«Εντάσεις» και «συγκρούσεις»;
Ή μαζική δολοφονία τουρκοκυπρίων αμάχων από εθνικιστές Ελληναράδες;

Από τα ματωμένα Χριστούγεννα 1963:
Τουρκοκύπριες τρέχουν να σώσουν τα παιδιά τους από τα πυρά «του νόμου και της τάξεως».
Γράφει ο Χάρης Παπαδόπουλος
Αφορμή για τη συγγραφή αυτού του σημειώματος στάθηκε η δημοσίευση στην ιστοσελίδα του «Ξεκινήματος» στις 22/12/2022 του άρθρου του σ. Παναγιώτη Σολωμού με τίτλο: «Κύπρος, Δεκέμβρης 1963: η αρχή του εθνικιστικού διαχωρισμού». Όπως πληροφορηθήκαμε από το σύντομο εισαγωγικό σημείωμα του «Ξεκινήματος», ο αρθρογράφος είναι μέλος της «Νέας Διεθνιστικής Αριστεράς» (ΝΕΔΑ). Πρόκειται για την αδελφή οργάνωση του «Ξεκινήματος» στη (νότια προφανώς) Κύπρο.
Το άρθρο είναι, δυστυχώς, ένα κείμενο που αποτυγχάνει να σταθεί σε διεθνιστικές θέσεις απέναντι στα μαζικά εγκλήματα, που οργάνωσαν οι ελληνοκυπριακές δυνάμεις καταστολής και οι ακροδεξιές εθνικιστικές πολιτοφυλακές σε βάρος της τουρκοκυπριακής κοινότητας, τον Δεκέμβρη του 1963. Στα σημεία μάλιστα του κειμένου, όπου ο αρθρογράφος αναφέρεται συγκεκριμένα στα όσα συνέβησαν στο προάστιο Ομορφίτα στη Λευκωσία, οι διατυπώσεις του συντρόφου έχουν λειανθεί σε τέτοιο σημείο, έχουν χάσει κάθε αιχμή κατά της «δικής μας αστικής τάξης», ώστε σε καμιά περίπτωση δεν θυμίζουν επαναστατικό–διεθνιστικό κείμενο.
Δεν γνωρίζουμε τι σκεφτόντουσαν στο «Ξεκίνημα», όταν ανέβαζαν στην ιστοσελίδα τους αυτό το άρθρο. Εμείς πάντως γνωρίζουμε προσωπικά πολλούς/ες συντρόφους και συντρόφισσες από το «Ξεκίνημα» και τους εκτιμούμε προσωπικά. Γι’ αυτό και στεναχωριόμαστε πολύ.
Ένα εκτεταμένο δείγμα γραφής
Στη συνέχεια παραθέτουμε ένα αρκετά μεγάλο απόσπασμα από το κείμενο του σ. Σολωμού. Πρόκειται για το πρώτο υποκεφάλαιο του άρθρο του, όπου αφηγείται τα γεγονότα του Δεκέμβρη του ’63.
«Στις 21 Δεκεμβρίου, αστυνομική περίπολος επιχείρησε να ερευνήσει αυτοκίνητο, στο οποίο επέβαιναν Τουρκοκύπριοι (τ/κ) στα όρια της Ελληνοκυπριακής και της Τουρκοκυπριακής συνοικίας της παλιάς πόλης (σημ. «Ξ»: Λευκωσίας).
Οι τ/κ αρνήθηκαν να υποβληθούν σε έρευνα, ακολουθώντας τις οδηγίες της Τ.Μ.Τ. (σημ. «Ξ»: εθνικιστική ακροδεξιά οργάνωση τ/κ) και το επεισόδιο εξελίχθηκε σε συμπλοκή μεταξύ του τ/κ πλήθους που άρχισε να συγκεντρώνεται στο σημείο του συμβάντος και των Ελληνοκύπριων (ε/κ) αστυνομικών, με αποτέλεσμα το θάνατο δύο τ/κ. Αυτή ήταν η σπίθα για την αναμενόμενη έκρηξη.
Τα επεισόδια συνεχίστηκαν και την επόμενη μέρα, καθώς πλήθος τ/κ, πολλοί από τους οποίους ένοπλοι, άρχισε να περιφέρεται ανεξέλεγκτα στους δρόμους της παλιάς πόλης. Μέχρι το απόγευμα οι συγκρούσεις επεκτάθηκαν και σε άλλες συνοικίες της πρωτεύουσας. Μέχρι το επόμενο πρωί τα βίαια επεισόδια επεκτάθηκαν στη Λάρνακα.
