Ο ανορθολογισμός, δεξιά κι αριστερά

Γράφει ο Ηλίας Ιωακείμογλου

Ο κοινωνικός ανορθολογισμός

«Δεν είμαι ούτε γιατρός, ούτε βιολόγος, αλλά…» συνηθίζουν να λένε πολλοί, και αυτό το αλλά είναι πλήρες νοήματος: σημαίνει ότι «μπορώ να πω ό,τι γουστάρω χωρίς κανέναν έλεγχο της εγκυρότητας των ισχυρισμών μου, πλην όμως, για Εμένα όσα πω επέχουν θέση Αλήθειας, μάλλον απόλυτης». Πίσω από την υποκριτική μετριοπάθεια, κρύβεται ο αναιδέστερος ανορθολογισμός, αυτός που δεν δέχεται να τεθεί σε συλλογικό έλεγχο. 

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή: Όλοι μας κάνουμε συλλογισμούς, και προφανώς αυτοί έχουν καταρχάς ισχύ για εμάς τους ίδιους και για κανέναν άλλον. Επειδή, όμως, δεν ζούμε στο νησί του Ροβινσώνα Κρούσου ή έγκλειστοι σε μια οικογένεια αλλά σε κοινωνικούς σχηματισμούς, όπου εργαζόμαστε και αναπαραγόμαστε, χρειαζόμαστε τη δημόσια αναγνώριση των ισχυρισμών μας, επειδή αυτοί συνήθως έχουν πρακτική σημασία, επηρεάζουν δηλαδή και άλλους. Αναγκαστικά επιζητούμε, λοιπόν, την κοινωνική επικύρωση των συλλογισμών μας ως ορθών, επειδή χρειαζόμαστε τη συγκατάθεση των άλλων σε όλα όσα προκύπτουν από τους συλλογισμούς μας.

Η κοινωνική επικύρωση των ιδιωτικών συλλογισμών μπορεί να προκύψει με δύο τρόπους. Στην πρώτη περίπτωση προκύπτει από τον έλεγχο των ισχυρισμών μας με βάση τους κανόνες της λογικής και το κριτήριο της πρακτικής (η οποία θα πρέπει να μην διαψεύδει τους ισχυρισμούς μας). Ο ανορθολογισμός, λοιπόν, είναι η απελευθέρωση από αυτόν τον διπλό έλεγχο, αφενός των κανόνων της λογικής, αφετέρου του κριτηρίου της πρακτικής. Αυτή η απελευθέρωση από τα δεσμά του ορθολογισμού είναι το σημείο εκκίνησης ενός καταιγισμού σοφισμάτων, πλαστών ή ανύπαρκτων στατιστικών στοιχείων (ή ακόμα και υπαρκτών στατιστικών στοιχείων, που χρησιμοποιούνται για άστοχες συγκρίσεις) ανυπόστατων συμπερασμάτων, αφορισμών και ηθικών κρίσεων. Όλα αυτά μαζί, ατάκτως ριγμένα στον σωρό, φτιάχνουν μια ανορθολογική αντίληψη για τον κόσμο. Παραδόξως, και δυστυχώς, η κοινωνική επικύρωση των ιδιωτικών συλλογισμών, ισχυρισμών, επιχειρημάτων, δεν προκύπτει μόνο με βάση τα κριτήρια του ορθολογισμού αλλά και με έναν δεύτερο τρόπο, που είναι απλώς η αναγνώριση των ομοίων μας: εάν, δηλαδή, διατυπώνουμε έναν ισχυρισμό που γίνεται αποδεκτός και από όλους, όσο και αν αυτός δεν αντέχει στην δοκιμασία των κανόνων της λογικής και του κριτηρίου της πρακτικής, τότε θεωρείται ως ορθός. Όσο πιο πολλοί μάλιστα γίνονται όσοι πιστεύουν σε μια δοξασία, τόσο πιο γρήγορα αυτή διαδίδεται, όπως μια φωτιά ή μια επιδημία. Αυτή η ψευδο-επικύρωση από την άποψη της λογικής, αλλά πολύ πραγματική επικύρωση από την άποψη των πρακτικών συνεπειών, μετατρέπει την ανορθολογική αντίληψη για τον κόσμο σε μαζική ιδεολογία, και αν προσφέρονται οι αντικειμενικές συνθήκες, τη μετατρέπει σε δημαγωγία.

