
Γράφει η Κική Σταματόγιαννη
Σε μια συζήτηση περί συνεπιμέλειας ενός ή περισσότερων παιδιών το πιο προφανές σημείο εκκίνησης θα ήταν το ίδιο το παιδί. Αυτό έκανε -μέχρι πρότινος- και ο νομοθέτης του οικογενειακού δικαίου με τη μεταρρυθμιστική του παρέμβαση (1983). Αυτό κάνουν οι περισσότερες/οι/α που ασχολούνται με το ζήτημα.
Επιλέγουμε εδώ ως αφετηρία έναν άλλο όρο, εξίσου κρίσιμο και απολύτως πολιτικό: την ευάλωτη γονεϊκότητα. Μια νομοθετική παρέμβαση που αγνοεί τον παράγοντα της ευαλωτότητας είναι απολύτως ξένη με τα αιτήματα, τις ανάγκες, τις προσδοκίες της Αριστεράς, του φεμινιστικού και λοατκια+ κινήματος.
Η Αριστερά και τα κινήματα, όταν κατάφεραν κάτι άξιο λόγου στην παγκόσμια ιστορία των ‘από τα κάτω’, το έκαναν γιατί προσπάθησαν -και πέτυχαν- να δουν την πραγματικότητα μέσα από τα μάτια των πιο καταπιεσμένων. Φορώντας το δέρμα των πιο φτωχών, των άνεργων, όσων πρέσβευαν θρησκεία άλλη από την κρατούσα, των ανάπηρων, όσων εγκατέλειπαν τους τόπους τους και ζητούσαν καταφύγιο σε έναν άλλο, των ρομά, όσων η ταυτότητα ή η έκφραση φύλου δυναμίτιζε τα θεμέλια μιας πατριαρχικά δομημένης κοινωνίας.
Μέσα από αυτό το πρίσμα έχει νόημα να βλέπουμε ένα προτεινόμενο νομοσχέδιο, μια κυβερνητική απόφαση, μια καμπάνια. Πώς θα το έβλεπε το πιο καταπιεσμένο πλάσμα μέσα σε όλα τα καταπιεσμένα πλάσματα στις δεδομένες συνθήκες; Αυτό είναι το κρίσιμο ερώτημα. Πώς θα αντιμετώπιζε τη συνεπιμέλεια ενός παιδιού μια γυναίκα ή θηλυκότητα; Μια άνεργη ή επισφαλώς εργαζόμενη; Μια μόλις απολυμένη με ελάχιστες πιθανότητες να ξαναπροσληφθεί στο άμεσο μέλλον; Μια μετανάστρια; Ένας ανάπηρος; Μια ρομά; Ένας/μια τρανς γονέας; Αυτή είναι και η αρχή της συζήτησης.
Η συζήτηση με βάση το κριτήριο της ευάλωτης γονεϊκότητας
Οι νομοθετικές ρυθμίσεις δεν γίνονται σε κενό χρόνου. Γίνονται μέσα σε πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο. Οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό. Πώς οριοθετείται, λοιπόν, η συζήτηση με βάση αυτό το πλαίσιο;
Τα στοιχεία είναι συντριπτικά. Μια δεξιά, ακραία νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση, που έχει επιτεθεί με μένος σε μετανάστριες και πρόσφυγες, σε καταλήψεις, στέκια και ελεύθερους κοινωνικούς χώρους, σε πανεπιστήμια, στην εργατική τάξη –εν συνόλω-, έχει κόψει επιδόματα σε ανάπηρους, έχει διαλύσει κάθε έννοια κοινωνικής πρόνοιας, έχει διαχειριστεί ανεύθυνα και δολοφονικά μια πανδημία, έρχεται να εισηγηθεί ένα νομοσχέδιο, με ισχυρό επικοινωνιακό χαρτί «το συμφέρον του παιδιού». Δεν θα επιχειρήσουμε να δείξουμε πόσο «παιδοκεντρικό» ΔΕΝ είναι το εν λόγω νομοσχέδιο. Το έχουν κάνει πολλές και πολλοί.
Θα μπορούσε η συνεπιμέλεια, να είναι κάτι θετικό; Ασφαλώς ναι. Αυτό είναι και το πλέον επιθυμητό. Πότε; Όταν έχουν κατακτηθεί οι όροι ουσιαστικής ισοτιμίας μεταξύ των δύο μερών. Σε συνθήκες, όπως αυτές που ζούμε και μέσα στις οποίες έρχεται η κυβέρνηση να νομοθετήσει, έχουν, λοιπόν, κατακτηθεί αυτοί οι όροι; Έρχεται η πραγματικότητα και ουρλιάζει πως όχι.
Όσο οι γυναίκες είναι αυτές που υφίστανται καθημερινά αδιανόητη βία. Μια βία που, κατά τη διάρκεια μάλιστα της καραντίνας, σκαρφάλωσε σε τρομακτικά ποσοστά. Όσο οι γυναίκες μητέρες είναι αυτές που θα απολυθούν πρώτες και θα ξαναπροσληφθούν ακόμη δυσκολότερα. Όσο είναι αυτές που θα γίνουν λάστιχο για να καλύψουν κάθε μορφή ελαστικής εργασίας. Όσο είναι αυτές που, προκειμένου να μη χάσουν τη δουλειά τους, θα καταπιούν τα δάκρυα από έναν βιασμό ή μια σεξουαλική παρενόχληση.