Παρά την αρχική αισιοδοξία για εκτόνωση της κρίσης, οι συγκρούσεις αναζωπυρώνονται στη Λευκωσία το επόμενο πρωί, όταν οικογένειες ε/κ που κατοικούσαν στο στρατηγικής σημασίας προάστιο της Ομορφίτας, που κατοικείτο κυρίως από τ/κ, δέχεται σφοδρή επίθεση από τ/κ ένοπλες ομάδες. Λίγο μετά, οι συγκρούσεις επεκτείνονται και στην Αμμόχωστο. Συγκρούσεις αναφέρονται επίσης στην Κερύνεια.
Η κατάσταση πλέον οδηγείται σε επικίνδυνη κλιμάκωση με την είσοδο στις μάχες της ΤΟΥΡΔΥΚ και ΕΛΔΥΚ. Στις 26 Δεκεμβρίου 1963 η ελληνοκυπριακή πλευρά παραδίδει στον Ερυθρό Σταυρό 800 γυναικόπαιδα Τουρκοκύπριους, που είχαν απομακρυνθεί από την περιοχή των μαχών, κυρίως στην περιοχή Ομορφίτας. Παράλληλα η Τουρκοκυπριακή πλευρά παραδίδει 26 Ελληνοκύπριους».
«Από το ευλαβικό ψέμα προτιμώ την ανίερη αλήθεια» (Άγγελος Τερζάκης)
Είναι αξιοσημείωτο πως στο εκτεταμένο απόσπασμα, που παραθέσαμε πιο πάνω, όπως και σε ολόκληρο το άρθρο του σ. Σολωμού, υπάρχει αναφορά μόνο σε μία από τις τέσσερις ένοπλες πολιτοφυλακές, που έδρασαν τον Δεκέμβρη του 1963 στην Κύπρο, στην ΤΜΤ. Πρόκειται για την τουρκοκυπριακή ακροδεξιά οργάνωση του Ντενκτάς. Ο αρθρογράφος παραλείπει τελείως να αναφέρει πως, με τις ευλογίες και τη στήριξη του αρχιεπισκόπου Μακάριου, που ήταν ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, οργανώθηκαν μυστικά και από πολύ πιο πριν τρεις ελληνοκυπριακές πολιτοφυλακές στο νησί. Οι τρεις αυτές οργανώσεις ενόπλων πολέμησαν στο πλευρό των ελληνοκυπριακών δυνάμεων καταστολής. Και ήταν αυτές, κατά κανόνα, που ανέλαβαν να φέρουν σε πέρας τα μαζικά εγκλήματα σε βάρος αμάχων τουρκοκυπρίων.

Πρώτη αυτή του Γιωρκάτζη, που ήταν ακραίος εθνικιστής και πολύπειρος συνωμότης, πρώην ηγετικό στέλεχος της ΕΟΚΑ και οπαδός του Μακάριου. Ο Πολύκαρπος Γιωρκάτζης θα εξελιχθεί σύντομα σε υπουργό (Εσωτερικών και Αμύνης) του Μακάριου και θα γίνει γαμπρός του μεγαλοεφοπλιστή Λεβέντη. Μαζί με τον Γλαύκο Κληρίδη θα ιδρύσουν το «Ενιαίον Κόμμα της Εθνικόφρονος Παρατάξεως», τον πρόγονο του σημερινού «Δημοκρατικού Συναγερμού», κόμμα κατά τι δεξιότερο της ελλαδικής Νέας Δημοκρατίας.
Ο Γιωρκάτζης θα έρθει κάποια στιγμή σε σύγκρουση με τον Μακάριο, λόγω των αμφιλεγόμενων επαφών του πρώτου με τη Χούντα στην Αθήνα. Ο Γιωρκάτζης, διωγμένος από την κυπριακή κυβέρνηση, θα οργανώσει δολοφονική απόπειρα κατά του Μακάριου στις 8 Μάρτη 1970, καταρρίπτοντας με πυρά το προεδρικό ελικόπτερο, που μετέφερε τον Μακάριο. Ο Μακάριος θα διασωθεί και οι έρευνες της Αστυνομίας –μια βδομάδα μετά- θα οδηγήσουν στον Γιωρκάτζη, που θα βρεθεί δολοφονημένος. Το τι ακριβώς συνέβη δεν εξιχνιάστηκε ποτέ.
