Ο Μαύρος Χριστός του Πορτομπέλο και ο Τσαφλάν, ο εμψυχωτής των ταπεινών

Γράφει ο Χάρης Παπαδόπουλος

Κριτική στις κριτικές που γράφτηκαν για την ταινία «Hands of Stone» («Μαζί ως την κορυφή»).

[Το κείμενο γράφτηκε τον Σεπτέμβρη 2016, όταν η ταινία παιζόταν στους κινηματογράφους]

Τώρα με την κρίση δεν ξο­δεύ­εις εύ­κο­λα τα λεφτά σου για να δεις μια ται­νία στο σι­νε­μά, και μά­λι­στα με θέμα το επαγ­γελ­μα­τι­κό μποξ, ακόμη κι αν παί­ζει ο Ρό­μπερτ Ντε Νίρο τον δεύ­τε­ρο ρόλο, αυτόν του προ­πο­νη­τή του βα­σι­κού ήρωα. Ψά­χνεις να δεις πρώτα κρι­τι­κές. Σί­γου­ρα πολύς κό­σμος έκανε αυτό το ψά­ξι­μο, πριν απο­φα­σί­σει να πάει στο “Hands of Stone”, και σί­γου­ρα με­γά­λο κομ­μά­τι του κοι­νού αυτού επέ­λε­ξε κάτι άλλο, παρά να δώσει το χρήμα και το χρόνο του σε μια ται­νία που “θά­βουν” όλοι σχε­δόν οι κρι­τι­κοί του κι­νη­μα­το­γρά­φου μαζί.

Βέ­βαια, το θά­ψι­μο γί­νε­ται “με το γάντι”, ανα­γνω­ρί­ζο­ντας συ­νή­θως και κά­ποιες αρε­τές στην ται­νία, ιδιαί­τε­ρα στο παί­ξι­μο του διά­ση­μου Ντε Νίρο, ή ακόμα και στο νεύρο και το πάθος του κο­λομ­βια­νού πρω­τα­γω­νι­στή Έντ­γκαρ Ρα­μί­ρες, που ερ­μη­νεύ­ει τον πει­να­σμέ­νο μιγά ήρωα του έργου: Πρό­κει­ται για τον Ρο­μπέρ­το Ντου­ράν, διά­ση­μο πυγ­μά­χο της δε­κα­ε­τί­ας του ’80.  Ο μιγάς, «cholo» στα ισπα­νι­κά, σκαρ­φα­λώ­νει, χάρη στις γρο­θιές του, από την πε­ρι­φρο­νη­μέ­νη πα­ρα­γκού­πο­λη «Chorillo» του Πα­να­μά, στο βάθρο του πα­γκό­σμιου πρω­τα­θλη­τή πυγ­μα­χί­ας ελα­φρών βαρών, κι αυτό είναι το βα­σι­κό “στόρυ” στην ται­νία. Η κα­τα­κλεί­δα όλων σχε­δόν των κρι­τι­κών είναι ξε­κά­θα­ρα απο­τρε­πτι­κή: “Ξερός ακα­δη­μαϊ­σμός”, “προ­βλέ­ψι­μη”, “μόλις που δια­σώ­ζε­ται από την από­λυ­τη τη­λε­ο­πτι­κή με­τριό­τη­τα”, “κα­τώ­τε­ρο κι από το περ­σι­νό στα­λό­νιο sequel” κλπ. κλπ. κι αυτό σί­γου­ρα είναι που μένει σε όποιον και όποια κάνει το λάθος να εμπι­στευ­τεί τις κρι­τι­κές και τις πένες αυτών που τις γρά­φουν.

Αρκεί όμως να ρί­ξε­τε μια ματιά σε μια από τις κρι­τι­κές,  αυτή που γρά­φτη­κε για το  πε­ριο­δι­κό “Lifo”, τον προ­μα­χώ­να του lifestyle και της ρη­χό­τη­τας,  για να αρ­χί­σε­τε να υπο­ψιά­ζε­στε πως άλλα είναι τα ελα­τή­ρια των κρι­τών. Η κρι­τι­κή στο “Lifo” είναι ένα αρ­κε­τά συ­γκρα­τη­μέ­νο στο ύφος του κεί­με­νο, που δεν μπο­ρεί όμως να κρύ­ψει την ελι­τί­στι­κη άποψη του συγ­γρα­φέα του:  “Ακρο­βα­τεί ανά­με­σα στη συμ­βα­τι­κή βιο­γρα­φία και το πο­λι­τι­κό μα­νι­φέ­στο”, σύμ­φω­να με τον καλό αυτόν κύριο, η ται­νία μας. Εδώ ο κρι­τής μας, μέσα από την κρι­τι­κή του, μας απο­κα­λύ­πτει στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα λίγα για την ται­νία, αλλά πολλά πε­ρισ­σό­τε­ρα για τον ίδιο του τον εαυτό που, όπως φαί­νε­ται, έχει την τάση να ση­κώ­νει απα­ξιω­τι­κά τη μύτη του απέ­να­ντι στις “συμ­βά­σεις” και –κυ­ρί­ως- απέ­να­ντι στην πο­λι­τι­κή.     

