουν ζωντανοί για άλλη μια μέρα 1.600 άνθρωποι. Ξέρει ότι η σφαγή θα συνεχιστεί και μετά. Για πόσο; Άγνωστο. Γι’ αυτό και η ταινία δεν έχει τίποτα το λυτρωτικό στο τέλος.

Αποτέλεσμα εικόνας για 1917 movie cherry trees

Το βασικό για τους ανθρώπους, που έζησαν την κόλαση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ταμπουρωμένοι στα χαρακώματα συντροφιά με το σκοτάδι και τους αρουραίους, δεν είναι να νικήσουν. Δεν είναι καν να γυρίσουν στα αγαπημένα τους πλάσματα. Είναι το να παραμείνουν ζωντανοί. Μέχρι την επόμενη ανάσα. Εκεί έστρεψε την κινηματογραφική του κάμερα ο Μέντες και φώτισε ολόσωστα.      

1 comments

Αφήστε απάντηση στον/στην Bernhard Ακύρωση απάντησης