«Θα ήθελα να μην υπάρχει κανένα σύνορο στον κόσμο»

Η «Κόκκινη» συζητά με την Οβίλια Μάιρα από το Μπαγκλαντές. Η Οβίλια είναι η πρώτη τρανς προσφύγισσα, η οποία κατάφερε να επιβεβαιώσει νομικά το φύλο της στην Ελλάδα. Μιλάμε μαζί της για το τι σημαίνει να είσαι μετανάστρια/προσφύγισσα στην Ελλάδα σήμερα, για τις δυσκολίες που συνάντησε τόσο αυτή όσο και όλα τα τρανς άτομα, για το ρατσιστικό μίσος, για τις εθνικές ταυτότητες, τις επαναπροωθήσεις, για τα εθνικά σύνορα.

Τη συνέντευξη πήρε (τ)ο Άλεξ Βήσαλο Ράινερς

Αρχικά, θα μπορούσες να μου πεις λίγα λόγια για την εαυτή σου;

Γεια, είμαι η Οβίλια Μάιρα, είμαι 26 χρονών και είμαι από το Μπαγκλαντές. Έχω πάρει άσυλο στην Αθήνα, εδώ στην Ελλάδα. Εδώ ζω και ήρθα στην Ελλάδα το 2016. Τον Δεκέμβρη.

Ήσουν επίσης η πρώτη τρανς γυναίκα προσφύγισσα, που άλλαξε νομικά το φύλο της εδώ στην Ελλάδα. Πώς ένιωσες, όταν το έκανες και πώς νιώθεις που ξέρεις ότι είσαι αυτό το άτομο, ότι κουβαλάς αυτή την ταμπέλα;

Ο λόγος για μένα να αποδράσω από το Μπαγκλαντές ήταν για να ζήσω μόνη μου, για να ζήσω αληθινά τη ζωή μου. Δεν υπήρχε για μένα η δυνατότητα να ζήσω στο Μπαγκλαντές όπως ήμουν, όπως ήθελα. Οπότε από την αρχή ήθελα να ζήσω μια αληθινή ζωή.

Από τότε που ήρθα στην Ελλάδα, υπήρχε ένας νέος νόμος που προστάτευε την ταυτότητα φύλου. Οπότε, όταν αποφάσισα να προχωρήσω σε επιβεβαίωση του φύλου μου, ήταν 2019, σχεδόν ένας χρόνος που είχα αποφασίσει ότι δεν θα παρουσιάσω από δω και πέρα τον εαυτό μου ως αρσενικό, ως αγόρι. Και από τότε το ταξίδι μου ξεκίνησε. Και μετά βρήκα τον γιατρό, εδώ στην Αθήνα, με τη βοήθεια κάποιων φίλων από τη Μυτιλήνη, ζούσα στη Λέσβο τότε. Μέχρι τότε δεν είχα φύγει από το camp.

Και μετά ξεκίνησα τα φάρμακά μου. Υπήρχε αυτός ο νομός ότι μπορεί κάποιο να αλλάξει το όνομα και την ταυτότητα φύλου του επίσημα, αλλά δεν συμπεριλαμβάνονταν οι προσφύγισσες, οι μετανάστριες. Μετά από αυτό δεν ξέρω ποια ήταν η νομική διαδικασία για να συμπεριληφθούν τα προσφυγά, τα μεταναστά. Ο δικηγόρος μου μου είπε «τώρα οι μετανάστες συμπεριλαμβάνονται, οπότε μπορούμε να ξεκινήσουμε τη διαδικασία». Και μετά ήμουν απλά…, απλά δεν μπορούσα να το πιστέψω αυτό. Γιατί κάθε φορά που έπρεπε να ταξιδέψω στην Αθήνα με αεροπλάνο έπρεπε να δουν την ταυτότητά μου και υπήρχε η λέξη «άρρεν» στην ταυτότητα φύλου και εγώ φαινόμουν σαν γυναίκα, οπότε με κοιτούσαν από τα νύχια μέχρι την κορφή. Και ήταν τόσο ριψοκίνδυνο και ήμουν τόσο αγχωμένη όλη την ώρα. Τέλος πάντων.

Και μετά, επιτέλους, ο δικηγόρος μου ξεκίνησε τη νομική διαδικασία. Κι έτσι μια μέρα, απλά, με πήρε τηλέφωνο και μου είπε, «ξέρεις αυτή είναι η ημερομηνία, θα πάμε στο δικαστήριο, θα πρέπει να παρουσιαστείς μπροστά στη δικαστή». Είπα «θεέ μου», ήμουν τόσο αγχωμένη. Αλλά επιτέλους ήρθε η μέρα και πήγα στο δικαστήριο με τον δικηγόρο και η δικαστής με ρώτησε για την προσωπική μου ζωή και πότε ήρθα στη χώρα και όλα αυτά και πώς νιώθω και αν είχα ξεκινήσει τα φάρμακα και όλα τα σχετικά. Και είχα αυτή τη συζήτηση με τη δικαστή και ήταν τόσο καλή και ευγενική. Και η δικαστής είπε, «είσαι γυναίκα και σου αξίζει να ζεις τη ζωή σαν γυναίκα και γι’ αυτό πιστεύω πως ο νόμος θα πάρει τη σωστή απόφαση». Και αμέσως μετά, δυο μήνες μετά, έμαθα την απόφαση και ήταν θετική. Έτσι μπόρεσα να αλλάξω όλα τα επίσημα έγγραφά μου.