Μια άλλη κρι­τι­κή, η μόνη απ’ όσες δια­βά­σα­με που στέ­κε­ται κάπως φι­λι­κά απέ­να­ντι στην ται­νία, αυτή της Λήδας Γα­λα­νού στο FLIX, μας προ­χω­ρά ένα βήμα πα­ρα­κά­τω: Ο “cholo” με τις γρο­θιές του “εκτο­νώ­νει την οργή του ενά­ντια στους πλού­σιους, τους προ­νο­μιού­χους και τους αποι­κιο­κρά­τες Αμε­ρι­κα­νούς που εκ­με­ταλ­λεύ­τη­καν τη διώ­ρυ­γα του Πα­να­μά και τον πλη­θυ­σμό του”. Εδώ μπο­ρεί και να αι­σθαν­θεί κά­ποιος πως, κάτω από το σά­βα­νο που ρί­ξα­νε οι κρι­τι­κές στην ται­νία, ίσως να υπάρ­χει ένα σώμα που να έχει μέσα του ζωή. Επει­δή η  ται­νία μας στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δεν άφησε αδιά­φο­ρους τους κρι­τές της αλλά, αντί­θε­τα, μάλ­λον τους ενό­χλη­σε πολύ… Εδώ εί­χα­νε να κά­νουν όχι με μιαν ακόμη ται­νία για το μποξ, κα­λύ­τε­ρη ή χει­ρό­τε­ρη από τις προη­γού­με­νες, αλλά με μια πο­λι­τι­κή ται­νία που αφη­γεί­ται την ιστο­ρία ενός πολύ ιδιαί­τε­ρου και εμ­βλη­μα­τι­κού μπο­ξέρ, μια ται­νία που δια­θέ­τει ιδέες και παίρ­νει θέση.

Αλλά μέ­χρις εδώ η διε­ρεύ­νη­ση μέσα από τα κεί­με­να των κρι­τι­κών, που μπερ­δεύ­ε­ται κα­νείς κά­ποιες φορές αν κρα­τά­νε πένα ή φτυά­ρι όταν γρά­φουν. Επει­δή, για να έρ­θου­με σε επαφή με το σφυγ­μό, τη ζω­ντά­νια και τους χυ­μούς αυτής της ται­νί­ας, πρέ­πει να κά­νου­με το άλμα και να πάμε να τη δούμε. Και τότε, θα ανα­κα­λύ­ψου­με ανα­πά­ντε­χους θη­σαυ­ρούς.

Οι άν­θρω­ποι και τα θηρία

Ένα πολύ δυ­να­τό σκη­νο­θε­τι­κό εύ­ρη­μα, που έχει χρη­σι­μο­ποι­η­θεί συχνά σε ται­νί­ες για το μποξ, είναι το να εστιά­ζει η κά­με­ρα πάνω στα πρό­σω­πα των θε­α­τών, την ώρα που πα­ρα­κο­λου­θούν τον αγώνα στο ρινγκ. Σε τέ­τοιες σκη­νές, ο σκη­νο­θέ­της δη­μιουρ­γεί την αί­σθη­ση πως τα άγρια θηρία που δι­ψούν για αίμα δεν βρί­σκο­νται μέσα, αλλά γύρω από το ρινγκ. Έτσι, η μο­χθη­ρία, η λύσσα και η θρα­συ­δει­λία, που απο­τυ­πώ­νο­νται στα βλέμ­μα­τα του κοι­νού, κά­νουν έντο­νη αντί­θε­ση με την αγω­νία και τον φόβο των πυγ­μά­χων που πα­λεύ­ουν να κρα­τη­θούν όρ­θιοι, για έναν γύρο ακόμα, για να μην κα­ταρ­ρεύ­σει ο κα­θέ­νας τους νι­κη­μέ­νος πάνω στο κα­να­βά­τσο.

Ο Για­κου­μπό­βιτς, ο σκη­νο­θέ­της από τη Βε­νε­ζου­έ­λα που γύ­ρι­σε την ται­νία μας, προ­χω­ρεί αυτό το εύ­ρη­μα ένα επί­πε­δο πα­ρα­πά­νω: Εστιά­ζει πάλι στα πρό­σω­πα των θε­α­τών, μόνο που τώρα η κά­με­ρα δεν κι­νη­μα­το­γρα­φεί ου­δέ­τε­ρα, αλλά στέ­κε­ται απέ­να­ντι στο κάθε πρό­σω­πο με άποψη. Αλ­λιώς φω­τί­ζο­νται οι θε­α­τές, όταν είναι χορ­τά­τοι και κα­λο­ζω­ι­σμέ­νοι και ορέ­γο­νται αίμα και εκτό­νω­ση και εντε­λώς αλ­λιώ­τι­κα, όταν είναι πει­να­σμέ­νοι και φτω­χοί και δι­ψούν για δι­καί­ω­ση.

Όταν οι εξα­θλιω­μέ­νοι πα­νη­γυ­ρί­ζουν για τον “cholo”, τον άν­θρω­πό τους και εκ­πρό­σω­πο των πόθων τους, ο σκη­νο­θέ­της απο­τυ­πώ­νει την ανά­τα­ση και τον εν­θου­σια­σμό στα βλέμ­μα­τά τους. Δεν υπάρ­χει τί­πο­τα το άσχη­μο, το βά­ναυ­σο, στη χαρά των τα­πει­νών. Είναι σα να ψη­λώ­νουν μέσα σε λίγα δευ­τε­ρό­λε­πτα, σα να σπάνε επι­τέ­λους τα δεσμά τους.

