
Γράφει η Κική Σταματόγιαννη
Για τους περισσότερους, το Σαν Φρανσίσκο τη δεκαετία του 1960 έμοιαζε με μια πολύχρωμη, πολυπολιτισμική, πολυσυλλεκτική γειτονιά. Ένας χώρος όπου μπορούσες να ρουφήξεις μια μικρή ανάσα ελευθερίας. Η συνοικία του Κάστρο με τα δεκάδες γκέι μπαράκια ήταν το στέκι για τους περισσότερους γκέι άντρες. Δυο μίλια πιο πέρα, το Τεντερλόιν, που για τους υμνητές του νόμου και της τάξης θεωρούνταν –με τους επιεικέστερους όρους- ‘κακόφημο’, ήταν το καταφύγιο για τα πιο καταπιεσμένα πλάσματα μέσα στους καταπιεσμένους: για τις τρανς, για τις μαύρες και τις ισπανόφωνες, για τις ντραγκ κουίνς, για τις σεξεργάτριες, για τα παιδιά του δρόμου. Η καφετέρια Κόμπτονς (Gene Compton’s), σε ένα από τα πλέον κεντρικά σημεία της περιοχής, έμενε ανοιχτή όλο το 24ωρο. Με έναν φθηνό καφέ των 60 σεντς στο χέρι, οι σεξεργάτριες ξεκουράζονταν μετά τη δουλειά. Οι ντραγκ κουίνς άλλαζαν ρούχα και αφαιρούσαν το μέικ–απ στις τουαλέτες της. Κοινωνικοποιούνταν όσα πλάσματα είχαν σπρωχτεί στο περιθώριο της βορειοαμερικανικής κοινωνίας, μη τυχόν και χαράξουν το υπερβολικά λευκό, υπερβολικά «κανονικό» λούστρο μιας επίπλαστης πραγματικότητας.
Δεν υπήρχε άνθρωπος στην περιοχή που να μην ήξερε το στέκι των τρανς και των σεξεργατριών. Πρώτη από όλους η τοπική αστυνομία. Η αστυνομία που μπορούσε –με βάση τη νομοθεσία- να σε προσάγει ή να σε συλλάβει αν φορούσες κραγιόν, φούστα, στρας ή γόβες, ενώ σύμφωνα με την ταυτότητά σου σού είχε αποδοθεί στη γέννηση το αρσενικό ανατομικό φύλο. Φυσικά μπορούσε ανά πάσα στιγμή να σε συλλάβει, να σε εξευτελίσει στη μέση του δρόμου, να σε κακοποιήσει ή να σε βιάσει αν ήσουν σεξεργάτρια. Μπορούσε να σου συμπεριφερθεί σαν να μην ήσουν καν ανθρώπινο πλάσμα. Γιατί, για την αστυνομία, δεν ήσουν ανθρώπινο πλάσμα. Κι όμως αυτά τα πλάσματα ήταν που έφτιαξαν Ιστορία με τα ίδια τα σώματά τους.
«Είχαμε πια κουραστεί»
Ένα αυγουστιάτικο βράδυ του 1966 μιας τρανς γυναίκα αντιστάθηκε στη σύλληψη. Αντιστάθηκε στον παραλογισμό της κρατικής βίας πάνω στο σώμα της. Σε μια από τις συχνές εφόδους της αστυνομίας στην καφετέρια, περιέλουσε με καφέ τον αστυνομικό που επιχείρησε να τη συλλάβει.
Όσα επακολούθησαν, έγιναν κρίκοι στη συλλογική Ιστορία ανυπακοής. Οι θαμώνες άρχισαν να αναποδογυρίζουν καρέκλες και τραπέζια, να εκσφενδονίζουν πράγματα στα παράθυρα, να σπάνε τις τζαμαρίες, να χτυπούν με τις ψηλοτάκουνες γόβες και τα τσαντάκια τους τούς εμβρόντητους αστυνομικούς που το τελευταίο πράγμα που περίμεναν ήταν μια τέτοια αντίδραση. Ο απολογισμός έξω από την καφετέρια: ένα περιπολικό σπασμένο, ένα περίπτερο στις φλόγες και ένα οργισμένο πλήθος στους δρόμους που δεν άντεχε άλλο τους εξευτελισμούς, τις συλλήψεις, τη βία και την κακοποίηση. Όταν σέρνεις πίσω σου δεκαετίες καταπίεσης, όταν στην καλύτερη περίπτωση είσαι αόρατος/η/ο και στη χειρότερη ένα «πρόβλημα», ένα «μίασμα», μια «ντροπή», έχεις πλέον κουραστεί. Οι άνθρωποι που έβαλαν τα σώματά τους μπροστά και αντεπιτέθηκαν, είχαν κουραστεί να τους συμπεριφέρονται χειρότερα κι από ζώα. Στους δρόμους ενώθηκαν με τα μέλη μιας εκκλησίας των Μεθοδιστών που είχαν ριζοσπαστικοποιηθεί και με τα μέλη της Βάνγκαρντ (Vanguard) – της συλλογικότητας