Έμενες, λοιπόν, στη Λέσβο και μετά μετακόμισες στην Αθήνα και μετά στη Θεσσαλονίκη και τώρα πάλι πίσω στην Αθήνα. Πώς αισθάνεσαι που αλλάζεις ακόμα το που μένεις;

Για να πω την αλήθεια, βρισκόμουν σε μια μακροχρόνια σχέση. Κράτησε τέσσερα χρόνια, περάσαμε δυσκολίες μαζί και είχαμε αυτόν τον δεσμό. Η σχέση μας ήταν σαν οικογενειακή. Και πάντα ένιωθα ότι ήταν η οικογένειά μου, αφού τα άφησα όλα πίσω.

Όταν γνώρισα το πρώην αγόρι μου, για κάποιο λόγο δεν δούλεψε. Είχαμε διαμάχες και δεν δούλεψε και έπρεπε να χωρίσουμε. Έφυγα από τη

Λέσβο και ήταν κι αυτή μια πολύ δύσκολη στιγμή για μένα, γιατί είχαμε όντως «χτίσει» ένα σπίτι μαζί, μέναμε μαζί. Τον άφησα εκεί και μετακόμισα στην Αθήνα. Εκείνο το κομμάτι ήταν απαίσιο για μένα. Ένιωσα λες και άφησα πίσω το σπίτι μου, όπως στο Μπαγκλαντές.

Και μετά ήταν το lockdown. Πριν το lockdown δέχθηκα μια πρόταση για δουλειά στη Θεσσαλονίκη και πήγα εκεί. Και μια βδομάδα αργότερα ξεκίνησε το πρώτο lockdown το 2020, οπότε επέστρεψα στην Αθήνα για το lockdown. Αφού τέλειωσε η καραντίνα, πήγα πάλι πίσω στη Σαλονίκη και από τότε ήμουν πολύ δυστυχισμένη στη Θεσσαλονίκη λόγω της διαδικασίας με τη δουλειά, αλλά ένιωθα περισσότερο σαν το σπίτι μου στη εκεί παρά στην Αθήνα. Έχω τον καλύτερό μου φίλο στη Θεσσαλονίκη και την οικογένειά του, είναι τόσο αξιαγάπητοι και τα άτομα που έχω γνωρίσει εκεί είναι πολύ αξιαγάπητα. Με κάνουν να αισθάνομαι πάντα ασφάλεια. Οπότε και πάλι, όταν έφυγα από τη Σαλονίκη, μου ήταν πολύ δύσκολο. Είναι πάντα δύσκολο να αφήνεις το σπίτι σου και να πηγαίνεις σε μια νέα πόλη. Ακόμα προσπαθώ να το επεξεργαστώ πως είμαι πίσω σε αυτό το μέρος.

Πώς ψάχνεις να βρεις κοινότητα όταν μετακομίζεις σε ένα νέο μέρος;

Στη Μυτιλήνη είχα γνωρίσει ένα άτομο. Ήταν από την Ισπανία και ήταν μέλος της ΛΟΑΤ+ κοινότητας. Γνωριστήκαμε στον δρόμο και μέσω αυτού, έγινα μέλος μιας ομάδας, της Lesvos LGBTQI+ Refugee Solidarity. Ήταν μικρή ομάδα, μόλις είχε δημιουργηθεί. Και μετά από αυτό άλλαξε η ζωή μου ολοκληρωτικά. Γνώρισα άτομα, που ήταν πολύ καλά, και με βοήθησαν να ανοιχτώ και να ένιωθα να είμαι ασφαλής μαζί τους. Και είμαστε ακόμα φίλα. Εκείνοι ήταν οι πρώτοι άνθρωποι, με τους οποίους έκανα παρέα και ήμουν η εαυτή μου. Ήμουν αυτή που είμαι. Και μετά άλλαξε η ζωή μου και το ταξίδι μου. Οι συνθήκες, στις οποίες βρίσκομαι τώρα, είναι πολύ διαφορετικές.