Αντί­θε­τα, όταν ο φακός στρέ­φε­ται στους πλού­σιους, δεν τους χα­ρί­ζε­ται. Τους συλ­λαμ­βά­νει στη στιγ­μή ακρι­βώς που απο­κα­λύ­πτουν τη μι­κρό­τη­τα του χα­ρα­κτή­ρα τους και τους απο­δί­δει στο φιλμ σα να τους πα­ρα­δί­δει στο δι­κα­στή­ριο της Ιστο­ρί­ας.

Αλλά η ται­νία δεν εξα­ντλεί­ται στις σκη­νές των ανα­με­τρή­σε­ων στο ρινγκ: Δεί­χνει πολύ έντο­να πως η πραγ­μα­τι­κά αι­μα­τη­ρή και επι­κίν­δυ­νη αρένα είναι ο δρό­μος και η σύ­γκρου­ση με τις πά­νο­πλες δυ­νά­μεις κα­τα­στο­λής, και όχι το κα­να­βά­τσο. Η ται­νία ξε­κι­νά με μια φο­νι­κή ανα­μέ­τρη­ση: Πρό­κει­ται για την “Ημέρα των Μαρ­τύ­ρων”, την 9η Γε­νά­ρη 1964, όταν οι Βο­ρειο­α­με­ρι­κά­νοι πε­ζο­ναύ­τες δο­λο­φό­νη­σαν 25 νε­α­ρούς Πα­να­μέ­ζους δια­δη­λω­τές, για να μην τολ­μή­σουν να πλη­σιά­σουν τη Διώ­ρυ­γα. Το σε­νά­ριο εδώ θέλει τον εντε­κά­χρο­νο “cholo” να συμ­με­τέ­χει στη δια­δή­λω­ση και να απο­κτά συ­νεί­δη­ση μέσα από τη σύ­γκρου­ση με την ιμπε­ρια­λι­στι­κή υπερ­δύ­να­μη.

Ο σκη­νο­θέ­της αρ­χί­ζει με μια δυ­να­τή σκηνή, όπου κα­λο­θρεμ­μέ­νοι και κα­λο­ντυ­μέ­νοι φοι­τη­τές Βο­ρειο­α­με­ρι­κα­νοί, κά­νο­ντας προστατευτικό κλοιό γύρω από το κο­ντά­ρι της ση­μαί­ας των ΗΠΑ στη διώ­ρυ­γα, φω­νά­ζουν προ­κλη­τι­κά ενά­ντια στους δια­δη­λω­τές που πλη­σιά­ζουν. Οι φωνές είναι εκ του ασφα­λούς επει­δή, γύρω από τα χορ­τα­σμέ­να Βο­ρειο­α­με­ρι­κα­νό­που­λα, υπάρ­χουν πολ­λές σει­ρές με πά­νο­πλους πε­ζο­ναύ­τες των ΗΠΑ. Κι όταν αρ­χί­ζουν τα πυρά κι ο πρώ­τος δια­δη­λω­τής πέ­φτει κάτω χτυ­πη­μέ­νος σαν πουλί, ο φακός ζου­μά­ρει πάνω σε ένα εντυ­πω­σια­κά όμορ­φο πλου­σιο­κό­ρι­τσο, υπε­ρα­σπί­στρια της ση­μαί­ας των ΗΠΑ, που χο­ρο­πη­δά εν­θου­σια­σμέ­νη για το πρώτο χυ­μέ­νο αίμα. Η σφαγή των αθώων ξε­κι­νά ταυ­τό­χρο­να με το θρί­αμ­βο της αχρειό­τη­τας.

H πτώση…

Ο πραγ­μα­τι­κός Ρο­μπέρ­το Ντου­ράν, παιδί του δρό­μου που πυγ­μα­χού­σε από 10 χρο­νών για να κερ­δί­σει το ψωμί του, κα­τά­φε­ρε να κα­τα­κτή­σει τον κο­ρυ­φαίο τίτλο στην κα­τη­γο­ρία του – τη ζώνη του πα­γκό­σμιου πρω­τα­θλη­τή – τον Ιούνη του 1980. Αντί­πα­λός του, ο προη­γού­με­νος πα­γκό­σμιος πρω­τα­θλη­τής ελα­φρών βαρών, ο Βο­ρειο­α­με­ρι­κα­νός Σού­γκαρ Ρέι Λέ­ο­ναρντ (καμία απο­λύ­τως σχέση με τον Σού­γκαρ Ρέι Ρό­μπιν­σον, που ση­μά­δε­ψε μια ολό­κλη­ρη εποχή στο μποξ και υπήρ­ξε το ίν­δαλ­μα του Μω­χά­μετ Άλη). Ο αντί­πα­λος του Ντου­ράν ήταν ένας ση­μα­ντι­κός πυγ­μά­χος και ταυ­τό­χρο­να μια προ­σω­πι­κό­τη­τα που συμ­βό­λι­ζε τη βι­τρί­να του αμε­ρι­κά­νι­κου ονεί­ρου.

Η ανα­μέ­τρη­ση ανά­με­σα στο προ­ϊ­όν του αμε­ρι­κα­νι­κού βιο­μη­χα­νι­κού πρω­τα­θλη­τι­σμού από τη μια και στο παιδί της πα­ρα­γκού­πο­λης από μια χώρα υπό­δου­λη ου­σια­στι­κά στις ΗΠΑ από την άλλη, πήρε εξαρ­χής έντο­νο πο­λι­τι­κό χρώμα, και η νίκη του Ντου­ράν εξε­λί­χθη­κε, στον πλα­νή­τη όλο και ιδιαί­τε­ρα στον Πα­να­μά, σε πα­νη­γύ­ρι των κα­τα­πιε­σμέ­νων.    