Αυτή είναι η διαδικασία που έχει φέρει στον αφρό των ημερών τον ανορθολογισμό. Δεν είναι μια διαδικασία διάχυτη σε ολόκληρη την κοινωνία. Έχει τόπο γέννησης, συντήρησης και αναπαραγωγής: πρόκειται για το κατώτερο τμήμα του Λαού της Δεξιάς, για τις τάξεις-στηρίγματα του καθεστώτος, τη μάστιγα των νοικοκυραίων, μια μερίδα ανέργωv, αέργων και περιθωριοποιημένων, την πλειονότητα των εξαθλιωμένων συνταξιούχων και ηλικιωμένων μικρο-ιδιοκτητών, τους θρησκόληπτους και τους μπράβους, τους λούμπεν επαγγελματίες και τους παρόμοιους.

Η ταξική βάση του ανορθολογισμού

Η αστική ιδεολογία (μέρος της οποίας αποτελεί και ο νεοφιλελευθερισμός σε καθαρή κατάσταση, ως ιδεολογία δηλαδή), προέρχεται από τον Διαφωτισμό και την εποχή των επαναστάσεων του 18ου και του 19ου αιώνα, ακριβώς όπως και ο σοσιαλισμός, ο κομμουνισμός και ο αναρχισμός. Πρόκειται για κοινή προέλευση που διακρίνει αυτές τις ιδεολογίες έναντι του ανορθολογισμού. Σε επίπεδο κοινωνικών σχηματισμών, βεβαίως, ο υπαρκτός νεοφιλελευθερισμός, όπως και ο υπαρκτός σοσιαλισμός, μπορούν να σχηματίζουν ιδεολογικά υβρίδια προκειμένου να δέσουν οι ταξικές συμμαχίες σε κοινωνικά μπλοκ εξουσίας.

Αυτό συμβαίνει και στην παρούσα ιστορική στιγμή, κατά την οποία ο υπαρκτός νεοφιλελευθερισμός του Κυριάκου Μητσοτάκη ανέχεται, και σε πολλές περιπτώσεις ενσωματώνει, τον ανορθολογισμό ως δευτερεύουσα πλευρά της πολιτικής εξουσίας, προκειμένου να διατηρήσει κάτω από την ομπρέλα του εκείνο το τμήμα του Λαού της Δεξιάς που από το 1992 και μετά είχε προσχωρήσει στον Καρατζαφέρη, στη Χρυσή Αυγή, στον Βελόπουλο και τους παρόμοιους. Είναι όσοι και όσες εντάσσονται στο κοινωνικό μπλοκ εξουσίας ως λαϊκά στηρίγματα της αστικής τάξης με μικρά υλικά, πλην όμως και σημαντικά, συμβολικά ανταλλάγματα (όπως η αντι-μεταναστευτική πολιτική, το εθνικιστικό παραλήρημα, η επιστροφή στις παραδοσιακές αξίες της αστυνομίας, του στρατού, της πατρίδας, της θρησκείας και της οικογένειας, η μηδενική ανοχή και η συντριβή των καταλήψεων, η διάχυτη θρησκοληψία στο σχολείο, η κατάργηση «αριστερής» σχολικής ύλης κλπ). Αγορά, Πατρίς, Θρησκεία και Αστυνομία, Κέρδος, Ησυχία, Τάξη και Ασφάλεια είναι οι αξίες του κοινωνικού μπλοκ εξουσίας, που δένουν τις ταξικές συμμαχίες.