Δεύτερη ένοπλη ελληνοκυπριακή πολιτοφυλακή ήταν αυτή του Σαμψών. Τούτος ήταν ξεκάθαρα φασίστας, μια εγωπαθής και αλλοπρόσαλλη προσωπικότητα, πρώην στέλεχος της ΕΟΚΑ και φανατικός οπαδός της ένωσης με την Ελλάδα. Ο Νίκος Σαμψών θα γίνει παγκόσμια διασημότητα τον Δεκέμβρη του 1963 ως ο «χασάπης της Ομορφίτας», ή, όπως τον παρουσίασε το βορειοαμερικανικό περιοδικό Newsweek, «ο δολοφόνος με την αθώα παιδική ψυχή». Το κατόρθωμα του Σαμψών, που του έδωσε αυτή την αναγνωρισιμότητα, ήταν οι μαζικές δολοφονίες αιχμάλωτων αμάχων τουρκοκυπρίων στην Ομορφίτα και το χωριό Κουμσάλ.
Αργότερα, στα τέλη Νοέμβρη και τον Δεκέμβρη του 1966, θα ασχοληθεί με τον Σαμψών όλος ο Τύπος σε Ελλάδα και Κύπρο για μια σειρά ημερών. Στην Αθήνα διεξάγεται η δίκη των αξιωματικών της υπόθεσης «Ασπίδα» και ο Νίκος Σαμψών θα είναι ο ένας από τους δύο βασικούς ψευδομάρτυρες της Δεξιάς με σκοπό να εξασφαλιστεί η καταδίκη των κατηγορουμένων. Ο άλλος κρίσιμος ψευδομάρτυρας θα είναι ο συνταγματάρχης Γρίβας, ιδρυτής και ηγέτης της δοσιλογικής αντικομμουνιστικής οργάνωσης Χ στην Ελλάδα στην Κατοχή και των ΕΟΚΑ και ΕΟΚΑ Β΄ στην Κύπρο. Όμως, πρωταγωνιστής στη δικαστική σκηνή της Αθήνας θα αναδειχθεί ο συνήγορος υπεράσπισης Νικηφόρος Μανδηλαράς. Ήταν ο άνθρωπος, που ρεζίλεψε και έφερε σε πλήρη σύγχυση μπροστά στο δικαστήριο τον Σαμψών και στρίμωξε τον Γρίβα, ξεσκεπάζοντας τη σκευωρία.

Τουρκοκύπριοι πίσω από πρόχειρο οδόφραγμα στη Λεμεσό.
Ο Σαμψών θα κερδίσει ακόμη περισσότερη διασημότητα, μια δεκαετία μετά τη σφαγή της Ομορφίτας, με το να διοριστεί από τους Έλληνες και ελληνοκύπριους πραξικοπηματίες στην Κύπρο ως «πρόεδρος» της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 15 Ιούλη 1974. Η θητεία του θα διαρκέσει για οχτώ ολόκληρα εικοσιτετράωρα, μέχρι να καταρρεύσει το πραξικόπημα και να αναλάβει προσωρινός πρόεδρος της Κύπρου ο ούλτρα δεξιός Γλαύκος Κληρίδης στην αναμονή της επιστροφής του Μακάριου.
Ο αποτυχημένος πραξικοπηματίας Σαμψών θα χαρακτηριστεί «έμμισθος πράκτορας της CIA, από τις αρχές της δεκαετίας του ‘60» από τη βορειοαμερικανική εφημερίδα Ουάσινγκτον Ποστ. Και θα καταδικαστεί σε εικοσαετή φυλάκιση στη Λευκωσία για τον ρόλο του στο πραξικόπημα. Όμως θα αποφυλακιστεί σύντομα για «σοβαρούς λόγους υγείας». Ο Νίκος Σαμψών θα ζήσει άλλες τρεις σχεδόν δεκαετίες. Στην κηδεία του το 2001 θα χοροστατήσει ο τότε αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος Α΄ και θα παραβρεθεί όλος ο μηχανισμός του Δημοκρατικού Συναγερμού με επικεφαλής τον πρόεδρο Νίκο Αναστασιάδη, τους βουλευτές και τα στελέχη. Ο Νίκος Σαμψών υπήρξε οπερετική προσωπικότητα και διαβόητος εγκληματίας. Πάνω από όλα, όμως, ήταν γνήσιο παιδί της Δεξιάς. Και η παράταξή του δεν τον ξέχασε.