Ήδη, η ζωή του νέου πα­γκό­σμιου πρω­τα­θλη­τή Ρο­μπέρ­το Ντου­ράν θα μπο­ρού­σε να είναι το υλικό για μια σειρά ται­νί­ες, κόμικ και βι­βλία. Όμως όλο το πα­γκό­σμιο κοινό του μποξ έχει συν­δέ­σει πια τον Ρο­μπέρ­το Ντου­ράν με τον επό­με­νο ακρι­βώς αγώνα του, τη ρε­βάνς που ζή­τη­σε και πέ­τυ­χε ο νι­κη­μέ­νος Σού­γκαρ Ρέι Λέ­ο­ναρντ από τον αν­τζέ­ντη του Ρο­μπέρ­το Ντου­ράν. Η ρε­βάνς δό­θη­κε λί­γους μήνες αρ­γό­τε­ρα και, στο πιο κρί­σι­μο ση­μείο του αγώνα στον 8ο γύρο, ο Ντου­ράν κα­τέ­βα­σε τα χέρια και στα­μά­τη­σε τον αγώνα, λέ­γο­ντας τη χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή φράση “Nó mas” (“Όχι άλλο”). Θε­ω­ρή­θη­κε ως η πιο ντρο­πια­στι­κή πα­ραί­τη­ση σε όλη την ιστο­ρία των πυγ­μα­χι­κών ανα­με­τρή­σε­ων! Το ίν­δαλ­μα των κα­τα­φρο­νη­μέ­νων τα πα­ρά­τη­σε και απο­χώ­ρη­σε από το ρινγκ, αφή­νο­ντας μά­λι­στα να πε­ρά­σουν χρό­νια μέχρι να ξα­να­εμ­φα­νι­στεί σε αγώνα μποξ.

Όπως είναι φυ­σι­κό κι επό­με­νο, η ται­νία μας όχι απλώς ασχο­λεί­ται με την κα­τα­βα­ρά­θρω­ση του Ντου­ράν, αλλά και επι­χει­ρεί να δώσει μια εξή­γη­ση στο συμ­βάν.

Εδώ λοι­πόν ο σκη­νο­θέ­της κα­τα­θέ­τει ξε­κά­θα­ρα πως η απά­ντη­ση δεν κρύ­βε­ται σε κά­ποιες “άγνω­στες” προ­σω­πι­κές πλη­ρο­φο­ρί­ες για το τι συ­νέ­βη εκεί­νες τις στιγ­μές στον Ντου­ράν, αλλά αντί­θε­τα βρί­σκε­ται στην ίδια τη φύση του πρω­τα­θλη­τι­σμού. Ο Ντου­ράν έτρε­χε σαν άλογο για να αντα­πο­κρι­θεί στις υπο­χρε­ώ­σεις του στο μποξ και πολύ απλά χρεια­ζό­ταν άμεσα ξε­κού­ρα­ση και ηρε­μία, και όχι να επι­τα­χύ­νει το ρυθμό των ματς και των εξο­ντω­τι­κών προ­πο­νή­σε­ων που συ­νε­πά­γο­νταν. Ο Ντου­ράν “κάηκε” εξαι­τί­ας της ανά­γκης του συ­στή­μα­τος του μποξ να απο­κο­μί­σει όσα πε­ρισ­σό­τε­ρα κέρδη μπο­ρεί από τους πρω­τα­θλη­τές πριν “ολο­κλη­ρώ­σουν τον κύκλο τους” και πά­ψουν να είναι κερ­δο­φό­ροι.

Πριν και μετά τον Ντου­ράν, ένας ατέ­λειω­τος αριθ­μός από αθλη­τές της πυγ­μα­χί­ας ανε­βαί­νουν για λίγο στο βάθρο και μετά χά­νο­νται, ενώ νέοι ανα­λώ­σι­μοι παίρ­νουν τη θέση τους. Δεν αρκεί να κερ­δί­σει ένας “καλός”, ένα “παιδί του λαού” – ή και πε­ρισ­σό­τε­ροι – για να αλ­λά­ξουν τα πράγ­μα­τα στο μποξ, ή οπου­δή­πο­τε αλλού. Το σύ­στη­μα δεν πο­λε­μιέ­ται από τα μέσα, αντί­θε­τα είναι κρε­α­το­μη­χα­νή που αλέ­θει τους νέους μα­χη­τές και τις κα­λύ­τε­ρες προ­θέ­σεις. Και η μόνη δια­φο­ρά που κα­τά­φε­ρε ο Ντου­ράν ήταν πως δεν έπεσε κάτω από τα χτυ­πή­μα­τα ενός αντί­πα­λου, αλλά, έστω τε­λευ­ταία στιγ­μή, αρ­νή­θη­κε να παί­ξει το παι­γνί­δι όπως το όρι­ζαν οι με­γα­λο­καρ­χα­ρί­ες του μποξ και δεν δέ­χτη­κε να είναι ένα άλογο κούρ­σας στον ιπ­πό­δρο­μο.

