
Γράφει η Τερέζα Βολακάκη
Ζούμε σε παράλληλα σύμπαντα ματαιότητας, θλίψης και κούρασης.
Έχουμε και δεν έχουμε αντανακλαστικά, γιατί την ίδια στιγμή έχουμε ανάγκη και από ήλιο και από θάλασσα. Ο ερχόμενος χειμώνας μοιάζει βαρύς, και η συνέχιση της ζωής σε ένα πλαίσιο συλλογικής δυστυχίας επίσης. Η ελληνική πραγματικότητα ζέχνει τόσο πολύ πατριαρχία, σεξισμό, ρατσισμό, κανονικότητα. Τόσο που η ανάγκη για χαλαρότητα έχει μεταστραφεί σε μια ανάγκη για συλλογική εγρήγορση. Για αλληλοφροντίδα από εμάς, για εμάς, προς εμάς. Να μας φροντίσουμε, για να υπάρχουμε. Αυτό μόνο.
Είμαι σχεδόν βέβαιη πως οι ειδήσεις των βιασμών και γυναικοκτονιών, αλλά και οι αθωώσεις των βιαστών, έχουν ήδη καταγραφεί –και θα καταγράφονται- στη συνείδηση των νεότερων ως μια μορφή συλλογικού τραύματος, που μοιάζει να μην έχει σωτηρία, παίρνοντας τη μορφή ενός γιγαντιαίου τέρατος, που θα μας καταπιεί όλα.
Σπέρνει φόβο.
Δεν θέλω να σκεφτώ αυτό το καλοκαίρι πώς αισθάνθηκε ξυπνώντας το πρωί ο πατέρας που δεν θα ξαναδεί την κόρη του και η μητέρα που βίασαν το παιδί της.
Δεν θέλω να σκεφτώ πώς ένιωσαν όσες/όσοι ξαναβιάστηκαν στη δικαστηριακή και ακροαματική διαδικασία. Δεν θέλω να σκεφτώ πόσα θύματα βιασμών ξαναβιάστηκαν.
Δεν θέλω να σκεφτώ ότι μπορεί να ξυπνήσω μια μέρα και η μαμά μου, η φίλη μου, η αδερφή μου να λείψουν με τρόπο ακαριαίο, βίαιο, βασανιστικό από το χέρι ενός, που αποφάσισε να μην τις ξαναδούμε.
Δεν θέλω να σκεφτώ πως αυτό είναι το μέλλον μας.
Πολλώ δε μάλλον, δεν θέλω να σκεφτώ πως οι δικοί μου ένα ζεστό πρωί του Αυγούστου θα οργανώσουν την κηδεία του παιδιού τους και πως δεν θα τους δω ξανά, επειδή κάποιος άλλος αποφάσισε να μη συνεχίσω να ζω.
Είναι μακάβριο, αλλά τόσο αληθινό.
Ζούμε με φόβο να ζήσουμε. Ζούμε με το φόβο τού αύριο. Ζούμε το φόβο της άμεσης, βίαιης απώλειας. Ανησυχούμε, αγχωνόμαστε, νοιαζόμαστε για τις φίλες μας. Για το πώς και αν θα φτάσουν καλά στα σπίτια τους. Αν θα ζήσουν ΜΕΣΑ στο σπίτι τους.
Προσωπικά εκτός από θλίψη έχω και θυμό.
Δεν θέλω να σκεφτώ πως στην Ελλάδα εν έτει 2022 λέμε τα αυτονόητα, πως η κουλτούρα του βιασμού γαλουχεί βιαστές και θύματα τραυματισμένα σωματικά και ψυχικά.
Δεν θέλω να πιστέψω πως η πρώτη αιτία θανάτου είναι η πατριαρχία στην Ελλάδα και πως φταίει ο κόβιντ για την έμφυλη βία.
Περαιτέρω με θυμώνει ότι η ελληνική δικαιοσύνη ήταν και είναι τόσο βαθιά εμποτισμένη από το φονικό και βίαιο σύστημα αξιών, που η «αγία» ελληνική οικογένεια μάς έχει τόσο γαλήνια μεγαλώσει.
Αισθάνομαι θυμό, που γύρω μου ζουν βιαστές και γυναικοκτόνοι και κυκλοφορούν ελεύθεροι. Και ζουν, και θα ζουν, και θα αναπαράγουν το συλλογικό μας τραύμα. Σαν μια πληγή, που γιγαντώνεται και δεν κλείνει.
Αισθάνομαι τραυματισμένη από την κουλτούρα, που βιάζει και σκοτώνει τις αδερφές μου. Τις αδερφές μου, που ήθελα να ζήσουν. Που είχαν όνειρα, που ήθελαν να αγαπήσουν και να αγαπηθούν, που μοιραστήκαμε το ίδιο βίωμα και τραύμα.
Όσο το τραύμα μας διαχέεται, τόσο οργανωνόμαστε και μοιραζόμαστε τις τραυματικές μας ιστορίες με τις αδερφές μας. Είναι τρομερό να φοβάσαι να πας σπίτι. Αλλά είναι υπέροχο να ξέρεις πως έχεις φίλες, γνωστές και άγνωστες, που είναι έτοιμες να ανοίξουν το σπίτι και την αγκαλιά τους για να σε στηρίξουν. Είμαστε προϊόντα συλλογικών σκέψεων και διαδικασιών και όλη αυτή η δυστοπία είναι στο χέρι μας να ανατραπεί.
Ο Αύγουστος του 2022 μοιάζει από αδιέξοδος μέχρι και εφιαλτικός.
Αυτό θα το αλλάξουμε.
Αδερφές μου,
Αν δεν είμαι αύριο μαζί σας
Κάψτε την πόλη.