Τρίτη πολιτοφυλακή τον Δεκέμβρη του 1963 ήταν οι «κοκκινοσκούφηδες» του Βάσου Λυσσαρίδη. Ο Λυσσαρίδης υπήρξε μέλος του ΑΚΕΛ (το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κύπρου) κατά την αγγλική κατοχή και ταυτόχρονα μέλος της ΕΟΚΑ του κομμουνιστοφάγου Γρίβα. Το ΑΚΕΛ θα διαγράψει άμεσα τον Λυσσαρίδη με την ατιμωτική κατηγορία πως λειτουργούσε ως πράκτορας της Ιντέλιντζενς Σέρβις, της βρετανικής μυστικής υπηρεσίας. Ο Λυσσαρίδης, με την άδεια του Γρίβα, θα οργανώσει, στα πλαίσια της ΕΟΚΑ, την «Οργάνωση Αριστερών Πατριωτών». Με αυτό το μόρφωμα θα επιχειρήσει να προσελκύσει άτομα από την Αριστερά στο πλευρό της ΕΟΚΑ. Με τον ίδιο τον μηχανισμό της οργάνωσης του Γρίβα, που δολοφονούσε συστηματικά τα μέλη και τους συνδικαλιστές του ΑΚΕΛ, ο Λυσσαρίδης συνεργάστηκε αρμονικά. Πάντως, αργότερα, θα καταγγείλει τον Πολύκαρπο Γιωρκάτζη ως «πληρωμένο πράκτορα της CIA από το 1960».
Οι «κοκκινοσκούφηδες» του Λυσσαρίδη θα ιδρυθούν μυστικά λίγο μετά τη γέννηση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Πρόκειται για την ένοπλη ομάδα, που έτυχε όχι μόνο της άδειας και της ενθάρρυνσης από τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο, αλλά και της προσωπικής στοργικής του φροντίδας.
Αργότερα, ο Βάσος Λυσσαρίδης θα ιδρύσει το ΕΔΕΚ, το μικρό σοσιαλδημοκρατικό –και ακραία εθνικιστικό- κόμμα της Κύπρου. Μέχρι τότε, οι «κοκκινοσκούφηδες» θα αποδείξουν πως άξιζαν τη μέριμνα του αρχιεπισκόπου με το να εισβάλουν, τον Δεκέμβρη του ’63, στο πλευρό του Σαμψών, στην Ομορφίτα. Και κατόπιν με το να εξοντώσουν κάθε τουρκοκύπριο από το όρος Πενταδάκτυλο. Τούτη η «εποποιία» σφαγών και εθνικής εκκαθάρισης αποτέλεσε, όλα τα επόμενα χρόνια, την (όποια) πολιτική υπερηφάνεια του ΕΔΕΚ.
Οι «κοκκινοσκούφηδες» θα εξελιχθούν σε άτυπη προσωπική φρουρά του Μακάριου, που τους είχε πάντοτε μεγάλη εμπιστοσύνη. Αν και έξαλλοι εθνικιστές, οι κοκκινοσκούφηδες θα γίνουν αγαπημένος στόχος των Ελλήνων και ελληνοκυπρίων πραξικοπηματιών το 1974 και θα γνωρίσουν πολύ μεγάλες απώλειες στις συγκρούσεις μαζί τους, ιδιαίτερα στη μάχη της Πάφου.

Τουρκοκύπριες από το Καϊμακλί παίρνουν τον δρόμο της προσφυγιάς.
Το μαζικό έγκλημα της Ομορφίτας
Τίποτε από τα παραπάνω δεν υπάρχει στο άρθρο του σ. Σολωμού. Ούτε οι Ελληναράδες πρωταγωνιστές της ανθρωποσφαγής ούτε τα μαζικά εγκλήματα, που διέπραξαν σε βάρος των τουρκοκυπρίων τον Δεκέμβρη του ΄63.