Έτσι, δεν υπήρ­χαν στην ται­νία μας γαρ­γα­λι­στι­κά μυ­στι­κά και φλύ­α­ρη πε­ρι­πτω­σιο­λο­γία, αλλά μο­νά­χα κα­θα­ρή πο­λι­τι­κή θέση εντε­λώς αντί­θε­τη στις αξίες του πρω­τα­θλη­τι­σμού και του κα­πι­τα­λι­σμού εν γένει. Κι αυτό δεν άρεσε στους κρι­τι­κούς, ξε­κι­νώ­ντας πρώτα από τους γρά­φο­ντες για αγ­γλό­φω­νο κοινό και στη συ­νέ­χεια στους εδώ ανα­με­τα­δό­τες τους, που βρή­καν ως “ξερά ακα­δη­μαϊ­κή” την προ­σέγ­γι­ση του σκη­νο­θέ­τη.

Αλλά μήπως ο Ντου­ράν, όπως πα­ρου­σιά­ζε­ται στην ται­νία, απο­δί­δε­ται ως μο­νο­διά­στα­τη φι­γού­ρα, ως ένας χάρ­τι­νος “ήρωας του καλού”, όπως απει­ρά­ριθ­μοι πα­ρό­μοιοι στο αμε­ρι­κά­νι­κο σι­νε­μά;

Ισχυ­ρι­ζό­μα­στε πως η ται­νία απέ­φυ­γε ικα­νο­ποι­η­τι­κά αυτόν τον σκό­πε­λο, πα­ρου­σιά­ζο­ντας έναν Ντου­ράν σύν­θε­το, αντι­φα­τι­κό και πολύ αν­θρώ­πι­νο. Ο ήρωας της ται­νί­ας, ενώ είναι ξε­κά­θα­ρα αντι­ϊ­μπε­ρια­λι­στής και αντί­πα­λος των πλού­σιων, έχει ταυ­τό­χρο­να πολλά θέ­μα­τα για να δου­λέ­ψει. Ο Ντου­ράν φλερ­τά­ρει αδιά­κο­πα με την αλα­ζο­νεία, η συ­μπε­ρι­φο­ρά του είναι συχνά σε­ξι­στι­κή και, ενώ δια­θέ­τει συ­νή­θως λα­μπρό έν­στι­κτο, του λεί­πουν πάρα πολύ οι επε­ξερ­γα­σμέ­νες ιδέες για τις σχέ­σεις των αν­θρώ­πων και για την κοι­νω­νία.

Ο Ντου­ράν κα­τα­λα­βαί­νει από την εμπει­ρία του πως ο κό­σμος είναι χω­ρι­σμέ­νος σε δυο ου­σια­στι­κά τά­ξεις. Κι όταν ο ίδιος γί­νε­ται πολύ πλού­σιος, ανα­λαμ­βά­νει και εξα­σφα­λί­ζει το κα­θη­με­ρι­νό συσ­σί­τιο για όλη την πα­ρα­γκού­πο­λη “Chorillo”, από όπου κα­τά­γε­ται, και δεν ξεχνά ποτέ τους αν­θρώ­πους που τον συ­ντρό­φευαν στα χρό­νια της πεί­νας. Κι όμως, ταυ­τό­χρο­να δεί­χνει απί­στευ­τη αφέ­λεια απέ­να­ντι στους πο­λι­τι­κούς ηγέ­τες, όπως τον Ομάρ Τορ­ρί­χος του Πα­να­μά, που υπό­σχο­νται “έντι­μες συμ­φω­νί­ες” με τις ΗΠΑ για να πα­ρα­χω­ρή­σουν οι­κειο­θε­λώς τμή­μα­τα της κυ­ριαρ­χί­ας τους στους λαούς της Νό­τιας Αμε­ρι­κής. Και ο Ντου­ράν κα­τρα­κυ­λά στην απελ­πι­σία όταν αντι­λαμ­βά­νε­ται το αδιέ­ξο­δο τέ­τοιων “ελ­πί­δων”.

Στον ήρωα της ται­νί­ας, τί­πο­τα το αν­θρώ­πι­νο δεν του είναι ξένο. Βιώ­νει την ήττα,  την απο­μό­νω­ση, την πα­ρακ­μή και την από­λυ­τη πα­ραί­τη­ση. Ζει μέσα στο πιο βαθύ του είναι το τι ση­μαί­νει να είσαι νι­κη­μέ­νος. Ο Ντου­ράν συ­ντρί­βε­ται και βου­λιά­ζει μέχρι το βυθό της ατί­μω­σης.

Και μετά… ξα­να­βγαί­νει στην επι­φά­νεια. Χάρη στον προ­σω­πι­κό εμ­ψυ­χω­τή του ήρωα, τον Τσα­φλάν, τον δά­σκα­λο της αξιο­πρέ­πειας.

Και ο Ντου­ράν ξε­κι­νά την επι­στρο­φή του στο ρινγκ, αρ­χί­ζο­ντας το τα­ξί­δι του από τον Μαύρο Χρι­στό του Πορ­το­μπέ­λο.

…και η νε­κρα­νά­στα­ση

Σε μια από τις κρι­τι­κές, την πιο απρο­κά­λυ­πτα επι­θε­τι­κή, κα­τα­δι­κά­ζε­ται η ται­νία με πε­ρισ­σό δη­λη­τή­ριο, ανά­με­σα στα άλλα και διότι πε­ριέ­χει “μια όψιμη σκηνή φολ­κλόρ θρη­σκευ­τι­κής λι­τα­νεί­ας”. Αυτή η σκηνή στιγ­μα­τί­ζε­ται ως το  τε­λειω­τι­κό δείγ­μα της “αδυ­να­μί­ας” του σκη­νο­θέ­τη “να πα­τή­σει πόδι στο υλικό του”.