Ο ανορθολογισμός διεισδύει στην Αριστερά

Σε αυτό το πλαίσιο (δηλαδή με ένα τέτοιο κοινωνικό μπλοκ εξουσίας και με αυτές τις λειτουργίες του ανορθολογισμού) η επιδημία και οι φόβοι, που επισύρει, πυροδοτούν μια έκρηξη ανορθολογισμού, η οποία όμως μάλλον φέρνει στην επιφάνεια ένα υπόβαθρο ήδη εξαιρετικά σάπιο. Οι «ψεκασμένοι» αποτελούν πλέον ένα μεγάλο μέρος, αν όχι την πλειονότητα του λαού της Δεξιάς, και τα σοφίσματα πλημμυρίζουν όλους τους διαύλους επικοινωνίας της χώρας.

Το χειρότερο, όμως, είναι ότι ο ανορθολογισμός διεισδύει πλέον, για πρώτη φορά μετά από πολλές δεκαετίες, και στην Αριστερά με όχημα θεωρίες που αναπτύχθηκαν κατά τα τελευταία πενήντα χρόνια μαζί με τα κοινωνικά κινήματα και τις θεωρίες τους.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση του Giorgio Agamben, ο οποίος, αφού στήριξε την επιχειρηματολογία του κατά των μέτρων πρόληψης της επέκτασης της επιδημίας, ιδιαίτερα δε κατά της καραντίνας, επί διαπιστώσεων που δεν ίσχυαν, επιδόθηκε εν συνεχεία σε κριτική του λαού που δεν συμμορφώθηκε προς όσα ο Ιταλός διανοούμενος θεωρούσε ορθά (βλ. στο κείμενό του Clarifications, που δημοσιεύθηκε στο An und für sich και σε άλλες σελίδες του Ίντερνετ, στις 17/03/2020). Εμπνευσμένος από το έργο του Michel Foucault και συγκεκριμένα από όσα αυτός έχει γράψει για τις επιδημίες και για τον τρόπο, με τον οποίο η κρατική διαχείρισή τους εμπλούτισε τις γνώσεις των εξουσιαστικών πρακτικών του κράτους εν γένει, ο Agamben δεν μπόρεσε να προβλέψει αυτό που δεν είχε αντιληφθεί ούτε και ο ίδιος ο Foucault (αλλά το είχε αντιληφθεί ο Albert Camus, όταν έγραφε το μυθιστόρημά του για την πανώλη). Δηλαδή ότι οι επιδημίες δημιουργούν συνθήκες στις οποίες μπορούν να αναπτυχθούν μορφές αλληλεγγύης, που δύσκολα συναντάμε υπό κανονικές συνθήκες. Στον απόηχο των λανθασμένων εκτιμήσεων του Agamben, αναπτύχθηκαν και στην Ελλάδα, στους κόλπους της Αριστεράς, αντίστοιχες αντιλήψεις από διανοούμενους που είχαν εξαρχής εξοικείωση και συμπάθεια με το έργο του Ιταλού διανοούμενου και του Foucault.