Θα ήταν ποτέ δυνατόν να γραφτεί ένα κείμενο, που να περιγράφει τη σφαγή στη Σρεμπρένιτσα της Βοσνίας, και να παραλείψει να αναφερθεί στους ακροδεξιούς Σέρβους φονιάδες του Κάραζιτς που την εκτέλεσαν; Θα ήταν ποτέ μπορετό να περιγραφεί η εξέγερση στο εβραϊκό γκέτο της Βαρσοβίας χωρίς να γίνει αναφορά στους ναζί (Γερμανούς και Ουκρανούς), που πολιόρκησαν το γκέτο και κατέστειλαν, εν τέλει, τις/τους εξεγερμένους/ες;
Στις «εντάσεις» και τις «συγκρούσεις» του Δεκέμβρη του ’63, που περιγράφει ο σ. Σολωμός, οι νεκροί τουρκοκύπριοι ήταν υπερπολλαπλάσιοι των ελληνοκυπρίων. Γιατί άραγε; Ήταν «εντάσεις» και «συγκρούσεις» αυτό που συνέβη; Ή ένα οργανωμένο από τα πριν αντιτουρκικό πογκρόμ;
Σύμφωνα με το άρθρο, που δημοσίευσε το «Ξεκίνημα», όλα τα προκάλεσαν οι τουρκοκύπριοι. Αυτοί «αρνήθηκαν να υποβληθούν σε έρευνα, ακολουθώντας τις οδηγίες της Τ.Μ.Τ. (σημ. «Ξ»: εθνικιστική ακροδεξιά οργάνωση τ/κ) και το επεισόδιο εξελίχθηκε σε συμπλοκή μεταξύ του τ/κ πλήθους που άρχισε να συγκεντρώνεται στο σημείο του συμβάντος και των Ελληνοκύπριων (ε/κ) αστυνομικών, με αποτέλεσμα το θάνατο δύο τ/κ».
Και συνεχίζει ο σύντροφος: «Τα επεισόδια συνεχίστηκαν και την επόμενη μέρα, καθώς πλήθος τ/κ, πολλοί από τους οποίους ένοπλοι, άρχισε να περιφέρεται ανεξέλεγκτα στους δρόμους της παλιάς πόλης. Μέχρι το απόγευμα οι συγκρούσεις επεκτάθηκαν και σε άλλες συνοικίες της πρωτεύουσας. Μέχρι το επόμενο πρωί τα βίαια επεισόδια επεκτάθηκαν στη Λάρνακα».
Διαβάζουμε, λοιπόν, εδώ πως οι τουρκοκύπριοι -για τον σ. Σολωμού- ήταν ένα πλήθος που «άρχισε να περιφέρεται ανεξέλεγκτα». Και επειδή βέβαια θα ήταν και μπουνταλάδες, έπαθαν πανωλεθρία στις συγκρούσεις που ακολούθησαν.
Όσο για την Ομορφίτα, το τουρκοκυπριακό προάστιο της Λευκωσίας, οι διατυπώσεις του σ. Σολωμού είναι θλιβερές. «Η Ομορφίτα είναι στρατηγικής σημασίας προάστιο που κατοικείτο κυρίως από τ/κ» γράφει ο σύντροφος. Άρα, λοιπόν, συνδηλώνεται εδώ πως ήταν υποχρεωτικό να καταληφθεί από τις ελληνοκυπριακές δυνάμεις. Εξάλλου, «οικογένειες ε/κ που κατοικούσαν εκεί […] δέχεται σφοδρή επίθεση από τ/κ ένοπλες ομάδες». Άρα, η εισβολή των Ελληναράδων φονιάδων του Σαμψών και του Λυσσαρίδη στην Ομορφίτα, εξυπακούεται πως ήταν και δικαιολογημένη και αναμενόμενη. Τέλος: «Στις 26 Δεκεμβρίου 1963 η ελληνοκυπριακή πλευρά παραδίδει στον Ερυθρό Σταυρό 800 γυναικόπαιδα Τουρκοκύπριους, που είχαν απομακρυνθεί από την περιοχή των μαχών, κυρίως στην περιοχή Ομορφίτας. Παράλληλα η Τουρκοκυπριακή πλευρά παραδίδει 26 Ελληνοκύπριους».

Τουρκοκύπριοι πρόσφυγες από το Καϊμακλί
έχουν στήσει πρόχειρο καταυλισμό στο Χαμίτ Μάντρες, κοντά στη Λευκωσία.
Όμως, δυστυχώς, μια μέρα πριν παραδώσουν στον Ερυθρό Σταυρό τα 800 γυναικόπαιδα της Ομορφίτας οι λεβέντες του Σαμψών, είχαν ξεφορτωθεί άλλους 150 αιχμαλώτους τουρκοκύπριους. Αυτό το γεγονός, που διέφυγε από τον σ. Σολωμού, περιγράφεται με αρκετές λεπτομέρειες στην υπ’ αριθμόν S/5950 έκθεση του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ προς το Συμβούλιο Ασφαλείας[1].
Οι τουρκοκύπριοι άμαχοι, πριν δολοφονηθούν, είχαν οδηγηθεί στο σχολείο του Κύκκου στη Λευκωσία. Εκεί οι παλικαράδες του Σαμψών επέλεξαν 150 από αυτούς. Τους απομάκρυναν βίαια. Και ακολούθησαν πυροβολισμοί.