Εμείς, αντί­θε­τα, βρή­κα­με πολύ ται­ρια­στή τη σκηνή της “φολ­κλόρ λι­τα­νεί­ας”. Πρό­κει­ται για την πιο πο­λυ­πλη­θή λαϊκή συ­γκέ­ντρω­ση που γί­νε­ται κάθε χρόνο στον Πα­να­μά, στις 21 Οκτώ­βρη, και τε­λεί­ται από τον 17ο αιώνα. Είναι η γιορ­τή του “Μαύ­ρου Χρι­στού του Πορ­το­μπέ­λο”, του ξύ­λι­νου αγάλ­μα­τος που βρέ­θη­κε σ’ αυτό το χωριό το 1658 και απει­κο­νί­ζει έναν κα­τά­μαυ­ρο Χρι­στό που σέρ­νει τον σταυ­ρό του και που το πρό­σω­πό του σπα­ρά­ζει με απί­στευ­τη εκ­φρα­στι­κό­τη­τα από το μα­στί­γιο που του χα­ράσ­σει την πλάτη.

Οι μαύ­ροι, οι μι­γά­δες και οι ιθαγενείς του Πα­να­μά έχουν ταυ­τι­στεί με το πρό­σω­πο του Μαύ­ρου Χρι­στού που απο­δί­δει, με την έκ­φρα­σή του, κα­λύ­τε­ρα από εκατό με­λέ­τες και άρθρα το τι σή­μαι­νε η σκλα­βιά και η αποι­κιο­κρα­τία για τις υπό­δου­λες τά­ξεις, από την εποχή της κα­τά­κτη­σης της Αμε­ρι­κής από τους Ευ­ρω­παί­ους, ως σή­με­ρα. Γι’ αυτό και οι τα­πει­νοί του Πα­να­μά περ­πα­τούν κάθε χρόνο δε­κά­δες χι­λιό­με­τρα για να φτά­σουν μέχρι το Πορ­το­μπέ­λο.       

Στην ται­νία, ο Ντου­ράν, όταν ανα­κάμ­πτει από την πα­ραί­τη­ση, πάει να δέσει το νήμα με τους πό­θους του λαού του, και, προ­τού αρ­χί­σει να προ­πο­νεί­ται πάλι, παίρ­νει θέση ως ένας από αυ­τούς που ση­κώ­νουν στους ώμους τους το άγαλ­μα του Μαύ­ρου Χρι­στού στη γιορ­τή. Ο Μαύ­ρος Χρι­στός δεν είναι φολ­κλόρ ούτε θρη­σκεία, κι ας πε­ριέ­χει και τα δύο. Ο Μαύ­ρος Χρι­στός είναι η ση­μαία και η πε­ρη­φά­νια των κα­τα­φρο­νε­μέ­νων, η δή­λω­ση πί­στης των ητ­τη­μέ­νων της Ιστο­ρί­ας, που επι­μέ­νουν να κρα­τούν την ταυ­τό­τη­τά τους. Και ο Ντου­ράν δη­λώ­νει με τη συμ­με­το­χή του το “εδώ ανήκω κι εδώ θα σταθώ”, για να αρ­χί­σει πάλι τον αγώνα.

Οι σαλ­τα­δό­ροι: αγώ­νας δρό­μου με την πείνα και τον θά­να­το

Αρ­κε­τές σκη­νές στην ται­νία μας θυ­μί­ζουν ει­κό­νες από την εποχή της Κα­το­χής στην Ελ­λά­δα. Ο μι­κρός “cholo” κλέ­βει συχνά μάν­γκο μέσα από την πε­ρί­φρα­ξη των πε­ζο­ναυ­τών στη Διώ­ρυ­γα του Πα­να­μά και τα μοι­ρά­ζε­ται πρώτα με τα πει­να­σμέ­να αδέλ­φια του στο σπίτι και κα­τό­πιν με τα παι­διά της γει­το­νιάς.

Στο σπίτι του Ντου­ράν δεν υπάρ­χει πα­τέ­ρας, όπως και σε αρ­κε­τά άλλα σε όλη την πα­ρα­γκού­πο­λη. Όμως δεν λεί­πει η προ­στα­τευ­τι­κή φι­γού­ρα που συ­γκι­νεί και πα­ρα­κι­νεί τα παι­διά στην ξε­χα­σμέ­νη γει­το­νιά. Πρό­κει­ται για τον Τσα­φλάν, έναν από­λυ­τα εξα­θλιω­μέ­νο μιγά, που βρί­σκε­ται μό­νι­μα στο όριο του να σβή­σει από την πείνα. Ο Τσα­φλάν είναι ο δά­σκα­λος και ο εμ­ψυ­χω­τής των παι­διών. Βέ­βαια δεν δι­δά­σκει γράμ­μα­τα, επει­δή είναι αναλ­φά­βη­τος, όμως τους μα­θαί­νει πρώτα από όλα αξιο­πρέ­πεια, υπε­ρη­φά­νεια, κέφι ακα­τα­πό­νη­το και σθέ­νος ακα­τά­βλη­το. Ο Τσα­φλάν, ο πα­ρί­ας που δεν έχει δεύ­τε­ρο ρούχο να φο­ρέ­σει, με­τα­μορ­φώ­νε­ται σε δά­σκα­λο της υψη­λο­φρο­σύ­νης.