Όσο είναι αυτές που θα δουλεύουν χωρίς χαρτιά, ως ‘παράτυπες μετανάστριες’ ή όσο δεν θα έχουν τα χρήματα για τα παράβολα προκειμένου να αποκτήσουν την ελληνική υπηκοότητα. Όσο είναι αυτές που, έγκυες μέσα σε μια βάρκα, θα τις σπρώχνουν περήφανοι νοικοκυραίοι για να πάνε να γεννήσουν τα ‘μπάσταρδά τους’ αλλού. Όσο είναι αυτές που το κράτος έχει φορτώσει στους ώμους τους το νοικοκυριό, τη φροντίδα παιδιών και ηλικιωμένων, μετακυλίοντας πάνω τους τις ευθύνες που θα είχαν δημόσιοι παιδικοί σταθμοί, γηροκομεία, δημόσια μαγειρεία και πλυντήρια.
Όσο οι ανάπηροι άνθρωποι θεωρούνται ‘μειωμένων ικανοτήτων’ και πολύ δύσκολα τούς δίνεται η δυνατότητα να μεγαλώσουν παιδιά, με ανύπαρκτες υποστηρικτικές δομές και συνοδούς. Όσο οι ρομά στριμώχνονται σε παραγκουπόλεις στο περιθώριο των αστικών κέντρων. Όσο οι μουσουλμάνοι/ες αντιμετωπίζονται με μίσος και δεν τους παραχωρείται ούτε μια γωνιά για να προσευχηθούν στον θεό τους. Όσο δεν θεσμοθετείται ο ομόφυλος γάμος με το εντελώς αυτονόητο δικαίωμα της παιδοθεσίας. Όσο δεν γίνεται καν λόγος για τρανς γονεϊκότητα.
Όσο όλα αυτά συμβαίνουν γύρω μας, δεν μπορούμε να κλείνουμε τα μάτια και να προσποιούμαστε ότι «όλοι είμαστε ατομικότητες, απολύτως ισότιμα υποκείμενα απέναντι στον νόμο». Γιατί απλούστατα ΔΕΝ είμαστε.
Υπάρχουν ολόκληρες κοινωνικές ομάδες, που δεν έχουν τα προνόμια αυτών που νομοθετούν. Δεν είναι αρτιμελείς, δεν είναι χριστιανοί ορθόδοξοι, δεν είναι ντόπιοι. Είναι γυναίκες που δολοφονούνται επειδή είναι γυναίκες. Επειδή οι σύντροφοί τους θεωρούν ότι έχουν δικαίωμα ζωής και θανάτου επάνω στα σώματά τους. Και στα σώματα των παιδιών τους.
Και για αυτούς τους κακοποιητικούς συζύγους το νομοσχέδιο θέτει ως ελάχιστη προϋπόθεση να έχει εκδοθεί «αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση», κουρελιάζοντας ακόμα και τη Σύμβαση της Ιστανμπούλ για την Καταπολέμηση της Βίας κατά των Γυναικών (την οποία η Ελλάδα έχει ήδη κυρώσει με τον Ν. 4531/2018), παραβιάζοντας σειρά άρθρων (26, 31, 45, 48 και 56). Το να απαιτείς «αμετάκλητη καταδίκη» σε συνθήκες, όπου οι γυναίκες αποθαρρύνονται να καταφύγουν στην αστυνομία, που -όταν το κάνουν- τις αντιμετωπίζουν με καχυποψία ή τις αγνοούν, που για να βγει μια αμετάκλητη καταδίκη μπορεί να περάσουν αρκετά χρόνια, που τα δικαστήρια βγάζουν μεζούρα και μετρούν τη συμπεριφορά του θύματος, είναι προσβολή στην ίδια τη νοημοσύνη μας. Είναι σα να μας γελάνε κατάμουτρα. Εμείς, όμως, δεν γελάμε. Καθόλου δεν γελάμε.
Είναι όλοι οι (πρώην) σύζυγοι που διεκδικούν την επιμέλεια των παιδιών τους κακοποιητικοί; – ένα ερώτημα αρκούντως αποπροσανατολιστικό. Ασφαλώς όχι. Το πραγματικό ερώτημα, όμως, δεν είναι αυτό. Το ερώτημα είναι πώς θα προστατευτεί –μαζί με το παιδί- το πιο ευάλωτο μέρος, όταν αποφασίζεται ο τερματισμός ενός γάμου. Όσο η ζυγαριά δεν ισορροπεί, όσο τα μέρη δεν προσέρχονται απολύτως ισότιμα στη συζήτηση, η Αριστερά και το κίνημα πρέπει να στέκονται από θέση αρχής στο πλευρό των πιο αδύναμων, των αντικειμενικά –και όχι βάσει υποκειμενικών βιωμάτων- καταπιεσμένων.
Και ενώνουμε τη φωνή μας στον ίδιο σκοπό: Να αποσυρθεί άμεσα το νομοσχέδιο Τσιάρα.