Και μετά στη Σαλονίκη γνώρισα τον κολλητό μου πρώτα, και –μέσα από αυτόν-, και άλλα φίλα, που είναι επίσης μέλη της κοινότητας. Και είναι σαν οικογένεια. Ακόμα είναι οικογένεια για μένα. Αλλά στην Αθήνα δεν έχω βρει ακόμα την κοινότητά μου, γιατί από τότε που μετακόμισα, ήμουν στο τρέξιμο προσπαθώντας να βρω χώρο να μείνω. Και μετά τη ληστεία στο διαμέρισμά μου ήταν μια απαίσια κατάσταση. Οπότε ακόμα προσπαθώ να επικοινωνήσω με άτομα.

Οπότε ξεκίνησες το ιατρικό κομμάτι της φυλομετάβασής σου με ορμονοθεραπεία όσο ήσουν ακόμα στη Λέσβο και έχεις αναφέρει ότι ένιωσες πώς ξαναγεννήθηκες και ότι θεωρείς τη Λέσβο σα δεύτερη γενέτειρά σου. Μπορείς να μου πεις γι’ αυτό;

Ναι, έτσι το θεωρώ… Όταν έφυγα από το Μπαγκλαντές, δεν είχα καμία ελπίδα. Εννοώ ακόμα και πίσω στο Μπαγκλαντές τα παράτησα, προσπάθησα να βάλω τέλος στη ζωή μου. Και, επιτέλους, όταν ξεκίνησα τα φάρμακα, ήταν σαν να ξαναγεννήθηκα. Πήρα πίσω τη ζωή μου. Και ήταν εκείνη τη στιγμή που είπα «θεέ μου, θέλω να είμαι η γυναίκα που ήθελα πάντα να είμαι, όλη μου τη ζωή!». Και μετά από όλες τις τρομακτικές μάχες και τους αγώνες να φτάσω σε αυτό το σημείο, ήταν λες και ξαναγεννήθηκα. Σαν γυναίκα.

Αφού συνέβησαν όλα αυτά, θα έλεγες πώς έχει αλλάξει και ο τρόπος που βλέπεις την εαυτή σου σε σχέση με την εθνική σου ταυτότητα; Θεωρείς πως έχεις κάποια εθνική ταυτότητα;

Γενικά μιλώντας, έχω άδεια παραμονής. Και έχοντας αυτή, δεν έχω τόσες παροχές, όπως οι Ελληνίδες. Και καταλαβαίνω κατά κάποιο τρόπο ότι αυτός είναι ο νόμος από την Ευρωπαϊκή Ένωση, για την προσφυγική κατάσταση και όλο αυτό. Αλλά νιώθω ότι θα έπρεπε να έχουμε περισσότερα, περισσότερες ειδικές παροχές, όπως την υπηκοότητα.

Γιατί δεν θεωρώ ότι μπορώ ποτέ να πάω πίσω στο Μπαγκλαντές και να ζήσω εκεί. Εννοώ, δεν μπορώ, έφυγα από εκείνη την κόλαση μετά από τόσους συμβιβασμούς και το ξέρουν. Οι αρχές το γνωρίζουν, έχω περάσει από τη συνέντευξη. Οπότε πιστεύω ότι θα έπρεπε να έχουμε κάποια ειδική υπηκοότητα ή ιθαγένεια εδώ σε αυτή τη χώρα, γιατί εμείς –εγώ, έστω- δεν μπορώ να ζήσω πίσω στη χώρα μου και όλος ο κόσμος ξέρει την κατάσταση εκεί.

Οπότε δεν είμαι ευχαριστημένη με αυτό, αλλά ταυτόχρονα αγαπώ την Ελλάδα, προτιμώ να ζω στην Ελλάδα γιατί… (γελάει) Και πάλι, η Ελλάδα δεν είναι η καλύτερη. Νομίζω θα έλεγα ότι, αν δεν είχα δουλειά ή κάποιου είδους ζωή εδώ, τα φίλα μου, δεν θα ζούσα εδώ. Θα πήγαινα σε κάποια χώρα, όπου υπάρχουν περισσότερες παροχές για άτομα σαν εμένα.

Όταν ήσουν στη Θεσσαλονίκη, θυμάμαι ότι είχες ξεκινήσει και μια διαδικτυακή καμπάνια οικονομικής ενίσχυσης. Πώς ήταν αυτή η εμπειρία;

Δεν δούλεψε και έχει σταματήσει τώρα. Οπότε δεν έχω καμιά ελπίδα με καμπάνιες οικονομικής ενίσχυσης. Δεν νομίζω ότι υπήρχε αρκετή κατανόηση για την κατάσταση, στην οποία βρισκόμουν, αυτά που περνούσα και χρειαζόμουν την εγχείρηση. Και είναι οκέι αυτό. Δεν αφορά κανέναν, οπότε γιατί να προσπαθήσουν να καταλάβουν τι περνάω. Και από αυτή την οπτική γωνία φαντάζομαι πως δεν δούλεψε αυτό το κομμάτι. Οπότε δεν έχω περαιτέρω ελπίδες και η καμπάνια έκλεισε.