Έτσι, η ζωή του Τσα­φλάν απο­κτά νόημα. Κάθε στιγ­μή, με τη στάση του μέσα στην κό­λα­ση της πα­ρα­γκού­πο­λης δίνει το πα­ρά­δειγ­μα της ευ­γέ­νειας και της αντο­χής σε όλα τα δύ­σκο­λα. Ο Τσα­φλάν, ακόμα κι όταν κλέ­βει, λέει πά­ντο­τε “ευ­χα­ρι­στώ”. Και το ίδιο δι­δά­σκει και στα παι­διά. Ο Τσα­φλάν ασκεί κι αυτός για βιο­πο­ρι­σμό, παρά τα χρό­νια του, το επάγ­γελ­μα του σαλ­τα­δό­ρου.

Ο κα­τα­λα­νός ηθο­ποιός Όσκαρ Χε­νά­δα, που υπο­δύ­ε­ται τον Τσα­φλάν, χα­ρί­ζει στο ρόλο τη σε­μνό­τη­τα που απαι­τεί, μαζί όμως με την έντα­ση των συ­ναι­σθη­μά­των, γιατί αυτός ο ήρωας δεν απαρ­νιέ­ται την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Aντί­θε­τα, τη ζει όσο πιο πα­θια­σμέ­να μπο­ρεί. Εδώ οι κρι­τι­κοί του κι­νη­μα­το­γρά­φου τη­ρούν ολο­κλη­ρω­τι­κή σιγή ασυρ­μά­του. O Τσα­φλάν δεν υπάρ­χει στα γρα­πτά τους ούτε ως υπο­ση­μεί­ω­ση.

Βέ­βαια, οι πε­ρισ­σό­τε­ροι από αυ­τούς δεν πα­ρα­λεί­πουν να σχο­λιά­σουν το “ατά­λα­ντο”, όπως το χα­ρα­κτη­ρί­ζουν, παί­ξι­μο της κου­βα­νέ­ζας ηθο­ποιού Άνα ντε Άρμας, που εμ­φα­νί­ζε­ται στην ται­νία ως σύ­ζυ­γος του πυγ­μά­χου Ντου­ράν, ενώ ταυ­τό­χρο­να πα­ρα­λη­ρούν για τη θέα του γυ­μνού κορ­μιού της. Αλλά είναι αν­θρώ­πι­νο και κα­τα­νοη­τό να στέ­κε­ται κα­νείς στην επι­φά­νεια. Και ακόμη πιο φυ­σι­κό το να μην πα­ρα­τη­ρεί κα­νείς κα­θό­λου όσα δεν αντέ­χει να δει.

Έχει τόση ση­μα­σία, όση της δί­νου­με εμείς, ένας δεύ­τε­ρος ή τρί­τος ρόλος σε μια δίωρη ται­νία;

Είναι αξιο­ση­μεί­ω­το πως στα έργα που κά­νουν θό­ρυ­βο και εύ­κο­λα μετά ξε­χνιού­νται, οι με­γά­λες ατά­κες και οι βα­ριές δη­λώ­σεις να γί­νο­νται από τους πρω­τα­γω­νι­στές, τα κύρια πρό­σω­πα του έργου.

Όμως, αντί­θε­τα, στη με­γά­λη λο­γο­τε­χνία πολύ συχνά συμ­βαί­νει το αντί­θε­το. Στα έργα του Τολ­στόι και του Ντο­στο­γιέφ­σκι τις με­γά­λες αλή­θειες και τις πιο αξιο­μνη­μό­νευ­τες δη­λώ­σεις τις κά­νουν κατά κα­νό­να τα “μικρά” πρό­σω­πα. Κάτι ανά­λο­γο συμ­βαί­νει και στον Όμηρο, όπου τα πιο βαθιά και ση­μα­ντι­κά αι­σθή­μα­τα και τους αντί­στοι­χα δυ­να­τούς στί­χους που τα εκ­φρά­ζουν τα βιώ­νουν και τα απο­δί­δουν οι Τρώες κι όχι οι νι­κη­τές Αρ­γεί­οι, που πάνω τους πέ­φτουν τα φώτα. Και στην ελ­λη­νι­κή τρα­γω­δία, ο χορός είναι γε­νι­κά πολύ πιο βαθύς και ου­σια­στι­κός στις πα­ρα­τη­ρή­σεις του από ό,τι οι ηθο­ποιοί.      

Ο σκη­νο­θέ­της ακο­λου­θεί αυτή την πα­ρά­δο­ση. Ο Ρό­μπερτ Ντε Νίρο σε όλη τη διάρ­κεια του φιλμ δια­τυ­πώ­νει πολλά τσι­τά­τα για τη στρα­τη­γι­κή και τις τε­χνι­κές που πρέ­πει να δια­θέ­τει ένας μα­χη­τής. Για το ότι στο μποξ απο­φα­σί­ζει το μυαλό κι όχι η δύ­να­μη κλπ. Όμως η πραγ­μα­τι­κά αξιο­μνη­μό­νευ­τη φράση για το μποξ λέ­γε­ται από έναν “μικρό” ηθο­ποιό, έναν μαύρο ατζέ­ντη,  που απο­κρού­ο­ντας τα μα­να­τζε­ρί­στι­κα τσι­τά­τα του Ντε Νίρο, απα­ντά:  “το μποξ διοι­κεί­ται από εγκλη­μα­τί­ες, κα­θάρ­μα­τα και απα­τε­ώ­νες από τότε που γεν­νή­θη­κε”.