Τα πράγματα γίνονται χειρότερα καθώς προχωράει η επιδημία και οι εκτιμήσεις με τις οποίες έχουν εκτεθεί δημόσια από την αρχή, τόσο ο Agamben όσο και οι εντόπιοι ακόλουθοί του και λοιποί φουκωικοί, αποδεικνύονται λανθασμένες. Από το σημείο αυτό και μετά, έχει τεθεί σε κίνηση μια διαδικασία φυγής προς τα εμπρός, κατά την οποία σε κάθε στιγμή χρειάζονται όλο και μεγαλύτερες ανακρίβειες και λογικά λάθη, προκειμένου να γίνει εφικτή η υπεράσπιση της αρχικής λανθασμένης τοποθέτησης. Σε αυτήν την παρακμιακή πορεία λιποταξίας από τους πραγματικούς αγώνες της πραγματικής ιστορίας, οι αριστεροί αρνητές της πραγματικότητας της επιδημίας έχουν απορρίψει τα μαθηματικά που χρησιμοποιεί η επιδημιολογία, έχουν κακοποιήσει τα στατιστικά στοιχεία και έχουν αναπτύξει «δικές τους» μεθόδους στατιστικής ανάλυσης, θεωρούν ότι η επιδημία του κορωνοϊού είναι συγκρίσιμη με τις επιδημίες της γρίπης, επειδή κάποτε στον 20ο αιώνα υπήρξαν δύο πολύ μεγάλες επιδημίες γρίπης, υποστηρίζουν ότι μπορούν να ανοίξουν τα σχολεία άνετα, και τόσα άλλα που πλημμυρίζουν καθημερινά όλα τα κανάλια επικοινωνίας, ιδιαίτερα τα κοινωνικά δίκτυα. Απαλλαγμένοι τώρα από τον διπλό έλεγχο του ορθολογισμού, αφενός των κανόνων της λογικής, αφετέρου του κριτηρίου της πρακτικής, βρίσκονται ήδη στα βαθιά νερά του ανορθολογισμού.

Δεν πρόκειται βέβαια για βάρβαρους ψεκασμένους, όπως στην περίπτωση της Δεξιάς, είναι ψεκασμένοι που έχουν λεπτότητα και μόρφωση: επιστρατεύουν τις θεωρίες του Foucault ως αριστερή εγγύηση για να πασπαλίσουν τη διανοητική τους βαρβαρότητα με τη χρυσόσκονη του αριστερού διανοούμενου και να λάμψουν στον περίκλειστο πολιτικό τους χώρο.

Δεν είναι, ωστόσο, μόνο κάποιοι διανοούμενοι της Αριστεράς που επιδίδονται σε αυτό το παιχνίδι της διανοητικής παρακμής. Υπάρχουν και άλλοι που ιδέα δεν έχουν για τις θεωρίες της βιοπολιτικής και το «παντεποπτικό» του Bentham, και επί δεκαετίες γαλουχήθηκαν με αριστερές θεωρίες συνωμοσίας των ιμπεριαλιστών, των καπιταλιστών, των εχθρών της πατρίδας, θεωρίες συνωμοσίας χαμηλής έντασης όμως που βρίσκονταν στο πίσω μέρος της σκηνής, και οι οποίες τώρα διεκδικούν ρόλο πρωταγωνιστή.

Η θλιβερή σύγκλιση

Όσο για τον Λαό της Δεξιάς, αυτή είναι η στιγμή του. Ανέκαθεν αμφισβητούσε τις επιδημίες (περιπτώσεις H1N1, SARS, Ebola) ή τις απέδιδε σε σκοτεινές δυνάμεις (όπως η Κίνα εν προκειμένω). Είχε προ πολλού διατυπώσει τη «θεωρία» ότι η κυβέρνηση μπορούσε να χρησιμοποιήσει μια πανδημία, πραγματική ή κατασκευασμένη, ως δικαιολογία για να ελέγξει τον πληθυσμό, να περιορίσει τις ελευθερίες του, ακόμη και να αναστείλει το Σύνταγμα. Τι πιο φυσικό, λοιπόν, ο Λαός της Δεξιάς, αυτός που δίνει ποσοστά ψεκασμένων της τάξης του 50% στις δημοσκοπήσεις στην Ελλάδα, να καλεί σε αντίσταση στα μέτρα περιορισμού της πανδημίας (καραντίνα, μάσκες, εμβόλια κλπ).

Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι οι ψεκασμένοι της Αριστεράς δεν ανησυχούν για τη σύγκλισή τους, όσον αφορά τα συμπεράσματά τους για την επιδημία, με το πιο αντιδραστικό κοινωνικό στρώμα της Δεξιάς, με την Ακροδεξιά.

*Το άρθρο είναι δημοσιευμένο στο φύλλο 9 της εφημερίδας «Η Κόκκινη» (Σεπτέμβρης 2020), που κυκλοφορεί.

Σχολιάστε