Μια Αγγλίδα δασκάλα, που εργαζόταν στο σχολείο του Κύκκου, ανέφερε στην Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ πως είδε, με τα ίδια της τα μάτια, τους δολοφονημένους άμαχους. Η δασκάλα απομακρύνθηκε άμεσα από τις αρχές στο Λονδίνο[2].
Το ελληνοκυπριακό κράτος δεν παραδέχτηκε ποτέ ανοιχτά το μαζικό έγκλημα στην Ομορφίτα. Για τις ελληνοκυπριακές αρχές οι 150 τουρκοκύπριοι, που «εξαφανίστηκαν» από το σχολείου του Κύκκου, είναι ακόμη αγνοούμενοι. Δεν έγινε ποτέ έρευνα για να βρεθούν οι τάφοι τους.
Εμείς πάντως αλιεύσαμε ένα άρθρο στον ελληνοκυπριακό τύπο, στο οποίο αναφέρεται πως κάποια από τα πτώματα των δολοφονημένων τουρκοκυπρίων της Ομορφίτας βρέθηκαν θαμμένα στην τοποθεσία Παρισσινός[3].
«Στο τέλος νικά πάντα η αλήθεια. Δυστυχώς, είμαστε ακόμα στην αρχή» (Ζάρκο Πετάν)
Στο τέλος του άρθρου του σ. Σολομού υπάρχει μια ιδεολογική επίθεση στο ΑΚΕΛ. Ο σύντροφος καταγγέλλει το ΑΚΕΛ πως ακολούθησε πολιτική ουράς στην ελληνοκυπριακή αστική τάξη. Η αντιπαράθεση με τη στάση του μοναδικού κόμματος της Αριστεράς στην Νότια Κύπρο είναι απόλυτα δικαιολογημένη. Γράφει ο σ. Σολομού:

«Χαρακτηριστικό της υποταγής της ηγεσίας του ΑΚΕΛ στις επιλογές των αστών και εθνικιστών είναι και ο πρωτοσέλιδος τίτλος της Χαραυγής για τα γεγονότα του Δεκέμβρη, όπου χρησιμοποιεί την φρασεολογία τους για «ανταρσία» και «Τούρκους στασιαστές».
Προσυπογράφουμε κάθε λέξη από αυτή την παράγραφο. Όμως, ο ίδιος ο σ. Σολομού κάνει στην αρχή του άρθρου του το ίδιο ακριβώς ατόπημα, για το οποίο καταγγέλλει το ΑΚΕΛ στο τέλος του ίδιου κειμένου. Περιγράφει τον Δεκέμβρη του 1963 ως μια ανταρσία από ένα πλήθος, που «άρχισε να περιφέρεται ανεξέλεγκτα» και αντιμετώπισε την εύλογη αντίδραση των αρχών. Και οι μόνοι ένοχοι που κατονομάζονται είναι οι ακροδεξιοί της τουρκοκυπριακής πλευράς. Οι φασίστες και οι φονιάδες της «δικής» μας πλευράς έχουν εξαφανιστεί βολικά από το κάδρο.
Όμως, είναι δυνατό να είσαι επαναστάτης/τρια της παράδοσης του Λένιν, του Τρότσκι και της Λούξεμπουργκ και να παθαίνεις αμνησία μπροστά στα εγκλήματα του «δικού» σου έθνους, της «δικιάς» σου αστικής τάξης;
Κλείνουμε αυτό το σημείωμα με ένα ακόμη απόσπασμα από τον σ. Σολομού με το οποίο συντασσόμαστε απόλυτα:
«Η υιοθέτηση μιας ανεξάρτητης πολιτικής από πλευράς της Αριστεράς στο Κυπριακό, η οποία να στηρίζεται στα κοινά συμφέροντα των ε/κ και τ/κ εργαζομένων για ειρηνική συνύπαρξη, ανάπτυξη και πρόοδο και ο συντονισμός του αγώνα για ουσιαστική διευθέτηση του Κυπριακού με τον αγώνα ενάντια στα μνημόνια και την λιτότητα, σε βορρά και νότο, είναι και σήμερα όσο ποτέ άλλοτε επείγουσα».
Έτσι ακριβώς πρέπει να κάνουμε, συντρόφισσες και σύντροφοι του «Ξεκινήματος» και της ΝΕΔΑ. Μόνο που «θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία». Και ο διεθνισμός επίσης.