Πιστεύω πως υπάρχουν τόσα άτομα, ειδικά άτομα της ΛΟΑΤ+ κοινότητας, άτομα που είμαστε τρανς και έχουμε πολύ λιγότερα. Έχουμε μικρότερη στήριξη, δεν βρισκόμαστε πάντα σε ευχάριστη οικονομική κατάσταση.

Δυσκολευόμαστε, γιατί δεν έχουμε οικογενειακή στήριξη. Υπάρχουν πάρα πολλά άτομα που δεν βρίσκουν δουλειά λόγω της ταυτότητας φύλου τους, λόγω του χρώματος τους. Είναι προφανές ότι υπάρχει ένας αριθμός ατόμων που ζητάει βοήθεια. Και πόσα μπορούμε να βοηθήσουμε; Και ίσως η καμπάνια οικονομικής ενίσχυσης να μην δούλεψε γι’ αυτό. Και το καταλαβαίνω απόλυτα.

Φαντάζομαι πως δυστυχώς και εσύ διαβάζεις ειδήσεις και έχεις διαβάσει για τα pushbacks. Πώς αισθάνεσαι γι’ αυτό; Ποιες είναι οι σκέψεις σου;

Είναι απαίσιο, απολύτως απαίσιο. Δεν μπορώ καν να φανταστώ πώς αισθάνονταν, ξέρεις; Δηλαδή μπορώ να φανταστώ τις δυσκολίες, που περνάνε, για να έρθουν εδώ και μετά από όλο αυτό τον αγώνα το να πάνε πίσω στις χώρες τους, είναι εντελώς απαίσιο.

Είναι λες και βάζεις σε έναν άνθρωπο φωτιά. Έσωσαν τις εαυτές τους και επιβίωσαν ξανά. Και τις σπρώχνεις. Τις σπρώχνεις. «Όχι, όχι, να πας πίσω να πεθάνεις». Είναι απαίσιο. Με κάνει να αισθάνομαι πολύ στεναχωρημένη και λυπημένη.

Και αφού μιλάμε γι’ αυτό, όταν ένα άτομο προσπαθεί να ακυρώσει την απέλασή του, αυτό το άτομο πρέπει να περάσει από πολλές διαδικασίες, να πάει στο δικαστήριο, να κάνει έφεση. Και για να ασκήσεις έφεση χρειάζεσαι χίλια ευρώ. Πώς μπορεί ένα προσφυγό να έχει αυτά τα λεφτά; Πώς μπορεί αυτό το άτομο να στηρίξει το εαυτό του οικονομικά; Πώς θα έχει τις παροχές που χρειάζεται; Και από πού; Το να μείνει εδώ να παλέψει για τον εαυτό του ή το εαυτό του δεν είναι εύκολο. Του κάνεις τη ζωή ανυπόφορη. Οι άνθρωποι έφυγαν από τις χώρες τους για να ζήσουν μια ήρεμη ζωή, μια καλύτερη ζωή. Αλλά το σύστημα δεν το επιτρέπει.

Σε έναν καλύτερο κόσμο, πώς θα έμοιαζε για σένα ένα καλύτερο μέλλον;

Θέλω, θέλω πολύ, κανένα σύνορο, να μην υπάρχει κανένα σύνορο στον κόσμο. Αλλά είναι ένα υποθετικό πράγμα αυτό, δεν θα συνέβαινε ποτέ. Αλλά ξέρεις τι, σκέφτομαι μερικές φορές πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν οι άνθρωποι φέρονταν ανθρώπινα ο ένας στην άλλη, χωρίς να κρίνουν το φύλο, τη σεξουαλικότητα, το χρώμα; Αν οι άνθρωποι αποδέχονταν τους ανθρώπους σαν ανθρώπους, όχι σαν πλούσιους, φτωχούς, χαμηλότερης ή υψηλότερης κοινωνικής τάξης; Και σκέφτομαι πολύ συχνά αν ο κόσμος ήταν έτσι, δεν θα είχαμε αυτές τις δυσκολίες, τους αγώνες, τις μάχες. Οι άνθρωποι θα έπαιρναν τη ζωή τους στα χέρια τους. Στο τέλος αυτό που λέω είναι «Μην με αγαπάς. Αλλά ταυτόχρονα μη με μισείς, γιατί δεν σε βλάπτω. Δεν ανακατεύομαι στη δουλειά σου. Απλά αποδέξου με σαν άνθρωπο».

*H συνέντευξη της Οβίλια Μάϊρα βρίσκεται δημοσιευμένη στην εφημερίδα «Η ΚΟΚΚΙΝΗ«, φύλλο 16ο Σεπτέμβρης 2022, που κυκλοφορεί.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s