Όμως, καμιά δή­λω­ση δεν έχει τη δύ­να­μη του πα­ρα­δείγ­μα­τος. Ο Τσα­φλάν στο έργο μας δεν δη­λώ­νει απλώς, αλλά θυ­σιά­ζε­ται, χα­ρά­ζο­ντας ξανά τα σύ­νο­ρα ανά­με­σα στον κόσμο αυτών που δεν έχουν τί­πο­τα, και εκεί­νων που στέ­κο­νται φρου­ροί του πλού­του. Ο Τσα­φλάν είναι πολύ γέρος πια για να τρέ­χει κυ­νη­γη­μέ­νος από τους νοι­κο­κυ­ραί­ους για λίγο φα­γη­τό. Και δεν αντέ­χει.

Στα “Τε­τρά­δια Ημε­ρο­λο­γί­ου” του ο Γιώρ­γος Θε­ο­το­κάς ση­μειώ­νει μια δυ­να­τή σκηνή από την Κα­το­χή στην Αθήνα: ένας πει­να­σμέ­νος κλέ­βει από έναν πάγκο λίγο ψωμί, δα­γκώ­νο­ντάς το ενώ τρέ­χει. Οι ιδιο­κτή­τες του πά­γκου τον κυ­νη­γά­νε και τον προ­φταί­νουν, τον ρί­χνουν στο έδα­φος και τον κλω­τσά­νε με μανία. Και ο πει­να­σμέ­νος, ενώ δέ­χε­ται ανε­λέ­η­τα χτυ­πή­μα­τα, συ­νε­χί­ζει να κα­τα­βρο­χθί­ζει όσο πε­ρισ­σό­τε­ρο ψωμί μπο­ρεί.

Ο Τσα­φλάν, στην Πόλη του Πα­να­μά το ’80, δεν έχει την τύχη να γλυ­τώ­σει μο­νά­χα με έναν άγριο ξυ­λο­δαρ­μό, πλη­ρώ­νει με τη ζωή του το λίγο κλεμ­μέ­νο φα­γη­τό του.

Και οι κρι­τι­κοί μας, που δεν τσι­γκου­νεύ­ο­νται σχό­λια για τα κάλλη της Ντε Άρμας, εδώ υλο­ποιούν το «απο­ρία ψάλ­του, βηξ!»

Αλλά θα μπο­ρού­σαν ποτέ να μι­λή­σουν για τα χρώ­μα­τα οι τυ­φλοί, να ανα­λύ­σουν τη μου­σι­κή οι κου­φοί και να αντι­λη­φθούν τη μα­γεία, τη συ­γκί­νη­ση και την ουσία του σι­νε­μά οι κρι­τι­κοί του κι­νη­μα­το­γρά­φου; 

Και η επι­στρο­φή του Ντου­ράν στο ρινγκ, όπως και κάθε απο­φα­σι­σμέ­νη ανα­μέ­τρη­ση των πα­ρα­γκω­νι­σμέ­νων με τους κα­τέ­χο­ντες και τους ισχυ­ρούς, γί­νε­ται για όλους τους Τσα­φλάν του κό­σμου!

Κλεί­νο­ντας το ση­μεί­ω­μα για το “Hands of Stone”, θα άξιζε να ση­μειω­θεί το μή­νυ­μα όλου του έργου που συ­μπυ­κνώ­νε­ται σε μια φράση: αυτήν τη δια­τυ­πώ­νει ο πε­ζο­ναύ­της των ΗΠΑ που κυ­νη­γά με το όπλο στο χέρι τον πι­τσι­ρί­κο Ντου­ράν για τα κλεμ­μέ­να μάν­γκος.

Βγες έξω και κο­λύ­μπα” είναι το ουρ­λια­χτό του πε­ζο­ναύ­τη, κι ο σκη­νο­θέ­της επα­να­λαμ­βά­νει τη σκηνή, για να μας εντυ­πω­θεί, και στο τέλος του έργου.     

Βγες έξω και κο­λύ­μπα”, γιατί η ζωή είναι μάχη, και ο αντί­πα­λος μας πλη­σιά­ζει έχο­ντας ντυ­θεί όλη την πε­ρί­φρα­κτη και πά­νο­πλη θρα­συ­δει­λία του.

Βγες έξω και κο­λύ­μπα”, γιατί η πα­ραί­τη­ση βοηθά μόνο τους πλού­σιους και τους ισχυ­ρούς. Εμάς μας κρα­τά­ει και μας συ­ντη­ρεί ο αγώ­νας.

 “Βγες έξω και κο­λύ­μπα”, γιατί θα κερ­δί­σου­με τόση δι­καιο­σύ­νη, όση εμείς απο­σπά­σου­με από τα αφε­ντι­κά. 

“Βγες έξω και κο­λύ­μπα”, για να πά­ρουν κά­πο­τε τα όνει­ρα εκ­δί­κη­ση.

“Βγες έξω και κο­λύ­μπα”. Τώρα!

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s