των τρανς αγωνιστριών που πάλευαν για το δικαίωμά τους να υπάρχουν. Η εξέγερση κατεστάλη. Ήταν παρόλα αυτά τόσο το ξάφνιασμα και τέτοιος ο φόβος της αστυνομίας από αυτή την πρώτη συλλογική αντίδραση, ώστε φρόντισε να «εξαφανίσει» τα αρχεία εκείνων των ημερών. Ακόμα και σήμερα αν ψάξει κάποιος, δεν θα καταφέρει να βρει τίποτα στο αρχειακό υλικό του τοπικού αστυνομικού τμήματος. Δεν ξέρουμε καν την ακριβή ημερομηνία αυτής της εξέγερσης. Τόση ήταν η μανία τους να διαγράψουν την ιστορία. Η Ιστορία όμως είναι πεισματάρικο πράγμα. Καταφέρνει να τρυπώνει από μια τοσηδά χαραμάδα στη μνήμη και στην προφορική αφήγηση. Μια αφήγηση γενναιότητας και αψηφισιάς για τον αγώνα που έδωσαν σε μια εποχή με τα πάντα να φυσάνε κόντρα. Μια σύγχρονη αγωνίστρια η Σούζαν Στράικερ (Susan Stryker), ψηλαφώντας την ιστορία του λοατκια+ κινήματος της δεκαετίας ’60, έπεσε πάνω στο άρθρο του Raymond Broshears σχετικά με την «εξέγερση των τρανς στην καφετέρια Κόμπτονς». Και σιγά-σιγά άρχισε να ενώνει τις ψηφίδες μιας ιστορίας, που σε διαφορετική περίπτωση θα παρέμενε άγνωστη.
Το κίνημα αντεπιτίθεται
Η εξέγερση στο Κόμπτονς είχε όλα τα στοιχεία μιας κινητοποίησης πρώιμης για την εποχή της. Μια απολύτως δικαιολογημένη αυθόρμητη αντίδραση καταπιεσμένων πλασμάτων, που όμως δεν καταφέρνει να συναντηθεί με τον συλλογικό θυμό. Όλα όσα έλειψαν από τον καυτό Αύγουστο του 1966, συμπληρώθηκαν τον εξίσου καυτό Ιούνη του 1969 στο Στόουνγουολ της Ν. Υόρκης. Κάτι, ωστόσο, είχε αλλάξει δραματικά. Μεγάλα πλήθη κόσμου κινητοποιούνταν ενάντια στο μακελειό του Βιετνάμ, καθώς είχαν αρχίσει να φτάνουν κατά εκατοντάδες τα φέρετρα και οι σακατεμένοι βετεράνοι στρατιώτες στις ΗΠΑ. Ο πόλεμος πλέον δεν ήταν κάτι απροσδιόριστα μακρινό. Έγινε κάτι θλιβερά οικείο. Ήταν τα δικά τους παιδιά, κατά κύριο λόγο φτωχά και μαύρα παιδιά, που σκοτώνονταν. Το κίνημα για τη Μαύρη Απελευθέρωση σάρωνε απ’ άκρη σ’ άκρη τις ΗΠΑ, με τους ηγέτες του να δολοφονούνται ο ένας μετά τον άλλο, θεριεύοντας την οργή των αφροαμερικανών και των αλληλέγγυων στον αγώνα τους. Το φεμινιστικό κίνημα έβγαινε δυναμικά στο προσκήνιο με την καμπάνια για το δικαίωμα σε νόμιμη και ασφαλή άμβλωση και πλημμύριζε τους δρόμους. Το κίνημα των Λατινόφωνων, των Young Lords, το φοιτητικό κίνημα με προπύργιο τις αιματηρές κινητοποιήσεις στα πανεπιστήμια Μπέρκλεϊ και Κολούμπια. Ήταν ένας κόσμος σε αναβρασμό. Όχι μόνο στις ΗΠΑ.
Παντού ξεσπούσαν κινήματα αντιαποικιακά, εθνικοαπελευθερωτικοί πόλεμοι, εργατικοί αγώνες και σκληρές απεργίες. Η καταπίεση αιώνων ζητούσε τώρα τον λογαριασμό και οι μέχρι πρότινος «δυνατοί» κλονίζονταν. Το ρεύμα αμφισβήτησης, οι νέες θεωρητικές επεξεργασίες, το βάθεμα της ταξικής συνείδησης, η σύμπλευση και το κατέβασμα στον δρόμο όλων αυτών των κινημάτων αποτέλεσε το κρίσιμο στοιχείο για τη νικηφόρα εξέγερση στο Στόουνγουολ και την απαρχή ενός νέου κινήματος.
Τα πλάσματα στο Κόμπτονς, οι τρανς γυναίκες, οι λατινόφωνες και οι αφροαμερικανίδες, οι σεξεργάτριες και οι ντραγκ κουίνς, ήταν αυτές που άνοιξαν τον δρόμο. Και αυτό δεν πρέπει ποτέ να ξεχαστεί.
*Το άρθρο βρίσκεται δημοσιευμένο στην εφημερίδα «Η ΚΟΚΚΙΝΗ», φύλλο 15ο, Μάης – Ιούνης 2022, που κυκλοφορεί.